Τα ελληνικά τελωνεία πρέπει να καταβάλουν περισσότερα από 200 εκατομμύρια ευρώ, γράφει σήμερα το Politico, διότι απέτυχαν να ενεργήσουν αποτελεσματικά ενάντια σε ένα τεράστιο παράνομο κινεζικό δίκτυο που εισήγαγε στην Ευρώπη εξαιρετικά φθηνά είδη ρουχισμού και υπόδησης. Η ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης, OLAF, έστρεψε το ενδιαφέρον της στο υπό κινεζική ιδιοκτησία λιμάνι του Πειραιά, τμήμα του τεράστιου project υποδομών με την ονομασία «Belt and Road».
Οι τελωνειακοί υπάλληλοι εκεί δεν κατάφεραν να σταματήσουν ένα εξελιγμένο δίκτυο διασυνοριακού εγκλήματος με στόχο τη δόλια αποφυγή των εισαγωγικών δασμών και του φόρου προστιθέμενης αξίας σε μεγάλες ποσότητες υποδημάτων και ειδών ένδυσης, δήλωσαν οι ερευνητές είπαν Politico. «Η OLAF μπορεί να επιβεβαιώσει ότι έχει ολοκληρώσει έρευνα σχετικά με τη δόλια εισαγωγή υποτιμημένων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και υποδημάτων στην Ελλάδα κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2015 έως 31η του Μαΐου 2018», ανέφερε η OLAF σε ανακοίνωσή της, όταν ρωτήθηκε για την έρευνα. «Βασιζόμενη στα ευρήματά της, η OLAF εξέδωσε οικονομική σύσταση στα ελληνικά τελωνεία να ανακτήσουν το ποσό των 202,3 εκατομμυρίων ευρώ από απώλειες δασμών που σχετίζονται με τις δολίως υποδηλωμένες τιμές για τα προϊόντα αυτά». Επισημαίνεται ακόμα ότι το 2017 η OLAF είχε διαπιστώσει ότι κινέζικες συμμορίες με το ίδιο σχήμα απάτης είχαν βάλει στόχο τους λιμάνια του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης ενημερωθεί από την OLAF για την έρευνα και η Κομισιόν θα απευθυνθεί στις ελληνικές αρχές για να εκτιμήσει εάν ανελήφθη επαρκής δράση προκειμένου να σταματήσουν οι δραστηριότητες των κινέζων απατεώνων. Η έρευνα συναφών υποθέσεων από την OLAF καταδεικνύει ότι οι απατεώνες επιλέγουν τα σημεία εισόδου που θεωρούν ότι θα είναι ευκολότερα και συνεπώς «υπάρχει ξεκάθαρη ανάγκη για μεγαλύτερη συνεργασία ανάμεσα στις τελωνειακές αρχές των κρατών-μελών προκειμένου να συντονίζουν τη δράση τους ενάντια σε αυτά τα δίκτυα που ενεργούν διασυνοριακά και έχουν την ικανότητα να μετεγκαθιστούν τις δραστηριότητές τους και να προκαλούν ζημιά στην Ε.Ε. και τους εθνικούς προϋπολογισμούς», επισημαίνει η OLAF.