Στάδιο, πένταθλο, ακόντιο, πάλη, πυγμαχία, παγκράτιο και ιππικοί αγώνες ήταν τα αγωνίσματα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Οι αγώνες κράτησαν πάνω από χίλια χρόνια, αλλά δεν προστέθηκαν πολλά αγωνίσματα, έτσι δεν διαρκούσαν τόσες μέρες όσες οι σημερινοί. Βεβαίως, υπήρχαν και τελετουργίες κατά τις ημέρες τέλεσής τους. Στην αρχαία Ελλάδα και ο αθλητισμός ξεκίνησε από τη θρησκεία και έμεινε αξεδιάλυτα δεμένος μαζί της ως το τέλος. Όταν κατέρρευσε το Δωδεκάθεο, κατέρρευσε και ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων.
Όλα ξεκίνησαν από τον δρόμο (στάδιον) που υπήρξε το παλαιότερο και σημαντικό άθλημα. Ο νικητής έδινε το όνομά του στην Ολυμπιάδα. Θεμελιωτές του, θεωρούνται διάφορα μυθικά πρόσωπα. Ανάμεσά τους ο γνωστός ήρωας Ηρακλής και οι Κουρήτες κ.ά. Στους αγώνες οι δρομείς έτρεχαν με γυμνά πόδια. Αρχικά φορούσαν και ένα περίζωμα, το οποίο όμως αργότερα καταργήθηκε.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια τέλεσης, διεξάγονταν τα παρακάτω είδη δρόμων:
Το στάδιο: δρόμος ταχύτητας ενός σταδίου, δηλαδή 600 ποδιών (αντιστοιχεί στο σημερινό δρόμο των 200 μ.). Το μήκος του σταδίου της Ολυμπίας μεταξύ των δύο βαλβίδων είναι 192,28 μ. Ως τη 13η Ολυμπιάδα (728 π. Χ.) το στάδιο ήταν το μοναδικό αγώνισμα στην Ολυμπία.
Ο δίαυλος: επίσης δρόμος ταχύτητας, με διπλή διαδρομή του σταδίου. Αντιστοιχεί με το σημερινό δρόμο των 400 μ.
Ο δόλιχος: (= μακρός). Δρόμος αντοχής 7 έως 24 σταδίων. Τις περισσότερες φορές η απόσταση ήταν καθορισμένη στα 20 στάδια, δηλαδή 3550-3800 μ. Το αγώνισμα εισήχθη στην 15η Ολυμπιάδα (720 π.Χ).
Ο οπλίτης: Εισάγεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 520 π.Χ., δηλαδή στην 65η Ολυμπιάδα. Πρόκειται για δρόμο ταχύτητας, όπου ο δρομέας έτρεχε φορώντας χάλκινη αμυντική πανοπλία (κράνος, κνημίδες, ασπίδα) και αργότερα μόνο κρατώντας ασπίδα.
Ο οπλίτης δρόμος είχε διαδρομή 2 ή 4 σταδίων και θεωρείται ως επικήδειος αγώνας προς τιμήν κάποιου νεκρού ήρωα.
Οι έφηβοι αγωνίζονταν μόνο στο απλό «στάδιο», δηλαδή στον αγώνα δρόμου μιας διαδρομής. Ο Παυσανίας μνημονεύει επίσης τον αγώνα δρόμου των «Ηλείων παρθένων», οι οποίες έπαιρναν μέρος ντυμένες με έναν κοντό χιτώνα, τον δεξιό ώμο γυμνό και τα μαλλιά λυτά.
Το πένταθλο
Το αποτελούσαν πέντε αγωνίσματα: το άλμα, ο δρόμος, το ακόντιο, ο δίσκος και η πάλη. Σύμφωνα με την παράδοση το δημιούργησε ο Ιάσων προς τιμήν του φίλου του Παλέα, ο οποίος είχε νικήσει στην πάλη, στους αγώνες που τέλεσαν οι Αργοναύτες στη Λήμνο, αλλά είχε έλθει δεύτερος σε όλα τα υπόλοιπα αγωνίσματα. Το άλμα, το ακόντιο και ο δίσκος αποτελούσαν αγωνίσματα μόνο του πεντάθλου, ενώ ο δρόμος και η πάλη διεξάγονταν και ξεχωριστά με δικό τους έπαθλο.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον νικητή του σταδίου ως «τον κάλλιστον των Ελλήνων». Δηλαδή, τον υπέρ-ολυμπιονίκη.
Το άλμα, το οποίο ήταν πάντα εις μήκος, πιθανόν να ήταν απλό, διπλό ή και τριπλό. Σύμφωνα με μαρτυρίες που υπάρχουν, κατά τη διεξαγωγή του άλματος παιζόταν αυλός, και η μουσική βοηθούσε καλύτερα τον άλτη να αποκτήσει ρυθμό στις κινήσεις του.
