Η έκθεση αυτή ολοκληρώνει την ανασκαφική περιπέτεια και προσθέτει έναν ακόμα χώρο στο Μουσείο της Ακρόπολης. Πρόκειται για το το «Μουσείο κάτω από το Μουσείο», το οποίο προσφέρει στους επισκέπτες τη σημαντικά βελτιωμένη δυνατότητα κατανόησης και ερμηνείας των υλικών καταλοίπων και της ιστορίας, μιας ολόκληρης γειτονιάς της αρχαίας Αθήνας, η οποία ανακαλύφθηκε κατά τις συστηματικές ανασκαφές, που διενεργήθηκαν στην περιοχή για την κατασκευή του Μουσείου και του Σταθμού «Ακρόπολη» του Μετρό της Αθήνας. Ενώπιον της Προέδρου της Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ η επίσημη απόδοση στο ελληνικό και το διεθνές κοινό του νέου και ιδιαίτερα σημαντικού μουσειακού χώρου, ο οποίος συμπληρώνει το Μουσείο.
Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, εξέφρασε, κατά την χθεσινή εκδήλωση, στον χαιρετισμό της, τη χαρά και την υπερηφάνεια της για εκείνους που συνέβαλαν καθοριστικά όχι μόνον στη δημιουργία και ανοικοδόμηση του Μουσείου Ακροπόλεως αλλά και ως, διεθνούς κύρους και εμβέλειας, Πολιτιστικό Οργανισμό, ο οποίος συγκαταλέγεται, παγκοσμίως, μεταξύ των κορυφαίων και δημοφιλέστερων του είδους του, κερδίζοντας πλήρως την αναγνώριση των ειδικών και το θαυμασμό των εκατοντάδων χιλιάδων επισκεπτών του ετησίως.
Στη συνέχεια η Λίνα Μενδώνη αναφέρθηκε διεξοδικά στη διεκδίκηση της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα: «Με την ίδρυση, ανέγερση, και προπαντός τη λειτουργία του Μουσείου της Ακρόπολης», είπε, «η χώρα μας κατέρριψε το μοναδικό -στο παρελθόν- αληθές και ισχυρό επιχείρημα των Βρετανών, ότι η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλες και αντάξιες υποδομές φιλοξενίας. Είναι πλέον ευρύτατα ‒σχεδόν καθολικά, και διεθνώς αποδεκτό- ότι η Ελλάδα στηρίζει την επιχειρηματολογία της διεκδίκησής της για την επανένωση των Γλυπτών, σε απτές αποδείξεις της ισχυρής της βούλησης και της έμπρακτης δυνατότητας και ικανότητάς της να τα προστατεύσει, να τα διατηρήσει, να τα αναδείξει και να τα διαχειριστεί με άρτιο επιστημονικά και τεχνικά τρόπο. Εδώ και δεκαετίες, υλοποιούμε ένα υποδειγματικό και πρότυπο έργο συντήρησης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του συνόλου των μνημείων της Ακρόπολης, του Παρθενώνα συμπεριλαμβανομένου. Εδώ και 15 χρόνια, είναι απολύτως σαφές ότι το επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά αντιθέτως, μετά τις αποκαλύψεις των τελευταίων ετών, έχει πλέον απολύτως αντιστραφεί. Πέραν της αρτιότητας των υποδομών και της λειτουργίας του Μουσείου της Ακρόπολης, η οργανική του διασύνδεση με το Βράχο και τα μνημεία της Ακρόπολης, η συμβιωτική του σχέση με το σύγχρονο και το αρχαίο, το υπερκείμενο και το υποκείμενο οικοδομικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο με το ιστορικό παρόν και παρελθόν της Αθήνας, το καθιστούν ιδανικό για να υποδεχθεί και να φιλοξενήσει το σύνολο των Γλυπτών του Παρθενώνα ως ενιαία και αδιαίρετη ενότητα. Το Μουσείο αυτό συνθέτει το βέλτιστο φυσικό και εννοιολογικό πλαίσιο, για την ανάδειξη, την ερμηνεία και την κατανόηση των αριστουργημάτων του».
