Σαν σήμερα πριν από 99 χρόνια, για την Ελλάδα ξημέρωσε μια χαρμόσυνη μέρα. Γεννήθηκε ένας μεγάλος συνθέτης της, ένας μεγάλος άνθρωπος. Εκείνος για τον οποίον αργότερα θα έλεγαν πολλές φορές «Αξιος Εστί». Εκείνος που συνέδεσε το όνομά του με την Ελλάδα σε παγκόσμια κλίμακα. Που υπήρξε «σύμβολο και παράδειγμα μαζί». Ο Μίκης Θεοδωράκης. Η υπουργός Πολιτισμού κήρυξε, σήμερα, το 2025 Ετος Θεοδωράκη.
Η Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Σήμερα, 29 Ιουλίου, ημέρα γενεθλίων του Μίκη Θεοδωράκη, το Υπουργείο Πολιτισμού ανακηρύσσει το 2025, ως «Αφιερωματικό Έτος Μίκη Θεοδωράκη», καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Η πρωτοβουλία μας συνιστά τον απειροελάχιστο φόρο τιμής στην κληρονομιά του, αλλά και ευκαιρία να επανακτιμήσουμε τον βίο του, να επαναβιώσουμε, μέσω ενός πολύπλευρου προγράμματος δράσεων, το έργο του.
Τα τραγούδια και οι μουσικές του Μίκη μας συντροφεύουν από τα μικρά μας χρόνια, γεννώντας, με φυσικότητα, τη συγκίνηση και την ανάταση, ανακαλώντας την Ιστορία μας, αυτή που έκλεισε στις μελωδίες του, αλλά και αυτή που συνδιαμόρφωσε. Προσεγγίζοντας το έργο του προβάλλει απαιτητικό το χρέος της Πολιτείας να αναδειχθούν οι πολλές πλευρές του: Ο συνθέτης, ο αγωνιστής, ο πολιτικός, ο στοχαστής, ο πολίτης. Η ζωή και το έργο του αποτελούν απαράγραπτη πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνισμού, προβάλλοντας την οικουμενικότητά της. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη εκφράζει, με τρόπο μοναδικό, μύχιους πόθους του λαού, από τις έγνοιες της καθημερινότητας έως την οριστική εδραίωση μιας ανοιχτής, συμπεριληπτικής, δημοκρατικής κοινωνίας.
«Θα πω μονάχα ότι ο συνθέτης είναι ευλογημένος… Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει, αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη. Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζησε όλα. Στον υπερθετικό. Τη χαρά και τον πόνο. Το κόκκινο και το μαύρο. Την αγάπη και το μίσος. Τον θρίαμβο και την απογοήτευση. Το φως και το σκοτάδι. Αυτή υπήρξε η ζωή μου. (…) Την έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος». Ας κρατήσουμε τα λόγια του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μορφή μοναδική στη σύγχρονη ιστορία μας, ενσάρκωσε ένα απόλυτα προσωπικό, πρότυπο συγκερασμού, της μετεωρικής δημιουργίας με την ακατάβλητη και διαρκή πολιτική του δράση. Το ταλέντο του ξεδιπλώνεται, σε όλες τις περιόδους, παράλληλα με την αγωνιστική του δράση. Βιώνει τον διχασμό του Εμφυλίου εξοριζόμενος στην Ικαρία, έπειτα, στη Μακρόνησο, αποτελεί κορυφαίο στέλεχος της Αριστεράς, πρωτοστατώντας, μετά την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας, στην ίδρυση του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και εκτοπίζεται. Με την αποφυλάκιση του, το 1970, δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στην υπόθεση της ευαισθητοποίησης της παγκόσμιας κοινής γνώμης κατά των Συνταγματαρχών. Μεταπολιτευτικά, εκλέγεται και πάλι βουλευτής με το ΚΚΕ, αργότερα, με τη Νέα Δημοκρατία, διατελώντας υπουργός της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πριν αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική, διατηρώντας, την ηχηρή και επιδραστική του δημόσια παρέμβαση, στην επιταγή της καταλλαγής και της συμφιλίωσης.
«Έζησε μια ζωή με πάθος και ένταση. Υπηρέτησε με συνέπεια και πάθος τις αξίες τις ελευθερίας και της δικαιοσύνης, μα πάνω από όλα την ενότητα των Ελλήνων», υπογράμμισε αποχαιρετώντας τον ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι ο Μίκης Θεοδωράκης «μετέτρεψε τη μουσική από ατομική εμπειρία σε πρόσταγμα για συλλογική δράση».
Μυείται στη μουσική, στις επαρχιακές πόλεις όπου μετατίθεται ο δημόσιος λειτουργός πατέρας του, χάρη στο ορθόδοξο λειτουργικό μέλος, που ακούει από τη γιαγιά του, αλλά και από κληρικούς στις εκκλησίες, όπου μάλιστα ψάλλει. Τη μαθητεία του στο Ωδείο Αθηνών θα διαδεχθούν οι σπουδές στο Παρίσι. Η δημιουργική του πορεία, χαρακτηρίζεται από την υπέρμετρη παρορμητικότητα στη μελωδία, την κατίσχυση ενός σαρωτικού συναισθήματος έναντι του ορθολογισμού και από την σύνθεση του μελωδικού πλούτου με το αγωνιστικό περιεχόμενο. Η δύναμη των μελωδιών του Μίκη, σε διαστάσεις ενίοτε επικές, όπως ίσως σε κανέναν άλλον σύγχρονο συνθέτη μας, υποκρύπτει την πάτρια κληρονομιά του βυζαντινού μέλους, του δημοτικού τραγουδιού, του ρεμπέτικου, και των δυτικών επιρροών, με το άνοιγμα της μουσικής στις μάζες και τη μελοποίηση υψηλής ποιότητας ποίησης.
Προσωπικότητα αστείρευτη, μοναδικός και καθηλωτικός αφηγητής αλλά και δόκιμος τεχνίτης του λόγου, Από το Για την ελληνική μουσική και τη Μουσική για τις μάζες έως Το Χρέος, ημερολόγια 1967-70, 1970-74, τη Μαχόμενη Κουλτούρα και, βεβαίως, τη χειμαρρώδη αυτοβιογραφία του Οι δρόμοι του Αρχάγγελου. Μας κατέλειπε έναν τεράστιο όγκο γραπτών, που αποτυπώνουν με ενάργεια, αλλά και αγωνία, τις καλλιτεχνικές, τις πολιτικές και τις κοινωνικές αναζητήσεις του, σχεδόν πάντοτε συμπλεκόμενες. Ένα corpus κειμένων, που επιβάλλεται να μελετηθεί εκ νέου σε συσχέτιση με τη δημιουργία και τη δράση του.
Με το πρώτο φως της ημέρας, ο Μιχαήλ Θεοδωράκης, πρώτο παιδί του Γιώργου Θεοδωράκη και της Ασπασίας το γένος Πουλάκη, γεννήθηκε στη Χίο σαν σήμερα. Οι γονείς του είχαν εκδιωχθεί το καλοκαίρι του 1922 μαζί με τους πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Ο Κρητικός πατέρας του, υπηρετούσε στα Βουρλά ως υπάλληλος της Υπάτης Αρμοστείας. Η μητέρα του, από τον Τσεσμέ, τον συνάντησε εκεί. Εκαναν οικογένεια και κληροδότησαν στον πρωτότοκό τους την κρητική λεβεντιά και τη μικρασιατική γλυκύτητα, όπως έλεγε ο ίδιος.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένα σύμβολο της πατρίδας, παρότι εκείνη πολλές φορές τον είχε για αποπαίδι της. Δεν έπαψε να τη λατρεύει και να την υπηρετεί. Σε ολόκληρη την ενήλικη ζωή του (αλλά και πριν, από την εφηβεία) ήταν πανταχού παρών στην πρόσφατη Ιστορία της Ελλάδας. Κυνηγήθηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε, οι κρατικές δομές καταστολής τον «χτύπησαν» πολλές φορές. Δεν λύγισε. Θυσίασε πολλά, ακόμα και στο έργο του, για να υπηρετήσει τον Λαό, κερδίζοντας την αγάπη του.
Το μέγα ταλέντο, όταν κατάλαβε πως ο κόσμος διψούσε για καθημερινό τραγούδι, δεν δίστασε λεπτό να βάλει στην άκρη τη συμφωνική μουσική, την οποία είχε σπουδάσει και λάτρευε, και να πλημμυρίσει τη χώρα με μελοποιημένη ποίηση. Στίχοι σπουδαίων ποιητών πέρασαν στα χείλη του κόσμου, απομνημονεύθηκαν, τραγουδήθηκαν με πάθος. «Τους ψυχρούς φθόγγους του συνθέτη, τους γραμμένους πάνω σε ένα χαρτί, μπορείς να τους ακούσεις να ζωντανεύουν και να πετούν σαν σμήνη πουλιών που διαπερνούν τα τείχη του πραγματικού κόσμου και γίνονται αυλοί, ήχοι ενός θεϊκού κόσμου που είναι το μουσικό του έργο, καθώς εισβάλλει σε χιλιάδες ψυχές, σκέψεις, αισθήματα, καρδιές του κάθε ανθρώπου χωρίς διάκριση» σημείωνε.
Εδωσε τα πάντα, παραμένοντας ωστόσο σεμνός και μοιράζοντας τους επαίνους στους συνεργάτες του, χωρίς να κρατά τίποτα για τον εαυτό του.
Τα λόγια των μεγάλων ποιητών, έργα των οποίων μελοποίησε, μπορούν να χαρακτηρίσουν το ύψος του – αν και δεν γράφτηκαν για τον Μίκη. Του ταιριάζουν, ωστόσο, απόλυτα:
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα
(Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα. ΚΓ’)
«Tης πατρίδας μου πάλι | * | ομοιώθηκα |
Mες στις πέτρες άνθισα | * | και μεγάλωσα |
Των φονιάδων το αίμα | * | με φως |
* | ξεπληρώνω | |
Mακρινή Mητέρα | * | Pόδο μου Aμάραντο» (Οδυσσέας Ελύτης, Το Αξιον Εστί) |
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ – γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
(Γιάννης Ρίτσος Ρωμιοσύνη)
Αγγελική Κώττη