Ο Όρσον Γουέλς είχε χαρακτηρίσει τον Ζαν Ρενουάρ ως «τον σημαντικότερο όλων των σκηνοθετών» και είχε γράψει «ένας Ρενουάρ στο λευκό πανί είναι όπως μια Ρολς Ρόις στο γκαράζ», λίγο μετά το θάνατο τού πατέρα του ποιητικού ρεαλισμού στις 12 Φεβρουαρίου του 1979. Με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το θάνατο του δημιουργού κι ενός από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές του 20ου αιώνα, είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε γιατί έκανε τεράστιους δημιουργούς να υποκλιθούν στην τέχνη του και ακόμη περισσότερους να επηρεαστούν απ’ αυτόν και να δηλώνουν «μαθητές» του.
Ο Ρενουάρ, για πολλούς ιστορικούς και θεωρητικούς του κινηματογράφου θεωρείται δικαιολογημένα ένας από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές, καθώς έφερε μία ανάλαφρη γραφή στο σινεμά, σαν δροσερό αεράκι, παρότι μιλούσε για τα σοβαρότερα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα και την εποχή του. Τον έρωτα, το θάνατο, τη διαφθορά, τον ξεπεσμό της μπουρζουαζίας, τον πόλεμο και τη φτώχεια. Διαπέρασε σαν κοφτερό ξυράφι για πενήντα χρόνια το γαλλικό (και αμερικανικό) σινεμά, ενώ κατάφερε να διευρύνει την κλασική και πρωτοποριακή τέχνη, το μυθιστόρημα, το θέατρο και τη ζωγραφική, μέσα από τις ταινίες του. Παράλληλα, ανέδειξε, με ένα μοναδικό ξεχωριστό τρόπο τον αυθορμητισμό της ζωής, τα πάθη και τα αισθήματα των ανθρώπων, τα παιχνιδίσματα του φωτός. Και όλα αυτά ξεφεύγοντας από δόγματα και καθιερωμένες φόρμες. πάντα με ένα δικό του τρόπο και με τις ταινίες του να πρεσβεύουν την ακλόνητη πίστη στον άνθρωπο και στα μυστήρια της ύπαρξης και της ζωής.
Με βαριά κληρονομιά
Ο Ζαν Ρενουάρ, που γεννήθηκε στο Παρίσι στις 15 Σεπτεμβρίου του 1894, κουβαλούσε βαριά κληρονομιά ως γιος του φημισμένου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Πιέρ Ογκίστ Ρενουάρ. Στον Μεγάλο Πόλεμο τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι του, ένα μοιραίο γεγονός που τον έκανε να στραφεί στον κινηματογράφο, να θαμπωθεί από τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του Ντέιβιντ Ουόρκ Γκρίφιθ και των άλλων σπουδαίων σκηνοθετών της εποχής, όπως του ιδιοφυούς Στροχάιμ. Κομβικό ρόλο στα πρώτα του βήματα στο σινεμά έπαιξε η πανέμορφη Αντρέ Χέσλινγκ, μια νεαρή προσφυγοπούλα από την Αλσατία, η οποία πόζαρε ως μοντέλο στον πατέρα του, προτού γίνει σύζυγος του σκηνοθέτη, ο οποίος αποφάσισε να την κάνει πρωταγωνίστρια των πρώτων του ταινιών στα μέσα της δεκαετίας του ’20. Ποιο σημαντική στιγμή στη συνεργασία τους η «Νανά», μια ακριβή διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ζολά, μια ταινία που θεωρείται ως η καλύτερη της βωβής περιόδου του. Στη συνέχεια ο Ρενουάρ θα πειραματιστεί με φιλμ μικρού μήκους, όπως το ονειρικό «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα», το 1928.
