Αφού επί μήνες κατηγορούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση για όλα τα δεινά, ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν αναλαμβάνει τη Δευτέρα την εναλλασσόμενη προεδρία της, ενώ βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ απομονωμένος λόγω της θέσης του για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο πιο παλιός εν ενεργεία ηγέτης του ευρωπαϊκού συνασπισμού σκλήρυνε τον τελευταίο καιρό τη ρητορική του εναντίον «της τεχνοκρατικής ελίτ των Βρυξελλών», λέγοντας ότι «σπάει το κεφάλι του πώς να την βλάψει».
«Είναι σαν ένας κατηγορούμενος σε δίκη να βρίσκεται ξαφνικά στη θέση του εισαγγελέα», συνοψίζει ο Πολ Λαντβέ, συγγραφέας ενός βιβλίου για τον Βίκτορ Ορμπάν, και κάνει λόγο για μια «εντελώς παράλογη» κατάσταση.
«Οι δύο πλευρές παίζουν το παιγνίδι που θέλουν οι θεσμοί. Ευτυχώς το ματς δεν είναι αποφασιστικής σημασίας», σχολιάζει για το Γαλλικό Πρακτορείο, ζητώντας «να μην υπερεκτιμάται η σημασία» της προεδρίας αυτής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Βουδαπέστη θα συνεχίσει να μπλοκάρει θέματα κλειδιά και «να προσπαθεί να χαλαρώσει τους περιορισμούς» σχετικά με το κράτος δικαίου για να ανακτήσει τα χρήματά της.
Διότι οι διαφορές είναι πολλές και δισεκατομμύρια ευρώ σε κεφάλαια έχουν παγώσει εξαιτίας ανησυχιών για τη διαφθορά και τα επανειλημμένα πλήγματα στη δημοκρατία στη χώρα αυτή της κεντρικής Ευρώπης.
Στα ζητήματα γεωπολιτικής επίσης, η διχόνοια είναι πλήρης.
Αντίθετα από τους εταίρους του, ο Ορμπάν υποστηρίζει τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, από τον οποίο δανείστηκε το σύνθημα των έξι επόμενων μηνών – «Make Europe Great Again» («Να κάνουμε την Ευρώπη σπουδαία ξανά»).
Βρίσκεται κοντά στον κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ ενώ καλλιεργεί επίσης σχέσεις με το Κρεμλίνο και αρνείται να υποστηρίξει στρατιωτικά το Κίεβο.
Ήταν εντούτοις ένας νεαρός φιλελεύθερος όταν, στα 26 του, απέκτησε φήμη αψηφώντας το κομμουνιστικό καθεστώς στη Βουδαπέστη με μια φλογερή ομιλία υπέρ της ελευθερίας τον Ιούνιο 1989, στη διάρκεια φόρου τιμής στα θύματα της εξέγερσης του 1956 εναντίον του Κόκκινου Στρατού.
Συνιδρυτής ένα χρόνο νωρίτερα της Συμμαχίας Νέων Δημοκρατών (Fidesz), γίνεται το σύμβολο της φιλοδοξίας της Ουγγαρίας να απελευθερωθεί από τον ολοκληρωτισμό και να υιοθετήσει τις δυτικές αξίες.
Σήμερα ωστόσο, ο Βίκτορ Ορμπάν καταγγέλλει «την παρακμή της Δύσης» μπροστά στο «λόμπι των ΛΟΑΤΚΙ+» και στη συρροή μεταναστών από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, τους οποίους συχνά χαρακτηρίζει εν δυνάμει «τρομοκράτες».
Πρόκειται για την κατάληξη μιας μακράς πορείας προς την άκρα δεξιά.
Πρωθυπουργός το 1998 σε ηλικία μόλις 35 ετών, αναγκάζεται τέσσερα χρόνια αργότερα να αποχωρήσει από την εξουσία, ηττημένος στις κάλπες από τους σοσιαλιστές. Όταν επιστρέφει στην κυβέρνηση το 2010, αποφασίζει να εμπεδώσει την εξουσία του ώστε να μην υποστεί ποτέ πια αυτό που είχε βιώσει ως μια ταπείωνση.
Επανεκλεγόμενος έκτοτε με άνεση σε όλες τις βουλευτικές εκλογές, αυτός ο πατέρας πέντε παιδιών διεκδικεί την εφαρμογή μιας «ανελεύθερης δημοκρατίας».
«Στη διάρκεια των 14 τελευταίων ετών, ο Ορμπάν ευθυγραμμίσθηκε με την πουτινική ιδεολογία περί μιας Δύσης σε πλήρες χάος» και χαλιναγώγησης των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, αναλύει για το Γαλλικό Πρακτορείο ο Στέφανο Μποτόνι, ιταλοούγγρος ιστορικός του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας.
Υπό το φως αυτής της εξέλιξης είναι που πρέπει «να κατανοήσουμε τη θέση του» για τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, λέει. Αν ακουσει κανείς τον 61χρονο ηγέτη, δεν είναι τόσο η Μόσχα, όσο το ΝΑΤΟ και η ΕΕ που προκάλεσαν μια «παγκόσμια ανάφλεξη».
Πρόκειται για μια θέση που εκνευρίζει όλο και περισσότερο τους συμμάχους του. «Δεν αντιλαμβάνεται σε ποιο σημείο είναι τοξική», εκτιμά ο ειδικός, επειδή «για πολυάριθμες χώρες, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι το πιο σημαντικό ζήτημα αυτή τη στιγμή για τον επαναπροσδιορισμό της Ευρώπης».
Ακόμα και στους κόλπους της άκρας δεξιάς, αυτό οδηγεί «σε στρατηγικό αδιέξοδο», προσθέτει ο Μποτόνι. Είχε υποσχεθεί «να καταλάβει τις Βρυξέλλες» και να είναι «ρυθμιστικός παράγων. Τελικά πέφτει στην τρίτη κατηγορία».
Σε ρήξη εδώ και χρόνια με τους συντηρητικούς εταίρους του του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Fidesz δυσκολεύεται να βρεί μια νέα πολιτική ομάδα.
Εξασθενημένος διεθνώς, αμφισβητείται επίσης από την ανάδυση ενός νέου αντιπάλου, του συντηρητικού Πέτερ Μαγιάρ, καθαρό προϊόν του συστήματος Ορμπάν που μετατράπηκε σε διαφωνούντα.
Όμως δεν έχει σημασία, λέει η Αντρέα Πέτο, αναλύτρια του Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης (CEU): οι κακές ειδήσεις «δεν φθάνουν ποτέ στα αυτιά των ψηφοφόρων του», οι οποίοι ποτίζονται με προπαγάνδα, υποστηρίζει.
Ο Βίκτορ Ορμπάν, λάτρης του ποδοσφαίρου και γόνος φτωχής οικογένειας, έχει ένα μόνο στόχο, σύμφωνα με την ερευνήτρια: «να διατηρήσει, μαζί με το στενό κύκλο του από ολιγάρχες, τον έλεγχο» επί της χώρας.