Δύο μήνες πριν την ανάληψη της προεδρίας των Ηνωμένων Πολιτειών, από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, και η βαρύτατα ηττημένη και απαξιωμένη κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις, παίζει στην κυριολεξία με τη φωτιά, στο καυτό μέτωπο του πολέμου στην Ουκρανία. Η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να δώσει το πράσινο φως για χρήση αμερικανικών πυραύλων από την Ουκρανία εναντίον στόχων στο εσωτερικό της Ρωσίας, σε συνδυασμό με το νέο διάταγμα Πούτιν, το οποίο δίνει τη δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων, σε μια τέτοια περίπτωση, σπέρνει τον τρόμο σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Δυστυχώς, όχι μόνο δεν διαφαίνεται τέλος στον πόλεμο της Ουκρανίας, μετά από τρία χρόνια κλιμάκωσης της βίας, αλλά υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες ότι οι στρατηγικά λογικές και ηθικά υπερασπίσιμες, αλλά γεωπολιτικά επικίνδυνες, ουκρανικές επιθέσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας, με δυτικής προέλευσης πυραύλους, έχουν την προοπτική, να οδηγήσουν σε έναν ευρύτερο πόλεμο μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου.
Ο πρόεδρος Τραμπ, έχει δηλώσει ότι θέλει να τερματίσει την επικίνδυνη και τεράστια σε κόστος κρίση στην Ουκρανία, το συντομότερο δυνατόν, καλώντας τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε διαπραγμάτευση, και κάνοντας μια συμφωνία που θα πετύχει να δελεάσει τη Ρωσία να επιστρέψει, πίσω στα σύνορά της στις 24 Φεβρουαρίου 2022, πριν την εισβολή, και έτσι να διατηρήσει μια μειωμένη αλλά ακόμα αυτόνομη και ασφαλή Ουκρανία.
Το κυρίαρχο ερώτημα είναι, εάν μπορεί ο πρόεδρος Τραμπ, να πετύχει αυτή την απίθανη συμφωνία;
Στο τραπέζι υπάρχουν διάφορα σχέδια και ιδέες γύρω από μια συμφωνία ειρήνευσης στην Ουκρανία.
Είναι όμως εφικτό, για τον Πούτιν μετά από το μεγάλο κόστος του πολέμου σε ανθρώπινες ζωές και χρήμα, να περάσει μια τέτοια συμφωνία στο εσωτερικό της Ρωσίας, παραχωρώντας κέρδη που έχει αποκομίσει στο πεδίο της μάχης; Μια πιθανότητα, είναι να επικαλεστεί, ότι κατοχύρωσε τις προσαρτήσεις του 2014, του ρωσόφωνου Ντονμπάς και της Κριμαίας, ότι εμπόδισε την Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, και ότι πέτυχε ένα στρατηγικό πραξικόπημα ευθυγραμμίζοντας τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα σε μια νέα μεγάλη συμμαχία εναντίον της Δύσης και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, με τη συναίνεση, αν όχι την υποστήριξη, της Τουρκίας, μέλους του ΝΑΤΟ και μιας όλο και πιο συμπαθητικής Ινδίας.
Στον αντίποδα, ποια θα ήταν τα κέρδη για την Ουκρανία και τη Δύση;
Το Κίεβο θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι απέτρεψε την πλήρη προσάρτηση της Ουκρανίας και στάθηκε εμπόδιο στα σχέδια επέκτασης του Πούτιν, προσφέροντας μεγάλη υπηρεσία στην ασφάλεια της Ευρώπης.
Ο πρόεδρος Τραμπ, Στη συνέχεια, θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη συμφωνία με τα να καταφέρει να δημιουργήσει μια ουδέτερη ζώνη, μεταξύ των ρωσικών και ουκρανικών συνόρων και να εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια πλήρως εξοπλισμένη Ουκρανία που θα μπορούσε να αποτρέψει οποιαδήποτε μελλοντικά σχέδια της Ρωσίας.
Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για μια ασταθή και αμφισβητήσιμη συμφωνία, η οποία έχει πολλά εάν και εφόσον.
Στο εσωτερικό της Αμερικής, ο πρόεδρος Τραμπ, θα έχει να αντιμετωπίσει έντονη κριτική από τους Δημοκρατικούς και τους νεοσυντηρητικούς, ότι ξεπούλησε το Ζελένσκι και την Ουκρανία.
Επίσης, παρά την ανακούφιση των Ευρωπαίων, για τον τερματισμό του πολέμου, η οικονομική ενίσχυση της Ουκρανίας από την Ευρώπη, δεν θα κάθονταν και τόσο καλά σε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και στους ευρωπαίους πολίτες, με δεδομένη και την απέχθεια που έχει η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Στον αντίποδα, ο πρόεδρος Τραμπ, έχει να αντιμετωπίσει το φάντασμα της δικής του κριτικής για την ταπεινωτική αποχώρηση του Μπάιντεν, από το Αφγανιστάν, στην περίπτωση που η Ουκρανία αφεθεί στην τύχη της.
Την ίδια στιγμή, ένας ατελείωτος πόλεμος στην Ουκρανία, θα παγιώσει μια κριτική αναλγησίας, έναντι των υποστηρικτών της συνέχισης της σύγκρουσης με τη Ρωσία.
Επίσης, τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία ξεμένουν από στρατιώτες, με κλιμακούμενες απώλειες που θα τους στοιχειώνουν για δεκαετίες. Η Ρωσία λαχταρά να απαλλαγεί από κυρώσεις και να πουλήσει πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Ευρώπη. Η Δύση, και ειδικότερα η Αμερική, θα ήθελαν να τριγωνοποιήσουν τη Ρωσία εναντίον της Κίνας και αντίστροφα, σε στυλ Κίσινγκερ, και έτσι να αποφύγουν οποιαδήποτε πυρηνική αντιπαράθεση δύο δυνάμεων.
Περαιτέρω, η Αμερική θέλει να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της και τον αμυντικό της προϋπολογισμό, βλέποντας την άνοδο της Κίνας στον ορίζοντα. Και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα εξελιχθεί, στο κόμμα της ειρήνης και ο Ντόναλντ Τραμπ, θα είναι ο πρόεδρος, που δεν είναι διατεθειμένος, να ξοδέψει αμερικανικό αίμα και χρήμα στο εξωτερικό.
Η Ευρώπη, εξαντλημένη από τον πόλεμο, θα αρχίσει όλο και περισσότερο υπαναχωρεί από το αφήγημα της ανεπιφύλακτης υποστήριξή της προς την Ουκρανία, μεταβιβάζοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για την ήττα της Ουκρανίας στον Ντόναλντ Τραμπ.
Όλα τα παραπάνω, αποδεικνύουν το πόσο καταστροφικά εγκληματική, ήταν η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν – Χάρις και το πόσο δύσκολη, είναι η εξίσωση του τέλους του πολέμου στην Ουκρανία, με τον τρόμο μιας πυρηνικής εμπλοκής να πλανάται στην ατμόσφαιρα.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.