Λέξη σπάνια η σημερινή, καθόλου ευχάριστη, αλλά -πώς να το κάνουμε- απαραίτητο να σχολιασθεί. Ο λόγος για τον μῶμον, (ὁ μῶμος, τοῦ μώμου) τον ψόγο, δηλαδή, την κατηγορία, την ντροπή. Στον λυρικό ποιητή Βακχυλίδη, από το κυκλαδίτικο νησί της Κέας, που ήταν ταυτόχρονα αθλητής σε αγώνες δρόμου και πάλης διαβάζουμε: βροτῶν δὲ μῶμος πάντεσσιν μέν ἐστι ἐπ΄ ἔργοις. (Βακχυλ. XII 202 Blass). Εννοεί, δηλαδή, ότι η ντροπή για τους ανθρώπους αφορά τα έργα τους.
Γράφει η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα
Ο Μῶμος ταυτόχρονα ήταν θεός του ψόγου, της κατάκρισης, της σάτιρας και θεωρούνταν γιος της Νύχτας. Όλα τα αρνητικά τα γεννά το σκοτάδι. Σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, τον έδιωξαν από τον Όλυμπο, γιατί τόλμησε να αμφισβητήσει ακόμα και τον θεό Δία. Τον παρίσταναν να κρατά ένα ραβδί, η άκρη του οποίου κατέληγε στο κεφάλι μιας γυναίκας, ίσως επειδή οι γυναίκες έχουν πιο εύκολο το σχόλιο και την επίκριση.
Οι αρχαίοι μας είχαν τους μωμοσκόπους, εκείνους δηλαδή που εξέταζαν τα ζώα που προορίζονταν για θυσία μήπως βρουν σε αυτά κάποιον μῶμον, ένα ψεγάδι που θα τα έκανε ακατάλληλα για τη θυσία.
Στα νέα ελληνικά έχουμε τον μώμο ως λέξη για την επίπληξη. Διατυπώνει μώμους για κάποιον, θα πούμε ή όλο μώμους και ειρωνείες είναι ο δικός σου μια άλλη έκφραση.
Ο μώμος είναι αρνητικός χαρακτηρισμός για τον είρωνα, τον χλευαστή, εκείνον που σαρκάζει.
Την ρίζα του μώμου την βλέπουμε στην γλώσσα μας και στον άμωμο, τον αγνό και αψεγάδιαστο, που λέγεται αλλιώς κι αμώμητος. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρεσβεύει ότι η Παναγία προήλθε από Άμωμο σύλληψη, δηλαδή σύλληψη χωρίς γάμο. Άμωμος αμνός, καθαρό σφάγιο, αψεγάδιαστο καλείται και ο Χριστός.
Ορισμένοι βουλευτές μας, για να ξεπλύνουν τα κρίματά τους επικαλούνται το άμωμο παρελθόν τους, καθόλου άμωμο θα λέγαμε εμείς.
Ο Μώμος πρωταγωνιστεί στο έργο του Κώστα Βάρναλη «Ο μονόλογος του Μώμου» και συνομιλεί με τον δεμένο στον Καύκασο, Προμηθέα.
Αντώνυμο του μώμου με μ μικρό, είναι ο έπαινος, η επιβράβευση.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας