Για δεκαετίες μια από τις βασικές συντεταγμένες του διεθνούς συστήματος, η οποία λίγο πολύ εξασφάλιζε και μια σταθερότητα, ήταν η αποκαλούμενη αμερικανική αποτροπή. Τα τελευταία χρόνια, και ειδικά το τελευταίο διάστημα ένα ερώτημα που απασχολεί τους αναλυτές, αλλά και τους διαμορφωτές εξωτερικής πολιτικής, είναι εάν πλέον, η αμερικανική αποτροπή είναι πολύ αδύναμη. Δυστυχώς, η απάντηση είναι: Ποια αποτροπή; Η Αμερική της κυβέρνησης Μπάιντεν, η εφαρμογή μιας εξωτερικής πολιτικής αντιποίνων που ανακατεύουν την άμμο. Μια δύναμη Αμερική, η οποία με την πολιτική της, όχι μόνο δεν αποτρέπει συγκρούσεις, αλλά τις φέρνει όλο και πιο κοντά.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Και πριν κάποιοι βιαστούν να μιλήσουν για πολεμοχαρείς και όλα τα γνωστά επιχειρήματα για το ρόλο της Αμερικής, εδώ μιλάμε για κάτι ακριβώς αντίθετο. Οι αντίπαλοι της Αμερικής, από τους ισχυρούς μέχρι τους μικρούς και ετερόκλητους, έχουν δείξει ότι οι προσπάθειες εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν δεν ήταν πολύ αδύναμες αλλά ανύπαρκτες. Ο πόλεμος χαρακωμάτων επέστρεψε στην Ευρώπη στην Ουκρανία, για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τα πολλά. Ο Πούτιν αντί να αποθαρρυνθεί από την Ουάσιγκτον, ενθαρρύνθηκε να ξεκινήσει μια παράνομη εισβολή. Η τρέχουσα αστάθεια του κόσμου δεν είναι το αποτέλεσμα της υπερβολικής αμερικανικής παρέμβασης στις διεθνείς υποθέσεις. Είναι συνέπεια της έλλειψης παρέμβασης και στρατηγικής.
Η απόσυρση της Αμερικής, από το Αφγανιστάν παραδίδοντάς το, ουσιαστικά, στους Ταλιμπάν, δίνοντάς τους δισεκατομμύρια σε στρατιωτικό εξοπλισμό, έστειλε το μήνυμα, ότι η Αμερική είναι αρκετά αδύναμη για να αποτρέψει την επιθετικότητα. Δεν είναι περίεργο πληρεξούσιοι του Ιράν αισθάνονται σίγουροι να ξεκινήσουν μια εκστρατεία τρομοκρατίας και βαρβαρότητας εναντίον του Ισραήλ, της παγκόσμιας ναυτιλίας και των αμερικανικών δυνάμεων.
Η αμερικανική αδυναμία επιτρέπει το χάος και οδηγεί σε ανθρώπινο πόνο. Τώρα δεν είναι η ώρα για τις ΗΠΑ να μειώσουν την παρουσία τους στην παγκόσμια σκηνή. Είναι ώρα να αποκτήσει στρατηγική και να ανακτήσει την αξιοπιστία της. Η επιτυχής αποτροπή αποτρέπει τις επιθέσεις και διασφαλίζει τη σταθερότητα, προστατεύοντας παράλληλα τους συμμάχους.
Η πολιτική που εφαρμόζει σήμερα η Ουάσιγκτον και η εικόνα που παρουσιάζει διεθνώς, είναι τρομερά επικίνδυνη και όσο συνεχίζει σε αυτή την πορεία, ο κίνδυνος ενός ακόμη πολέμου, πιο επικίνδυνου και με μεγαλύτερο κόστος από αυτόν στην Ουκρανία, έρχεται όλο και πιο κοντά.
Πουθενά αλλού, αυτό δεν είναι πιο ξεκάθαρο, από τι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και ειδικά την πολιτική απέναντι στο Ιράν.
