today-is-a-good-day
17.7 C
Athens

Δεν είναι ο ιερατικός χιτώνας του Μεγάλου Αλεξάνδρου θαμμένος στις Αιγές

Κοντεύει να περάσει μισός αιώνας από τότε που ο αείμνηστος Μανόλης Ανδρόνικος αποκάλυψε τον τάφο του Φιλίππου Β στις Αιγές, ωστόσο κάθε τόσο βλέπουμε μια θεωρία που αμφισβητεί το  ποιος έχει ταφεί εκεί. Νέα στοιχεία δεν υπάρχουν, και όσα επανεξετάζονται επιβεβαιώνουν  την ερμηνεία του Μ. Ανδρόνικου και των συνεργατών του ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου. Αλλά η κατάσταση για τους διαφωνούντες δεν αλλάζει. Επιμένουν, αν και δεν έχουν κάτι καινούργιο να συνεισφέρουν.

Σε άρθρο του στο  Journal of Field Archaeology  ο ομότιμος καθηγητής φυσικής ανθρωπολογίας και παλαιοανθρωπολογίας Αντ. Μπαρτσιώκας, ταυτίζει αντικείμενο που βρέθηκε μέσα στη χρυσή λάρνακα με τα ανδρικά οστά, με τον περσικό χιτώνα που φορούσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Τον χιτώνα φορούσε ύστερα από τη στέψη του ως Φαραώ της Αιγύπτου. Σε αυτό το συμπέρασμα οδήγησαν τον κ. Μπαρτσιώκα η βαμβακερή σύσταση του ευρήματος, το πορφυρό χρώμα και η ύπαρξη χουντίτη, ενός πολύ σπάνιου και πολύ ακριβού ορυκτού.

Ο μελετητής σημειώνει:  Φυσικές, χημικές και μικροσκοπικές αναλύσεις έδειξαν ότι πρόκειται για ένα βαμβακερό ύφασμα βαμμένο με πορφύρα, το οποίο έχει ένα ή δύο στρώματα από ένα υπόλευκο υλικό κατασκευασμένο κυρίως από ορυκτό χουντίτης.»

Φωτογραφία του Σωκράτη Μαυρομμάτη

Το συγκεκριμένο εύρημα έχει βεβαίως αναλυθεί μικροσκοπικά, χημικά και φυσικά, αλλά όχι από τον υπογράφοντα το άρθρο. Θα ήταν σημαντικό να παραθέσει τις σχετικές έρευνες εφόσον τις έχει κάνει, διότι μόνο έτσι θα γνωρίζαμε πως έγιναν από τον ίδιο και όχι, π.χ. πριν από δεκαετία από άλλον. Και έτσι, θα γνωρίζαμε πώς συνήγαγε τα συμπεράσματά του.

Το 2014 ομάδα επιστημόνων ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Θ. Αντίκας, καθηγητής φυσιολογίας και ανατομίας, και ο  ερευνητής του εργαστηρίου αρχαιομετρίας του Δημόκριτου Γιάννης Μανιάτης έκαναν μικροσκοπικές σαρώσεις στο υλικό (οστά άλλα και άλλα απροσδιόριστης μέχρι σήμερα υφής και συστατικών υλικά) από τη χρυσή λάρνακα του θαλάμου των τάφων των Αιγών (αυτή με τα οστά του βασιλιά Φιλίππου Β΄).

Μέσα στη λάρνακα και μαζί με τα οστά (σε ορισμένες περιπτώσεις “κολλημένο” σε αυτά) οι ερευνητές εντόπισαν ίχνη άγνωστου υλικού με τρία χρώματα (σε στρώσεις μπεζ, λευκού και πορφυρού) και χαρακτηριστικές  περιπτώσεις πτυχώσεις που σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη, παραπέμπουν σε ύφασμα (σύνθετο συμπληρωματικό υλικό) με σπογγώδη δομή.

Στη λευκή επιφάνεια εντοπίστηκαν μάλιστα ίχνη του σπάνιου ορυκτού του χουντίτη. Εντοπίζεται μόνο στην Τυνησία, την Ανατολική Τουρκία και την Ελλάδα, είναι εξαιρετικά σπάνιο και γι’ αυτό πιο ακριβό και από τον χρυσό. Στην συγκεκριμένη μάζα οι ερευνητές εντόπισαν ίχνη από κερί και ρετσίνι πεύκου.