Ο χώρος της ανασκαφής, στην αρχιτεκτονική πρόταση των Μπερνάρ Τσουμί και Μιχάλη Φωτιάδη, αντιμετωπίστηκε ως εκθεσιακή προέκταση του Μουσείου, ως φυσική και εννοιολογική του συνέχεια και ομφάλιος λώρος, που συνδέει το νέο κτήριο με το χώρο και το χρόνο. Πριν από πέντε χρόνια, η ανασκαφή κατέστη προσβάσιμη στους επισκέπτες, οι οποίοι απέκτησαν τη δυνατότητα, πέραν της ξενάγησης στις αίθουσες του Μουσείου, να περιηγούνται και στις υποκείμενες αρχαιότητες.
«Στο σημείο αυτό, είπε η Λίνα Μενδώνη, έχω το ηθικό χρέος να θυμηθώ προσωπικά και να θυμίσω δημόσια, τον αγώνα του Δημήτρη Παντερμαλή για την ανέγερση του Μουσείου, για την άριστη διευθέτηση των ανασκαφικών ευρημάτων, για την υπεράσπιση του συνολικού έργου, έναντι κάθε μορφής και χρώματος λαϊκισμού, που δεν δίστασε να εργαλειοποιήσει την ανασκαφή. Η ίδρυση και η υποδειγματική λειτουργία αυτού του Μουσείου, η σημερινή έκθεση των κινητών ευρημάτων στον χώρο της ανασκαφής, όλο το έργο συνολικά, είναι η αποστομωτική απάντηση σε όλους αυτούς, τους δήθεν λάτρεις των μνημείων, αλλά εν τοις πράγμασι στον χυδαίο λαϊκισμό, που και σήμερα μετέρχεται τα ίδια μέσα σε ανάλογες περιπτώσεις. Στα 5.5 στρέμματα ανασκαμμένου χώρου, αποδομήθηκαν 5,4 τ.μ. για να θεμελιωθεί το κτήριο του Μουσείου. Ο Δημήτρης Παντερμαλής και εγώ – ως ΓΓ του ΥΠΠΟ και Πρόεδρος του ΚΑΣ – 109 φορές περάσαμε το κατώφλι του ανακριτή».
Η γειτονιά, κάτω από το Μουσείο, χτισμένη στην απόληξη των πρανών της νότιας κλιτύος του βράχου της Ακρόπολης, φιλοξένησε, σχεδόν, αδιάλειπτα τη ζωή και τις δραστηριότητες κατοίκων της πόλης από την 4η χιλιετία π.Χ., έως και τον 12ο αι. μ.Χ. Δρόμοι, σπίτια, λουτρά, εργαστήρια, καταστήματα, νεκροταφεία συνυπήρξαν ή διαδέχθηκαν το ένα το άλλο στο πέρασμα του χρόνου στην ευρύτερη περιοχή. Για την περιοχή αυτή, ο Θουκυδίδης – στο δεύτερο βιβλίο του – αναφερόμενος στην ιστορία της Αθήνας, ιστορεί ότι είναι από τις αρχαιότερες της πόλης και με ορισμένα από τα παλαιότερα και πλέον σεπτά ιερά της. Μέχρι που ερήμωσε και εγκαταλείφθηκε, σε μια περίοδο που στο σύνολό της η Αθήνα παρήκμαζε και συρρικνωνόταν.
«Εδώ, σ’ αυτόν τον χώρο, επεσήμανε η Υπουργός, δημιουργήθηκε ένα σύνθετο και εξαιρετικά ενδιαφέρον, ιστορικά και αρχαιολογικά, παλίμψηστο χρήσεων και οικοδομημάτων, αντιπροσωπευτικό της ζωής των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά και της κοινωνικής και πνευματικής ελίτ διαδοχικών περιόδων. Σήμερα, η μόνιμη έκθεση των περισσότερων από 1100 κινητά ευρήματα των ανασκαφών, το «Μουσείο κάτω από το Μουσείο», έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα της αρχαίας γειτονιάς. Χωροθετημένο στις νότιες παρυφές του αρχαιολογικού χώρου, εντάσσεται αρμονικά στη διαδρομή του επισκέπτη συμβάλλοντας στην καλύτερη κατανόηση της καθημερινότητας των ανθρώπων, που έζησαν εδώ για περισσότερο από 4.500 χρόνια».
Κλείνοντας, η Λίνα Μενδώνη ευχαρίστησε τόσο τον Γενικό Διευθυντή Νίκο Σταμπολίδη όσο και το προσωπικό του Μουσείου, «επειδή το Μουσείο δεν είναι το κέλυφος και οι υποδομές του αλλά πρωτίστως οι άνθρωποί του, που το ίδρυσαν και το δημιούργησαν, με πρώτον τον αείμνηστο φίλο Δημήτρη Παντερμαλή. Η έκθεση που εγκαινιάζεται αποτελεί φόρο τιμής στη μνήμη του». Ευχαρίστησε, επίσης, τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα, για τη γενναιόδωρη χορηγία του, με την οποία χρηματοδοτήθηκε η έκθεση «του Μουσείου κάτω από το Μουσείο».
Ο γενικός διευθυντής του Μουσείου καθηγητής Νικόλαος Σταμπολίδης, είπε ανάμεσα σε άλλα, ενθυμούμενος τους στίχους του Καβάφη “Η πόλις θα σ’ ακολουθεί / Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους / Και στις γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς…”:
«Μια γειτονιά αυτής της πόλης, της Αθήνας, είναι κι αυτή στην οποία βρισκόμαστε όλοι απόψε εδώ, να ψηλαφήσουμε, σαν τον “βασιλιά της Ασίνης”, την αφή των ανθρώπων πάνω στις πέτρες, σε ερείπια ζωής που μετρά σε βάθος τεσσερισήμισι χιλιάδες (4.500) χρόνια.
Στα επάλληλα στρώματα κατοίκησής της να διαβάσουμε -ο καθένας με το μέτρο και τον τρόπο του- αυτά που οι αρχαιολόγοι, ως άλλοι χειρουργοί, έφεραν στο φως από το σώμα της γης κι απ’ το βάθος του χρόνου.
Για να παραλλάξω αισιόδοξα του στίχους τους Μ. Αναγνωστάκη: να ζωντανέψω τους ίσκιους των σπιτιών και να περπατήσω πάνω σε δρόμους παλιούς, σε μια πόλη που δεν είναι νεκρή αλλά την ανασυνθέτει κανείς στη φαντασία του, μέσα από τα υλικά της κατάλοιπα, αντικείμενα και σπαράγματα έργων: αγάλματα, ανάγλυφα, αγγεία, τερακότες, νομίσματα, κοσμήματα και παιχνίδια: από πηλό, πέτρα και μάρμαρο, γυαλί κι ελεφαντόδοντο, χαλκό και ασήμι…
1150 (χίλια εκατόν πενήντα) αντικείμενα σε μια προθήκη μήκους 35 μέτρων που μοιάζει με φωτεινή ρωγμή του χρόνου, σαν σχισμή στον χώρο και σαν τελευταίο στρώμα πάνω στα αρχαιολογικά στρώματα της ανασκαφής, που βλέπετε γύρω σας.
Κατόπιν συνεχίζεται με μια προθήκη, η οποία φιλοξενεί μνήμες από την καταστροφή της Αθήνας από τον Σύλλα το 86 π.Χ.
Το πέρας του Μουσείου της ανασκαφής ορίζεται από μια περίκλειστη αίθουσα με αγάλματα και ανάγλυφα θεών και ανθρώπων: Αθηνές, Αρτέμιδες, Κυβέλες, Αφροδίτες και Ασκληπιούς, θεούς κοντά στους Αθηναίους και στις επικλήσεις τους για την προστασία της πόλης, για την ανάπτυξη των παιδιών τους, για τον έρωτα και τη γιατρειά του ανθρώπινου πόνου αλλά και πορτραίτα οικείων σε μάς φιλοσόφων, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη… ακόμα και της αυτοκράτειρας Ευδοκίας.
Όλα αυτά, ανάμεσα σε άλλα πολλά, μοιρασμένα διδακτικά, ‘μιλούν’ εύγλωττα για τις δραστηριότητες των ανθρώπων: ανδρών, γυναικών και παιδιών, για την υγεία και την υγιεινή, την εργασία, το εμπόριο, τις συναλλαγές, την οικονομία, τις δοξασίες και τις πίστεις τους, τις πνευματικές τους αναζητήσεις.
Έργα διαφορετικά από την αρχιτεκτονική τελειότητα των μνημείων του Ιερού Βράχου και την παράδοση της ψυχής στην αισθητική εποπτεία των εκθεμάτων του Μουσείου Ακρόπολης, το Μουσείο της ανασκαφής, «το Μουσείο κάτω από το Μουσείο» αναδεικνύει και αναφέρεται σε πράγματα καθημερινά, που βρίσκονται κοντά και αγγίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη, που συγκινούν!»
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας είπε ανάμεσα σε άλλα στον δικό του χαιρετισμό: Θεωρώ βαρύνουσας σημασίας το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος βοήθησε να εξασφαλιστεί για το κοινό άμεση οπτική και νοηματική σύνδεση των ερειπίων του αρχαιολογικού χώρου με τέτοιου είδους καθημερινά αντικείμενα, που δρασκελίζουν τόσες ιστορικές περιόδους.
Ο χώρος που φιλοξενεί την έκθεση αναπτύχθηκε στη νότια απόληξη της ανασκαφής, εντός του περιγράμματος του κτηρίου του Μουσείου, ώστε να εντάσσεται στη διαδρομή του επισκέπτη μέσα από τον χώρο της ανασκαφής. Πρόκειται για έναν επιμήκη χώρο επιφάνειας περίπου 210 τετραγωνικών μέτρων, με συνολικό ανάπτυγμα τοίχων περίπου 55 μέτρα, μέσα στον οποίο τοποθετήθηκαν οι ειδικές προθήκες και κατασκευές.
Είμαστε πραγματικά υπερήφανοι που η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία και στο παρελθόν έχει βοηθήσει στην ανάδειξη στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού,συνέδραμε και τώρα να συμπληρωθεί η μόνιμη έκθεση του Μουσείου της Ακρόπολης, αποδίδοντας στο κοινό έναν χώρο που αναδεικνύει και ερμηνεύει το ιστορικό παρελθόν με εύληπτο και διδακτικό τρόπο.»
«Στόχος μας εξαρχής ήταν μία έκθεση λιτή και καθαρή, εύκολα αναγνώσιμη από το ποικιλόμορφο κοινό του Μουσείου» τόνισε τη δική της ομιλία η διευθύντρια Συλλογών και Εκθέσεων του Μουσείου Ακρόπολης Σταματία Ελευθεράτου. Η αρχαιολόγος ήταν επικεφαλής της ανασκαφής στο οικόπεδο Μακρυγιάννη και είναι εκείνη που έστησε το μουσείο. «Ο σχεδιασμός της αξιοποίησε άριστα τις ιδιαιτερότητες του χώρου και δημιούργησε ένα μη συμβατικό, αλλά συμβατό με το ύφος του Μουσείου, εκθεσιακό περιβάλλον» συνέχισε. «Χρώματα, υφές και υλικά συνεργάζονται για να αναδείξουν τα αντικείμενα που άφησαν πίσω τους οι άνθρωποι που έζησαν εδώ από την τέταρτη χιλιετία π.Χ. έως και τον 12ο αι. μ.Χ.
Ο πλούτος και η ποικιλία των εκθεμάτων υπενθυμίζουν ότι η γειτονιά υπήρξε ένας ζωντανός οργανισμός με κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές και πνευματικές λειτουργίες. Για περισσότερο από 4.500 χρόνια Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι πολίτες, μέτοικοι και δούλοι, αξιωματούχοι, έμποροι και βιοτέχνες, γεωργοί και γαιοκτήμονες, άνθρωποι διαφορετικών εθνικών προελεύσεων και θρησκευτικών αντιλήψεων, γεννιόνταν, ζούσαν και δημιουργούσαν εδώ.
Η δημιουργία μίας έκθεσης με μόνιμο χαρακτήρα σε συνθήκες ημιυπαίθριου χώρου, όπου η θερμοκρασία και η υγρασία φτάνουν κάποτε σε ακραίες τιμές, ήταν ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί. Και κερδήθηκε. Πολύπλοκες μηχανολογικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις εξασφαλίζουν θερμική σταθερότητα και εγγυώνται τη διατήρηση και των πιο ευαίσθητων εκθεμάτων, πιστοποιημένα υλικά προσφέρουν πλήρη στεγανότητα και εκμηδενίζουν την εκπομπή επιβλαβών ρύπων και προηγμένα συστήματα ασφαλείας προστατεύουν έναντι κακόβουλων ενεργειών.»
Αγγελική Κώττη