Τα πρώτα σημαντικά δείγματα γραφής
Με το φιλμ «Η Σκύλα» (1931) εγκαινιάζει την πρώτη γαλλική περίοδό του και δίνει ήδη τα πρώτα δείγματα γραφής ενός σπουδαίου κινηματογραφιστή, που μπορεί να χαρακτηριστεί και καλλιτέχνης. Ωστόσο, θα δημιουργηθούν σημαντικά προβλήματα με τη «Σκύλα» του, καθώς αφενός η αντικατάσταση της συζύγου του από άλλη ηθοποιό, θα επιβαρύνει μέχρι εκεί που δεν παίρνει τη συζυγική τους σχέση, ενώ και οι παραγωγοί της ταινίας θα αλλάξουν το τελικό μοντάζ, για να απαλύνουν την τολμηρότητα του φιλμ. Τα επόμενα τρία χρόνια θα γυρίσει τρεις ταινίες, μεταξύ των οποίων και το ατμοσφαιρικό «La Nuit Du Carrefour» (1932), που αποτελεί την πρώτη μεταφορά αστυνομικού μυθιστορήματος του Ζορζ Σιμενόν στη μεγάλη οθόνη. Το 1935 γυρίζει το «Το έγκλημα του αξιότιμου Λαντζ» όπου διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια πολιτικής ευαισθητοποίησης του Ρενουάρ, στην εποχή της ραγδαίας ανόδου του φασισμού.
Δύο χρόνια αργότερα κι ενώ πλέον ο αποτρόπαιος φασισμός αποκτά ένα ακόμη πιο απειλητικό αδελφάκι, τον ναζισμό, ο Ρενουάρ γυρίζει μία εμβληματική αντιπολεμική ταινία, από τις καλύτερες του είδους, τη «Μεγάλη Χίμαιρα», που εκτός από την κινηματογραφική της αξία παίρνει σαφή θέση και στο ζήτημα της μετωπικής σύγκρουσης με τη Γερμανία.
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
Εδώ θα σταθούμε, γιατί υπάρχει λόγος σοβαρός. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται δυο Γάλλοι αξιωματικοί, που κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αιχμαλωτίζονται από τους Γερμανούς και παρά την κοινή εθνικότητά τους και τη συνεργασία τους για να αποδράσουν, παραμένουν ξένοι, λόγω της ταξικής τους διαφοράς. Ο σπουδαίος Ζαν Γκαμπέν υποδύεται έναν ανεπιτήδευτο μηχανικό που προβιβάστηκε σε υπολοχαγό λόγω της δράσης του στον πόλεμο και ο Πιέρ Φρενέ έναν αριστοκράτη σοφιστικέ αξιωματικό, που θέλει να κρατά αποστάσεις, αλλά επικοινωνεί πολύ καλύτερα με το Γερμανό ευγενή φύλακά του, ένα στρατιωτικό καριέρας, με μονόκλ, που ερμηνεύει ο μέγας Έριχ φον Στροχάιμ και ο οποίος φτιάχνει μία αξεπέραστη φιγούρα στην κινηματογραφική ιστορία. Η διαφορά τους, έγκειται στο ότι ο Γάλλος είναι ένας κομψός «διαφωτισμένος» αριστοκράτης και ο Γερμανός ένας Πρώσσος φαλακρός ευγενής, ένα απολίθωμα που πεισματικά αρνείται να αποδεχθεί ότι ανήκει σε μία τάξη που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Επιπροσθέτως, ο Γάλλος αριστοκράτης έχει αποδεχθεί ότι ο Γάλλος λαϊκός αξιωματικός ανήκει σε μια ανερχόμενη κοινωνική τάξη λέγοντας ότι «κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι για να εμποδίσει τη ροή του χρόνου», ενώ λίγο πριν πεθάνει απευθυνόμενος στο Γερμανό φύλακά του ρίχνει το βόλι του κατευθείαν στην καρδιά της αριστοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι «για έναν άνθρωπο του λαού, να πεθαίνει στον πόλεμο είναι φριχτό. Για σάς και για μένα είναι μια καλή λύση». «Η Μεγάλη Χίμαιρα» θα σημειώσει τεράστια επιτυχία και σχεδόν ομόθυμα η κριτική θα την εξυψώσει στον ουρανό, ενώ στους κόλπους της αριστεράς αλλά και της δεξιάς θα ανοίξει ένας τεράστιος διάλογος, διαφωνίες και καυγάδες, αλλά αυτό που θα μείνει είναι το ουμανιστικό πάθος για τον άνθρωπο και την ειρήνη.