Με το δεδομένο πως ο χουντίτης, το εκτυφλωτικά λευκό υλικό, χρησιμοποιείται από το 1.500 π.Χ για την κατασκευή (με τη μέθοδο του car tonnage – των αλλεπάλληλων δηλαδή στρώσεων υφασμάτων εμποτισμένων με διάφορα υλικά) νεκρικών μασκών και καλυμμάτων στις μούμιες, οι ερευνητές κατέληξαν στην υπόθεση πως πρόκειται για υπολείμματα από κάποια μάσκα που φορούσε ο νεκρός βασιλιάς και στην περίοδο που βρισκόταν εν ζωή  και την τοποθετήθηκε στη λάρνακά του ως ανάθημα. Κάτι που σημαίνει πως μάλλον ήταν και αρχιερέας των ορφικών μυστηρίων, κάτι αναμενόμενο.

Με δεδομένο ότι εκτός από τα υπόλοιπα στοιχεία, έχουμε εξακριβώσει από τις έρευνες αυτές, που έγιναν μέχρι και με αξονικό τομογράφο την ηλικία του νεκρού και άλλες λεπτομέρειες, δεν παρουσιάζεται ως πιθανό ο τάφος να ανήκει στον ετεροθαλή αδερφό του Αλέξανδρου και γιο του Φιλίππου, τον Φίλιππο Αρριδαίο. Ο νεκρός ήταν άνδρας, ηλικίας 41-49 ετών (45+4), είχε υποστεί τραύμα στο 4ο μετατάρσιο του αριστερού χεριού του (όχι όμως και στα οστά του προσώπου του -πέριξ του ματιού, χωρίς αυτό να αποκλείει την τυφλότητά του από τραύμα το οποίο  δεν έπληξε τα οστά), έπασχε από χρόνια ιγμορίτιδα (πιθανόν λόγω της μόλυνσης που υπέστη από τραύμα), από χρόνια πλευρίτιδα (πιθανόν από φυματίωση), από οστεόφυτα (παρατηρήθηκαν κατά τη μελέτη των οστών εκφυλιστικές αλλοιώσεις στα οστά της σπονδυλικής στήλης, γεγονός που αποδόθηκε από τον κ. Αντίκα, στην έντονη ιππική δραστηριότητα του Φιλίππου, όπως και πάχυνση της κνήμης).

Στους αυχενικούς σπονδύλους και τα οστά της ωμοπλάτης του,  εντοπίστηκαν κατά τη σάρωση από τον αξονικό τομογράφο, ίχνη χρυσού, τα οποία αποδίδονται στην εγγύτητα των συγκεκριμένων σπονδύλων με το κρανίο και το χρυσό στεφάνι που έφερε και το οποίο πιθανόν να αλλοίωσε η πυρά της άμεσα μεταθανάτιας καύσης, σε υψηλή θερμοκρασία.

Φωτογραφία του Σωκράτη Μαυρομμάτη

Η νεκρή του προθαλάμου του ίδιου τάφου, είναι γυναίκα ηλικίας 30-34 (32+_2) ετών, υπέστη κι αυτή άμεση μεταθανάτια καύση, είχε κι αυτή στη διάρκεια της ζωής της έντονη ιππική δραστηριότητα και ήταν ανάπηρη!

Η αναπηρία της φαίνεται πως προήλθε από κάταγμα της αριστερής κνήμης, γεγονός που τους οδήγησε ύστερα από μετρήσεις των άνισων κνημών  στο συμπέρασμα πως ανήκουν όχι στο βασιλιά Φίλιππο (στον οποίο είχαν αρχικά αποδοθεί) αλλά στην ανώνυμη Σκύθισσα πριγκίπισσα, κόρη του βασιλιά της Σκυθίας Ατέα ή Αθέα, 6η σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου, την οποία ο μελετητής κ. Αντίκας χαρακτήρισε ως ”Σκύθισσα αμαζόνα” αλλά και ”την πρώτη στην ιστορία περίπτωση βασιλικού ΑΜΕΑ”.

Φαίνεται ότι η γυναίκα θανατώθηκε μαζί ή αμέσως μετά την δολοφονία του Φιλίππου.

Ο Φίλιππος Αρριδαίος και η σύζυγός του Αδέα- Ευρυδίκη δεν ταιριάζουν με την ηλικία του ζεύγους που είχε ταφεί στον συγκεκριμένο τάφο. Μαζί με άλλα σοβαρά επιχειρήματα, καταρρίπτεται, έτσι, η προσπάθεια του κ. Μπαρτσιώκα, που δεν είναι η πρώτη, να αποδοθεί ο τάφος σε άλλον και όχι στον Φίλιππο Β’. Το σκεπτικό του κ. Μπαρτσιώκα είναι πως εφόσον πρόκειται για τον χιτώνα του Αλεξάνδρου, αυτός δεν μπορεί παρά να μεταφέρθηκε μετά τον θάνατό του στις Αιγές. Τότε που ετάφη εκεί ο Φίλιππος Αρριδαίος.

Όπως έχει διαπιστωθεί από άλλους επιστήμονες πάντως, το συμπέρασμα δεν είναι σωστό.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