Ο δίσκος
Ο δίσκος εισήχθη το 632 π.Χ. με αρχικά λίθινους δίσκους, αργότερα όμως ήταν από χαλκό, μολύβι ή σίδερο. Όπως και σήμερα ήταν στρογγυλοί. Οι δίσκοι που διασώθηκαν ως τις μέρες μας, έχουν διάμετρο από 0,17 έως 0,34 μ. και βάρος από 1250 έως 6600 γραμμάρια. Οι μεγαλύτεροι πρέπει να ήταν αφιερώματα (όπως ο δίσκος του Κορίνθιου Ποπλίου Ασκληπιάδη, που φυλάσσεται στο Μουσείο της Ολυμπίας, νικητή στη 255η Ολυμπιάδα το 241 μ.Χ., ο οποίος φέρει εγχάρακτη επιγραφή αφιερωμένη στο Δία).
Το ακόντιο
Αγώνισμα που επίσης αναφέρεται στον Όμηρο και προέρχεται από τον πόλεμο και το κυνήγι. Δύο ήταν τα είδη του ακοντισμού: ο εκηβόλος, δηλαδή βολή του ακοντίου σε μήκος, και ο στοχαστικός, δηλαδή βολή σε προκαθορισμένο στόχο.
Το ακόντιο ήταν ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι μήκους 1,50-2 μ., με μυτερή την άκρη του, χωρίς μεταλλική αιχμή και πιο ελαφρύ από το πολεμικό. Ακόντια με αιχμή χρησιμοποιούσαν στο στοχαστικό ακοντισμό.
Η πάλη
Από τα πιο αγαπημένα αγωνίσματα στην αρχαία Ελλάδα ήταν η πάλη. Ο Όμηρος στα «άθλα επί Πατρόκλω» μας περιγράφει σκηνές πάλης. Ως εφευρέτης του αθλήματος αναφέρεται ο Θησέας αλλά και ο Ηρακλής (Εκτός των δύο μυθικών ηρώων, όμως, και θεοί αναφέρονται ως εφευρέτες του ίδιου αθλήματος, όπως ο Ερμής και η κόρη του Παλαίστρα.)
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες η πάλη εισήχθη ως ανεξάρτητο αγώνισμα στη 18η Ολυμπιάδα (708 π. Χ.), αλλά και ως αγώνισμα του πεντάθλου. Από την 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ) άρχισαν και οι παίδες να αγωνίζονται σε αυτήν.
Υπήρχαν δύο είδη πάλης: Στο πρώτο ο αθλητής είχε σκοπό να ρίξει τον αντίπαλο τρεις φορές με τους ώμους στο χώμα, ενώ στο δεύτερο ο αγώνας συνεχιζόταν ακόμα και στο έδαφος, μέχρι που ο νικημένος αναγκαζόταν να παραδεχτεί την ήττα του σηκώνοντας το χέρι.
Η πυγμαχία
Η πυγμή- πυγμαχία-, βίαιο και συχνά θανατηφόρο αγώνισμα ήταν ήδη γνωστή από τη μινωική και την μυκηναϊκή εποχή και αναφέρεται στον Όμηρο ως ένα από τα αγωνίσματα προς τιμήν του Πατρόκλου στις τελετουργίες μετά τον θάνατό του. Κατά τη μυθολογία την πυγμή εφηύρε ο Απόλλωνας, αλλά και ο Ηρακλής, ο Θησέας και άλλοι ήρωες. Εισάγεται στην 23η Ολυμπιάδα (688 π.Χ.), και για τους παίδες στην 41η (616 π.Χ.). Οι αντίπαλοι (πύκτες) αγωνίζονταν έως ότου ο ένας από τους δύο πέσει αναίσθητος ή παραδεχτεί την ήττα του. Τα ζεύγη των πυκτών καθορίζονταν με κλήρο. Στην αρχή φορούσαν ιμάντες στα χέρια, μετά λουρίδες από δέρμα στα δάχτυλα και τέλος, στη ρωμαϊκή εποχή, πυγμαχικό γάντι ενισχυμένο από σίδηρο και μολύβι.
Από τους ονομαστότερους πυγμάχους της αρχαιότητας ήταν ο Διαγόρας ο Ρόδιος, πατέρας της Καλλιπάτειρας.
Το παγκράτιο
Το δυσκολότερο άθλημα στους Ολυμπιακούς αγώνες ήταν αναμφισβήτητα το παγκράτιο, συνδυασμός της πάλης και της πυγμαχίας. Ο νικητής έπρεπε να νικήσει συνδυάζοντας την ευελιξία αλλά και την δύναμη της γροθιάς, συμβολίζοντας έτσι τον ηρωικό αγώνα του άοπλου πολεμιστή στην μάχη. Σε αντίθεση με την «καθαρή» πυγμαχία, οι αθλητές του παγκρατίου αγωνίζονταν με γυμνά χέρια και δεν χτυπούσαν με την γροθιά, αλλά με τα δάχτυλα.
Στην Ολυμπία εισάγεται στη 33η Ολυμπιάδα (648 π. Χ.). Το αγώνισμα διακρινόταν στο άνω ή ορθοστάνδην παγκράτιο (όταν οι αθλητές αγωνίζονταν όρθιοι) και στο κάτω παγκράτιο (όταν οι αντίπαλοι έπεφταν και συνέχιζαν κάτω).