Θα ακολουθήσει ακόμη μία μεγάλη εμπορική επιτυχία, το δράμα μυστηρίου «Ανθρώπινο Κτήνος», με τους Ζαν Γκαμπέν και Σιμόν Σιμόν, που θα δώσει στον Ρενουάρ την ευκαιρία να ιδρύσει τη δική του ανεξάρτητη εταιρία «Nouvelle Edition Francaise». Πρώτη παραγωγή της εταιρίας του η ταινία σταθμός για τον παγκόσμιο κινηματογράφο «Κανόνας του Παιχνιδιού» (1939).
«Το σύμβολο πίστεως κάθε σινεφίλ»
Εβδομήντα χρόνια πριν λοιπόν, ο Ρενουάρ παρουσιάζει στους Γάλλους το φιλμ «Κανόνας του Παιχνιδιού», που λάτρεψαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες, της γενιάς που αναδείχθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, το οποίο «αποτελεί το σύμβολο της πίστεως κάθε σινεφίλ, η ταινία των ταινιών», κατά τον Φρανσουά Τριφό. Ένα φιλμ που εκτός από τον τίτλο του κυκλοφόρησε με την υποσημείωση «Μία ακριβής απεικόνιση της μπουρζουαζίας των καιρών μας». Η ταινία είναι απ’ αυτές που όταν πρωτοπροβλήθηκαν πήγαν άπατες, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, μέχρι και γιούχα, ανάγκασαν τη γαλλική κυβέρνηση να την απαγορεύσει ως «ταινία που υποσκάπτει την ηθική» και υποχρέωσε τον Ρενουάρ να φύγει για τις ΗΠΑ, ενώ όταν αποκαταστάθηκε στο μοντάζ (γιατί είχε περικοπεί μάλλον ανεπιτυχώς από τον παραγωγό του) και μετά από 20 χρόνια έκανε τη δεύτερη προβολή της απέκτησε μία μοναδική φήμη, μπήκε στις 10-20 κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών, έγινε το ευαγγέλιο για μια γενιά σκηνοθετών.
Ο Ρενουάρ στον «Κανόνα του Παιχνιδιού» εμπνέεται από τους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μπομαρσέ. Εξωτερικά είναι ένα πολυπρόσωπο γιορτινό παιχνίδι έρωτα, εξαπατήσεων, μεταμφιέσεων, με χορευτικούς ρυθμούς. Εσωτερικά, όμως, είναι μια ανελέητη έκθεση των παθών και των διαβρωμένων ηθών μιας κοινωνίας που έχει κλείσει τον κύκλο της. Νομίζεις ότι οι πλούσιοι και ευγενείς χορεύουν χωρίς να βλέπουν ότι η πίστα είναι ένα τηγάνι που θα τους ξεροψήσει. Έχουν διαφθαρεί μέχρι το μεδούλι, είναι κυνικοί, έχουν απολέσει κάθε ίχνος αισθήματος και ευθύνης. Ταυτόχρονα οι ταπεινοί πέφτουν θύματα στο υπονομευμένο παιχνίδι και τιμωρούνται, όπως και οι λίγες περιπτώσεις αθώων και ειλικρινών του κύκλου τους, γιατί παραβαίνουν τον «κανόνα του παιχνιδιού». Είναι μια ταινία εθιστική, όπως λέει και ο Βιμ Βέντερς, ο οποίος σημειώνει: «Γυρίστηκε ακριβώς πριν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και προβλέπει επακριβώς τον επερχόμενο τρόμο. Κι όμως η ταινία, μοιάζει να κοιτάζει προς τα πίσω, μας δείχνει μια γέρικη, θλιμμένη κοινωνία να χάνεται μπροστά στα μάτια μας. Όχι μόνο στην Γαλλία, μα σε ολόκληρο τον κόσμο, τυφλή, θηριώδης βία επικρατεί, ακόμα κι αν η ίδια η ταινία είναι γεμάτη ζεστασιά και τρυφερότητα. Μια απίστευτη ελαφρότητα της ύπαρξης διαπερνά το φιλμ και μας βοηθά να ξεπεράσουμε την πικρία που αποπνέει. Πολύ καιρό πριν την εφεύρεση του steadicam, απορούμε πως γίνεται μια κάμερα να είναι τόσο ελαφριά. Όμως αυτό που κάνει στην πραγματικότητα την ταινία τόσο διαχρονική και διάφανη είναι η άποψη του Ρενουάρ για τα πράγματα. Σπάνια συναντάμε φιλμ τόσο απαλλαγμένο από προκαταλήψεις κάθε είδους. Τίποτα δεν εμφανίζεται φτιαχτό ή στημένο. Στην πραγματικότητα κανένας «Κανόνας του Παιχνιδιού» δεν μας αποκαλύπτεται, καλούμαστε μάλλον να ξεφορτωθούμε τους προϊδεασμούς μας, τους σχετικούς με τα θέματα της ταινίας: Την φιλία, την εμπιστοσύνη, τον έρωτα, τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σας το υπόσχομαι: Μετά την ταινία θα νιώσετε ελαφρύτεροι».
Φυγή στις ΗΠΑ
Ο Ρενουάρ, καταβεβλημένος από τον πόλεμο που του έγινε για τον «Κανόνα του Παιχνιδιού» και θέλοντας να αποφύγει τη συνθηκολόγηση της χώρας του με τους ναζιστές, αποφασίζει να διαφύγει στις ΗΠΑ. Έχοντας πια δίπλα του τη νέα του σύζυγο, Ντιντό Φρέιρ, μετακομίζει στην Καλιφόρνια και ξεκινά συζητήσεις με τα μεγάλα στούντιο. Οι πρακτικές του Χόλυγουντ του φάνηκαν περιοριστικοί, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να γυρίσει το δραματικό «This Land Is Mine» (1943), με τους Τσαρλς Λότον, Μορίν Οχάρα και Τζορτζ Σάντερς, χαρίζοντας στον Λότον έναν αξιομνημόνευτο ρόλο. Τρία χρόνια μετά διασκευάζει άψογα «Το Ημερολόγιο Μιας Καμαριέρας» σε ένα αγροτικό δράμα, με το οποίο προβάλει την πεποίθησή του ότι οι αληθινοί ήρωες είναι οι απλοί άνθρωποι. Η τελευταία ταινία που γύρισε στην Αμερική ήταν το δράμα εποχής «Το Ποτάμι», με το στόρι του να διαδραματίζεται στην Ινδία, ένα φιλμ που λατρεύει ο Μάρτιν Σκορσέζε.
Γυρίζοντας στην πατρίδα του το 1952, ο Ρενουάρ ξεκινά τα γυρίσματα της «Χρυσής Άμαξας», με τη «λύκαινα» Άννα Μανιάνι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ θα σκηνοθετήσει και την ταινία «Η Έλενα και οι Άνδρες της», μόνο και μόνο για να δει την Ίνγκριντ Μπέργκμαν να χαμογελάει, όπως είχε πει. Και τη δεκαετία του ’60 θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες, έχοντας στον πυρήνα τους πάντα το ανθρωποκεντρικό και αντιπολεμικό πνεύμα.
Ένα ήσυχο τέλος
Η υγεία του χειροτερεύει και πλέον επικεντρώνεται στην ολοκλήρωση των απομνημονευμάτων του, ενώ άρχισαν και οι τιμητικές διακρίσεις (ένα Όσκαρ για την προσφορά του στο σινεμά, μια στέψη ως Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής κλπ). Πέθανε το βράδυ, στις 12 Φεβρουαρίου του 1979. Λίγες ημέρες μετά ένας συγκινητικός επικήδειος δημοσιεύεται στους Τάιμς του Λος Άντζελες με τίτλο «Ο Σημαντικότερος Όλων των Σκηνοθετών». Τον υπέγραφε ένα κινηματογραφικό θηρίο, μία μοναδική ιδιοφυία, ένας αντάξιός του. Ο Όρσον Γουέλς.