Την καταδίκη της Ελλάδας για μη εκτέλεση απόφασης του 2012 η οποία ζητούσε την ανάκτηση των παράνομων κρατικών ενισχύσεων ύψους πάνω από 230 εκατ. ευρώ που είχαν δοθεί στα Ελληνικά Ναυπηγεία (ΕΝΑΕ), αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επιβάλλοντας χρηματικές κυρώσεις.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα υποχρεώνεται να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό 10 εκατομμυρίων ευρώ και χρηματική ποινή άνω των 7 εκατομμυρίων ευρώ ανά εξάμηνο καθυστέρησης. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που είχε βάλει η Επιτροπή με προειδοποιητική επιστολή το 2014 (ήτοι την 27η Ιανουαρίου 2015), η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου του 2012 και, αφετέρου, ότι η παράβαση αυτή εξακολουθούσε να υφίσταται έως την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από το Δικαστήριο.
Σύμφωνα με το ιστορικό που παρουσιάζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφασή του, η υπόθεση άνοιξε το 2008, όταν η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία τα μέτρα που είχε λάβει η Ελλάδα μεταξύ 1996 και 2003 υπέρ των ναυπηγείων (εισφορές κεφαλαίου, παροχή εγγυήσεων και χορήγηση δανείων) ήταν ενισχύσεις μη συμβατές προς την εσωτερική αγορά και έπρεπε να ανακτηθούν αμέσως.
Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, το Δικαστήριο επισημαίνει τον θεμελιώδη χαρακτήρα των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καθώς και το αξιοσημείωτο ύψος του ποσού της ενισχύσεως που δεν έχει ανακτηθεί και το γεγονός ότι η αγορά του ναυπηγικού κλάδου είναι διασυνοριακή. Το Δικαστήριο διαπιστώνει επίσης την επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά της Ελλάδας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τη σημαντική διάρκεια της παράβασης (6 έτη από τη δημοσίευση της απόφασης του 2012). Για την εκτίμηση της ικανότητας πληρωμής της Ελλάδας, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το κριτήριο του αριθμού ψήφων που διέθετε το κράτος-μέλος αυτό στο Συμβούλιο ή το νέο σύστημα διπλής πλειοψηφίας. Έλαβε υπόψη, ως κυριότερο στοιχείο, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας καθώς και το μέγεθος της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα (μείωση του ΑΕΠ άνω του 25% μεταξύ του 2010 και του 2016).
Υπενθυμίζεται ότι, αφού τέθηκε υπό εκκαθάριση, η ENAE εξαγοράστηκε το 1985 από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), τράπεζα που ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο. Η ΕΝΑΕ ιδιωτικοποιήθηκε το 2001 και στη συνέχεια πωλήθηκε το 2005 στην ThyssenKrupp AG. Τέθηκε υπό τον έλεγχο της Abu Dhabi Mar LLC η οποία εξαγόρασε, το 2009, το 75,1 % των μετοχών της ΕΝΑΕ που κατείχε η ThyssenKrupp. Το 2010, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπείχε από την απόφαση του 2008, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του εν λόγω κράτους-μέλους. Με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της.
Το 2012, το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε νόμο βάσει του οποίου καταργήθηκε το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ορισμένων γεωτεμαχίων που είχε παραχωρηθεί στην ΕΝΑΕ. Το 2014, η Ελλάδα θέσπισε, για λόγους εθνικής ασφαλείας, έναν άλλο νόμο δυνάμει του οποίου ανεστάλη κάθε μορφής αναγκαστική εκτέλεση κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ. Εντός του έτους αυτού, η Επιτροπή απέστειλε στις ελληνικές αρχές προειδοποιητική επιστολή τάσσοντας προθεσμία δύο μηνών για τη συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2012 με την οποία είχε διαπιστωθεί η μη εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής του 2008. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν αναφερόμενες στην κωλυσιεργία και την πλήρη έλλειψη συνεργασίας από πλευράς της ΕΝΑΕ. Τον Δεκέμβριο του 2015, οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην ΕΝΑΕ εντολή ανάκτησης ποσού 523.352.889,23 ευρώ (περίπου 80 % του προς ανάκτηση ποσού). Τον Φεβρουάριο του 2017, οι ελληνικές αρχές κίνησαν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές δραστηριότητές της, αλλά δεν ανέκτησαν κανένα ποσό, λόγω προηγούμενων κατασχέσεων από άλλους πιστωτές και λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης. Το 2017, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα εξακολουθούσε να μη συμμορφώνεται με την απόφαση του 2012, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει εκ νέου προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του εν λόγω κράτους-μέλους. Τον Ιούνιο του 2017, οι ελληνικές αρχές κάλεσαν την ΕΝΑΕ να καταβάλει το εναπομένον 20% του ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων (95.098.200,99 ευρώ), όμως η καταβολή του ποσού αυτού δεν έλαβε χώρα. Τον Μάρτιο του 2018, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) υπήγαγε την ΕΝΑΕ σε ειδική διαχείριση. Τον Μάρτιο του 2018, οι ελληνικές αρχές επιχείρησαν να αναγγείλουν στον ειδικό διαχειριστή της ΕΝΑΕ τις απαιτήσεις της Ελλάδας σχετικά με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων. Τον Ιούνιο του 2018, η ΕΝΑΕ, διά πρωτοκόλλου παράδοσης-παραλαβής, παρέδωσε την κατοχή των γεωτεμαχίων των οποίων η αποκλειστική χρήση τής είχε παραχωρηθεί.
Το Μάιο του 2018, ο γενικός εισαγγελέας Melchior Wathelet στην εισήγησή του προς το Δικαστήριο διαπίστωνε τόσο ότι οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ανακτήσει κάποιο ποσό από τη μη συμβατή ενίσχυση όσο και ότι το προς ανάκτηση ποσό προσαυξάνεται συνεχώς με τους σχετικούς τόκους και υπερέβαινε, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζήτησης (15/3/2018), τα 670 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι περισσότερο από 2,6 φορές το αρχικό ποσό. Ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε επομένως στο Δικαστήριο να επιβάλει την ακόλουθη ποινή:
– Κατ΄ αποκοπήν πρόστιμο 13 εκατ. ευρώ, καθώς και καταβολή εξαμηνιαίου προστίμου ύψους 9,5 εκατ. ευρώ, το οποίο θα προσαυξάνεται κατά 2 εκατ. ευρώ για κάθε εξάμηνο που καθυστερεί η συμμόρφωση της χώρας.