Οι ιππικοί αγώνες
Οι αρματοδρομίες διεξάγονταν σε ιδιαίτερο στάδιο, το «ιπποδρόμιο», αγνώστων σήμερα διαστάσεων.
Ο πρώτος αγώνας αρματοδρομίας που αναφέρει η παράδοση είναι αυτός μεταξύ του Πέλοπα και του Οινομάου, βασιλιά της Πίσας, μύθος που συνδέεται άμεσα με την Ολυμπία. Αρματοδρομίες επίσης αναφέρει και ο Όμηρος, στους αγώνες που οργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού φίλου του Πατρόκλου. Προστάτης του αγωνίσματος της αρματοδρομίας θεωρείτο ο θεός Ποσειδώνας. Τα αγωνίσματα αρματοδρομιών στην Ολυμπία ήταν:
Το τέθριππο με άρμα που έσερναν τέσσερα άλογα
Η απήνη με δύο ημιόνους.
Η συνωρίδα με άρμα που έσερναν δύο άλογα.
Ακολούθησαν και τέθριππα και συνωρίδα πώλων.
Η νίκη ανήκε στους ιδιοκτήτες οι οποίοι μάλιστα στέφονταν νικητές, ενώ για τον ηνίοχο το βραβείο ήταν μια μάλλινη ταινία που ο ιππότροφος (ο ιδιοκτήτης δηλαδή του ίππου) του έδενε στο μέτωπο. Για το λόγο αυτό στην Ολυμπία έχουμε ονόματα γυναικών που αναφέρονται ως νικήτριες στις αρματοδρομίες (Κυνίσκα), παιδιών ή και πόλεων.
Τα ιππικά αγωνίσματα εισάγονται για πρώτη φορά στην 33η Ολυμπιάδα το 648 π.Χ. με τις ιπποδρομίες των τελείων κελήτων, το οποίο ήταν αγώνισμα με αναβάτη σε άλογο που έκανε έξι φορές το γύρο του ιπποδρόμου. Ο αναβάτης ίππευε γυμνός, δίχως εφίππιο και αναβολείς κρατώντας το μαστίγιο και τα ηνία, όπως απεικονίζεται σε διάφορες παραστάσεις αγγείων. Το εφίππιο πιθανότατα χρησιμοποιούσαν μόνο οι πολεμιστές.
Ο κότινος
Οι αγώνες ήταν στεφανίτες. Το άθλο, δηλαδή, ήταν ένα στεφάνι από κλαδί αγριελιάς, ο κότινος. Τα κλαδιά για τα στεφάνια των νικητών έκοβε από την Καλλιστέφανο ελιά που ήταν νοτίως του ναού του Διός, ένας «παις αμφιθαλής» (που ήταν δηλαδή στη ζωή οι γονείς του) με χρυσό ψαλίδι. Στη συνέχεια τα πήγαινε στο ναό της Ήρας και τα ακουμπούσε επάνω σε μία χρυσελεφάντινη τράπεζα. Από εκεί τα έπαιρναν οι Ελλανοδίκες για να στεφανώσουν τους νικητές. Για βραβείο χρησιμοποιούσαν ακόμη μάλλινες ταινίες τις οποίες έδεναν στο μέτωπο ή σε άλλα μέρη του σώματος των αθλητών.
Ανυπολόγιστη, όμως, ήταν η ηθική σημασία της νίκης στην Ολυμπία. Τις νίκες αυτές ύμνησαν μεγάλοι ποιητές, όπως ο Συμωνίδης, ο Βακχυλίδης και ο σπουδαιότερος όλων, ο Πίνδαρος. Ο Ολυμπιονίκης όταν επέστρεφε στην πόλη του απολάμβανε μεγάλες τιμές. Κατεδαφιζόταν ένα τμήμα των τειχών της πόλης, εφόσον πόλη που γέννησε Ολυμπιονίκη δεν είχε ανάγκη από τείχη, και από τη νέα είσοδο έμπαινε ο νικητής στην πόλη, ανεβασμένος σε ένα μεγαλόπρεπο τέθριππο άρμα. Στη συνέχεια ο νικητής πρόσφερε θυσία στο θεό προστάτη της πόλης και του αφιέρωνε το στεφάνι του. Ακολουθούσε εορταστικό δείπνο στο οποίο καθόταν όλη η πόλη. Τους δίνονταν πολλές ακόμα τιμές.
Οι τιμές και τα προνόμια των Ολυμπιονικών ποίκιλλαν από πόλη σε πόλη. Ωστόσο η σημαντικότερη τιμή του Ολυμπιονίκη ήταν το δικαίωμα του να τοποθετήσει το άγαλμά του στην ιερή Άλτη και ο επινίκιος, ο ύμνος δηλαδή που γραφόταν για να εξυμνήσει τη νίκη του. Οι δύο αυτές τιμές εξασφάλιζαν τη δόξα του και το όνομά του έμενε γνωστό για πάντα.
Στο επόμενο: υπήρχε αρχαίο ντόπινγκ;
* Με στοιχεία από διαδικτυακό αφιέρωμα του υπουργείου Πολιτισμού στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες