today-is-a-good-day
19.7 C
Athens

Γιατί με τον Ανδρουλάκη – Άρθρο παρέμβαση για τις εκλογές του ΠΑΣΟΚ

Η διαδικασία εκλογής προέδρου στο ΠΑΣΟΚ δίνει κατ’ αρχήν την ευκαιρία επανατοποθέτησης γύρω από θεμελιώδη της πολιτικής:

1. στο κοινοβουλευτικό σύστημα τα κόμματα έχουν θεσμικό χαρακτήρα. Δεν λειτουργεί η κοινοβουλευτική δημοκρατία χωρίς κόμματα (δεν είναι μόνο ουτοπική, αλλά και απευκταία μια βουλή με ανεξάρτητους βουλευτές, χωρίς αναφορά σε έναν πολιτικό οργανισμό).
2. τα κόμματα προσδιορίζονται πολιτικά: είναι συντηρητικά, φιλελεύθερα, σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά κλπ. Δεν προσδιορίζονται ως καλά ή λιγότερο καλά, ηθικά ή ανέντιμα, ικανά ή ανίκανα κλπ. Η εμπειρία δείχνει ότι πάντα θα συναντήσει κανείς σε όλα τα κόμματα ικανά και λιγότερο ικανά στελέχη, έντιμους πολιτικούς ή επιρρεπείς στη διαφθορά. Και ζητούμενο πάντα είναι σε όλα τα κόμματα να προκρίνονται οι καλύτεροι. Αλλά το κόμμα χαρακτηρίζεται απο τις πολιτικές του αναφορές (οι οποίες δεν είναι αδιάφορες “ιδεοληψίες”, αλλά μετουσιώνονται σε συγκεκριμένες επιλογές).
3. Ως πολιτικοί οργανισμοί, τα κόμματα πρέπει να έχουν μέλη. Μέλη που έχουν αποδεχθεί την ευθύνη γι’ αυτή τους την ιδιότητα και συμμετέχουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στην ανάδειξη της ηγεσίας και των κομματικών οργάνων. Τα μέλη όμως είναι συγκεκριμένα και εγγράφονται με κάποιες προυποθέσεις που προβλέπει κάποιο καταστατικό. Η “ανοιχτή” διαδικασία εκλογής αρχηγού που επικράτησε την τελευταία εικοσαετία (και που τώρα κανείς δεν τολμάει να προτείνει την κατάργησή της γιατί θα κατηγορηθεί ότι προτιμάει τους κλειστούς μηχανισμούς), μετατρέπει τα κόμματα σε χυλό και σε έρμαιο τυχαίων συγκυριών ή και δόλιων παρεμβάσεων. Αυτό που συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να διδάξει και τους υπόλοιπους: σε μια δύσκολη για ένα κόμμα στιγμή εμφανίζεται ένα άσχετο πρόσωπο, που προσελκύει στην “ανοιχτή” διαδικασία κάθε ενδιαφερόμενο.
Πάμε τώρα στο ΠΑΣΟΚ:

Α. Κάποιοι από τους υποψηφίους (Γερουλάνος, Διαμαντοπούλου, Δούκας) δίνουν έμφαση στην ικανότητα τους να “νικήσουν τον Μητσοτάκη”. Πέρα από το γεγονός ότι με το να το λες δεν σημαίνει ότι είναι εξασφαλισμένο, η πολιτική στρατηγική ενός κόμματος δεν μπορεί να είναι αυτή. Εννοείται ότι απώτερος στόχος ενός κόμματος είναι να επικρατήσει πολιτικά, αλλά το ζητούμενο αυτή τη στιγμή για το ΠΑΣΟΚ είναι να δώσει ξεκάθαρα το στίγμα του ως το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ελλάδας Αυτό μπορεί να το κάνει λιγότερο “πολυσυλλεκτικό”, αλλά το κάνει υπεύθυνο παράγοντα του πολιτικού συστήματος.
Β. Η Διαμαντοπούλου, πολιτικός με αναμφισβήτητες ικανότητες, με κύρος και εμπειρία που πράγματι δίνουν την εικόνα της “πρωθυπουργήσιμης”, έχει πρόβλημα σε αυτό. Επί χρόνια υποστήριζε ότι η διάκριση σε δεξιά και αριστερά είναι ξεπερασμένη, ότι οι ιδεολογικές διαφορές δεν έχουν νόημα, επειδή άλλα είναι τα προβλήματα σήμερα (και όχι τα ίδια με την δεκαετία του 1980). Τα προβλήματα πράγματι είναι άλλα σε κάθε εποχή, οι απαντήσεις όμως και οι δυνατές λύσεις στα προβλήματα είναι και πάλι διαφορετικές και προσδιορίζονται από το αν εισαι σοσιαλιστής ή φιλελεύθερος, δεξιός ή αριστερός. Και επειδή εμφανίζεται ως εκφραστής του παλιού εκσυγχρονιστικού ρεύματος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σημίτης, παρόλο ότι κυβέρνησε σε εποχή υποχώρησης της σοσιαλδημοκρατίας, δεν έχασε ποτέ τις αναφορές του σε αυτό τον χώρο.
Γ. Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των κομμάτων όχι μόνο είναι υπαρκτή, αλλά είναι επείγον να τονιστεί. Η σχετικοποίηση των πολιτικών διαφορών μεταξύ των βασικών παρατάξεων σε όλη την Ευρώπη μετά το 1990 (κυρίως με τις υποχωρήσεις ή τους συμβιβασμούς της σοσιαλδημοκρατίας) οδήγησε τους ψηφοφόρους στα άκρα. Στη Γαλλία ο Μακρόν εξαφάνισε τις δύο παραδοσιακές παρατάξεις, δημιουργώντας ένα προσωπικό κόμμα. Αποτέλεσμα: σήμερα πρώτα κόμματα είναι η άκρα δεξιά και η άκρα αριστερά. Το ζήσαμε και στην Ελλάδα με την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, η οποία ήταν αναγκαία σε μια έκτακτη συνθήκη και έσωσε πραγματικά την χώρα. Αλλά τα πολιτικά της αποτελέσματα τα ζούμε μέχρι σήμερα με την εκλογική ενίσχυση των άκρων στα αριστερά και κυρίως στα δεξιά του πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό και είναι λάθος της Διαμαντοπούλου που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας συνεργασίας, έστω και με το ΠΑΣΟΚ πρώτο (“εμείς θα είμαστε πρώτοι και θα ερωτάται η ΝΔ τι θα κάνει” είπε). Στην Ευρώπη σήμερα το αίτημα επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας στις ρίζες της είναι υπαρκτό. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε με πολύ σκεπτικισμό παρεμβάσεις από πρόσωπα που στήριξαν με θέρμη τον Μητσοτάκη και τώρα ξυφουλκούν υπέρ της Διαμαντοπούλου, γιατί λένε είναι η επιλογή όχι των κομματικών, αλλά της “κοινωνίας”, ταυτίζοντας την κοινωνία με τον εαυτό τους. Αποκαλύπτοντας έτσι την προσδοκία τους: με την εξάντληση της δυναμικής Μητσοτάκη, να υπάρχει μια παρόμοια εναλλακτική. Αυτό θέλει να κάνει το ΠΑΣΟΚ;
Δ. Η Διαμαντοπούλου άργησε. Για πάρα πολλούς ήταν η ελπίδα αυτής της παράταξης, μετά την κατάρρευσή της: είτε για να αναλάβει το ΠΑΣΟΚ, είτε για να προχωρήσει σε κάτι τελείως καινούργιο, όπως είχε προαναγγείλει στην Ώρα Αποφάσεων. Δεν το τόλμησε. Αλλά και το 2021, μετά τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά, όταν τα πολιτικά πράγματα είχαν ομαλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και το ζητούμενο ήταν τι θα γίνει με το ΠΑΣΟΚ, δεν αναμείχθηκε. Για τον πολιτικό είναι απαραίτητο και το πολιτικό αισθητήριο. Για να μην κατηγορηθεί μετά ότι τότε που το κόμμα βρισκόταν στο 7-8%, με κίνδυνο να μην επιβιώσει, δεν τόλμησε και τώρα που ανέβηκε λίγο μεν, αλλά τόσο που να καθιστά πλέον πολύ πιθανή την επαναφορά του στον δικομματισμό, εμφανίζεται.
Δ. Η επιλογή του Δούκα να διεκδικήσει την ηγεσία είναι ατυχής: η εκλογή του υπήρξε πράγματι μια μεγάλη εκλογική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ μετά απο πολλά χρόνια. Αλλά η υποψηφιότητά του δίνει μήνυμα ασυνέπειας και πολιτικής βουλιμίας. Και σε περίπτωση εκλογής του το ΠΑΣΟΚ θα εχει να απολογείται για τα προβλήματα της Αθήνας, που θα επιτείνονται σπό τις τρικλοποδιές που ο όπως ξέρει πολύ καλά έχει την δυνατότητα να του βάζει η κυβέρνηση.
Ε. Είναι θετική εξέλιξη που η εκλογή γίνεται μεταξύ καλών επιλογών: Γερουλάνος, Διαμαντοπούλου, Δούκας, Κατρίνης θα μπορούσαν υπό συνθήκες να είναι εξίσου κατάλληλοι. Το ερώτημα όμως είναι για ποιο λόγο το ΠΑΣΟΚ πρέπει να αλλάξει αρχηγό. Ο Ανδρουλάκης είναι ένας καινούργιος αρχηγός (δεν έχει κλείσει 3 χρόνια στην ηγεσία). Πήρε το ΠΑΣΟΚ απο το 8% και το πήγε στο 13%. Λίγο, λένε οι αντίπαλοί του. Πέραν του γεγονότος ότι και το 8 δεν ήταν εξασφαλισμένο (αν δεν δημιουργούσε ένα ρεύμα ο Ανδρουλάκης, το πιθανότερο είναι να βρισκόταν τωρα στο 5 με τάσεις εξαφάνισης), φαίνεται ότι υπάρχει πρόβλημα κατανόησης της κατάστασης. Υπάρχει μια επιφανειακή ανάλυση: όταν κατέρρευσε το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, άρα τώρα που καταρρέει ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να εκτιναχθεί το ΠΑΣΟΚ. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά: το 2012 δεν κατέρρευσε μόνο το ΠΑΣΟΚ. Κατέρρευσε ο παραδοσιακός δικομματισμός τριάντα πέντε ετών: από το 75-85% έπεσε στο 33% (και με το ζόρι στις δεύτερες εκλογές στο 43%). Αυτή ήταν μια τεράστια ποιοτική αλλαγή: πλέον η αντιπαράθεση ήταν μεταξύ μνημονιακών-αντιμνημονιακών, συστημικών-αντισυστημικών, τελικά ευρωπαιστών-αντιευρωπαιστών. Για συγκυριακούς λόγους στην πλευρά των ευρωπαιστών επικράτησε η ΝΔ. Αθροιστικά αυτό το “στρατόπεδο” βρέθηκε ακόμα και στις εκλογές του 2023, ένδεκα χρόνια μετά, στο 53%. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν αυτοί που φεύγουν από τον Σύριζα (που προήλθαν και από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από αλλού, όπως σε όλα τα αντιμνημονιακά κόμματα), αλλά και αυτοί που απέχουν από τις εκλογές, έχουν διάθεση να επιστρέψουν στο “σύστημα”. Και εδώ είναι και ο “παιδευτικός” ρόλος του ΠΑΣΟΚ (έχουν και τέτοιο τα κόμματα): να μελετήσει σοβαρά πώς, με την επεξεργασία των θέσεών του, θα δώσει στους ψηφοφόρους να καταλάβουν ότι υπάρχει διέξοδος εντός του συστήματος (και μόνο εντός). Και όχι να δίνει την εικόνα κόμματος που κινείται με κριτήριο τον πολιτικό τζόγο: ο Ανδρουλάκης πήρε 13. Να δοκιμάσουμε τον Α που μπορει να πάρει 16 κι αν δεν μας κάνει να δοκιμάσουμε τον Β μήπως πάρει 20 και 25.
ΣΤ. Θα περίμενε κανείς η αμφισβήτηση στον Ανδρουλάκη να συνοδεύεται από μία κριτική των επιλογών του. Δεν το βλέπουμε. Ο Γερουλάνος, ο Δούκας, ο Κατρίνης καταθέτουν αξιόλογα κείμενα προτάσεων, σκέψεων κλπ, τα οποία δεν διαφέρουν σε κάτι από την πολιτική του Ανδρουλάκη. Μπορούν να εμπλουτίσουν τον πολιτικό λόγο του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν χρειάζεται αλλαγή ηγεσίας γι’ αυτό. Σε ελάχιστα σημεία εκφράζουν κάποιες διαφοροποιήσεις η Διαμαντοπούλου και η Γιαννακοπούλου. Κυρίως στο θέμα των μη κρατικών πανεπιστημίων. Αλλά εκεί το ΠΑΣΟΚ έμεινε σταθερό: ναι στην τροποποίηση του άρθρου 16 στη συνταγματική αναθεώρηση, ώστε να δοθεί η δυνατότητα υπό συγκεκριμένες προυποθέσεις, να ιδρυθούν μη κρατικά ΑΕΙ. Ξαφνικά η κυβέρνηση άλλαξε την θέση που είχε η ΝΔ για δεκαετίες. Δεν την ενδιαφέρει πλέον να περιμένει την συνταγματική αναθεώρηση, αλλά νομοθετεί παρά το σύνταγμα. Θα έπρεπε να ακολουθήσει και το ΠΑΣΟΚ σε αυτό; (και μια μικρή υπενθύμιση επειδή υποτίθεται οτι ο Μητσοτάκης είναι κεντρώος και οτι οι κεντρώοι είναι που θα στηρίξουν την Διαμαντοπούλου: αν οι κυβερνήσεις του κέντρου, που ελάχιστα αφέθηκαν να κυβερνήσουν, άφησαν κάτι στην κοινωνία είναι η δωρεάν ανώτατη δημόσια εκπαίδευση, η οποία άλλαξε την θέση πολλών ανθρώπων: φτωχοί άνθρωποι, από χωριά κλπ, ανέβηκαν κοινωνικά χάρη σε αυτό. Δεν ξέρω πόσο κεντρώα πολιτική είναι η ουσιαστική παραίτηση από οποιονδήποτε ρυθμιστικό ρόλο της πολιτείας στην ανώτατη εκπαίδευση. Στο μέλλον θα αντιμετωπίσει το κράτος προσφυγές γιατί χρηματοδοτεί τα δημόσια πανεπιστήμια…).
Ζ. Υπάρχει κι ένας άλλος σχολιασμός για τον Ανδρουλάκη: “δεν τραβάει”. Ακούγεται κυρίως απ’ έξω, αλλά αξιοποιείται και στην εσωκομματική αντιπαράθεση. Τι εννοούν “δεν τραβάει”; Ότι δεν κινείται με τους όρους όλου του συστήματος (μέσων ενημέρωσης κλπ) που στηρίζει τον Μητσοτάκη; Αν τους ρωτήσεις ένα παράδειγμα, συνήθως το πρώτο που θα σου πουν είναι ότι έχει εμμονή με τις υποκλοπές και ότι αυτό το θέμα δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αλλά τα κόμματα υποχρεούνται να επιμενουν σε τέτοια θέματα. Σήμερα στη χώρα μας κρατική υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον πρωθυπουργό, αρνείται να εφαρμόσει απόφαση του ΣτΕ. Δεν είναι αυτό μέγιστο θεσμικό ζήτημα; Και θα έπρεπε το ΠΑΣΟΚ να σιωπά; Αυτό υποκρύπτει μια ευρύτερη νοοτροπία: ότι στην εποχή των τεχνολογικών αλλαγών, αυτά είναι ξεπερασμένα. Η πραγματικότητα είναι αντίθετη: ακριβώς στην εποχή των μεγάλων τεχνολογικών αλλαγών, είναι αναγκαίες περισσότερες θεσμικές εγγυήσεις στη λειτουργία του κράτους. Και το ΠΑΣΟΚ το οποίο, ακόμα κι απ’ αυτούς που το κατηγορούν για την θεσμική του συμπεριφορά την πρώτη οκταετία, αναγνωρίζεται ως αυτό που καθιέρωσε μεγάλες θεσμικές αλλαγές στην δεύτερη κυβερνητική του θητεία (1993-2004), όπως το ΑΣΕΠ και οι άλλες ανεξάρτητες αρχές, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 κλπ, εχει την υποχρέωση να στηρίζει αυτές τις θεσμικές εγγυήσεις και όχι να ανοίγει θέματα που οδηγούν σε πολιτικές περιπέτειες (όπως τα περί ενισχύσεως των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ).
Η. Η διαδικασία εκλογής στο ΠΑΣΟΚ μας θύμισε ότι αυτό το κόμμα έχει την ικανότητα να “γεννάει” στελέχη. Απλώς δεν είναι δυνατόν να είναι όλοι πρόεδροι. Αυτή τη στιγμή, αυτά τα στελέχη θα πρέπει να πλαισιώσουν τον πρόσφατα εκλεγμένο πρόεδρο: μπορεί να μην παίζει στα μέσα (δεν ξέρω άλλωστε αν πηγαίνει σε γυμναστήριο), αλλά έχει ήδη κάνει δουλειά υποδομής: όποιος ψάξει θα βρει ότι για πρώτη φορά την τελευταία εικοσαετία, το ΠΑΣΟΚ έχει συγκροτημένες και επεξεργασμένες θέσεις. Ισως επειδή είναι συγκροτημένες δεν περνούν στα μέσα. Αλλά αποτελούν εγγύηση για το μέλλον.

 

Β.Χ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