Όταν η Αμερική και οι δυνάμεις της, δέχεται διαδοχικές επιθέσεις, από τρομοκρατικές δυνάμεις που στηρίζονται απροκάλυπτα από το Ιράν, και η αντίδραση του Λευκού Οίκου, είναι να προειδοποιήσει ότι θα αντεπιτεθεί αναλογικά, εκφράζοντας την ευχή αποφυγής ενός ευρύτερου πολέμου, το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτός ο ευρύτερος πόλεμος γίνεται όλο και πιο πιθανός.
Το καθεστώς της Τεχεράνης, δεν βλέπει μια Αμερική αποφασισμένη να αποτρέψει την επιθετική στρατηγική αποσταθεροποίησης που εφαρμόζει. Βλέπουν τον κατά συρροή κατευνασμό της κυβέρνησης Μπάιντεν, ως πολλαπλασιαστή ισχύος αυτών των αντιλήψεων για την αμερικανική αδυναμία. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η κυβέρνηση Μπάιντεν ικέτευσε για μια ανανεωμένη συμφωνία με το Ιράν. Προσπάθησε να εξασφαλίσει ηρεμία διαγράφοντας τους Χούθι από τη λίστα της τρομοκρατίας, στέλνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στη Χαμάς και τους ριζοσπάστες Παλαιστίνιους με στόχο να εξασφαλίσει ηρεμία.
Το Ιράν ανάγκασε την κυβέρνηση Μπάιντεν να αποξενώσει δημοσίως την κυβέρνηση Νετανιάχου και να προωθήσει την κατάπαυση του πυρός πιέζοντας το Ισραήλ. Και έχει βοηθήσει να πυροδοτηθούν διεθνείς διαμαρτυρίες υπέρ της Χαμάς σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, που οι δειλές και πειθήνιες αριστερές κυβερνήσεις φοβούνται ότι θα μπορούσαν να χάσουν τις εκλογές.
Αλλά το πιο επιζήμιο στην όλη ιστορία είναι οι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης που εκστομίζουν το ίδιο κενό σενάριο μετά από κάθε επίθεση εναντίον αμερικανικών δυνάμεων και δυτικών συμφερόντων. Οι ΗΠΑ θα απαντήσουν στον χρόνο και τον τόπο της επιλογής τους. Οι ΗΠΑ δεν βρίσκουν άμεσες αποδείξεις ιρανικής εμπλοκής, αν και σαφώς έχουν προμηθεύσει τους επιτιθέμενους. Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν έναν ευρύτερο πόλεμο και δεν έχουν σχέδια να επιτεθούν στο ίδιο το Ιράν.
Μετάφραση στους ανά τον κόσμο εχθρούς της Αμερικής και της Δύσης, η Ουάσιγκτον δεν είναι σε θέση να αποτρέψει, πόσο μάλλον να κερδίσει, έναν πόλεμο σε όλη τη Μέση Ανατολή που ο δικός της, κατά συρροή κατευνασμός, έχει σχεδόν γεννήσει.
Ο Αμερικανός πρόεδρος και το επιτελείο του, έχουν ξεχάσει την αρχαία σοφία ότι η προετοιμασία δυνατά μόνο για ειρήνη εγγυάται πόλεμο. Για να αποτρέψει τον πόλεμο, θα πρέπει να επιστρέψει στις πετρελαϊκές κυρώσεις κατά του Ιράν, να επιβάλει εμπάργκο στις τραπεζικές συναλλαγές του, να επιβάλει ταξιδιωτική απαγόρευση στο Ιράν και τους συμμάχους του, να διακόψει κάθε βοήθεια προς τη Χαμάς και τη Δυτική Όχθη και να αποκαταστήσει τον πραγματικό χαρακτηρισμό των Χούθι ως τρομοκρατών.
Η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει να φλυαρεί άσκοπα. Όταν μιλάει, θα πρέπει να το κάνει μεταφέροντας αποφασιστικότητα και μη προβλέψιμη αντίδραση. Και αν, και όταν, η Αμερική αποφασίσει να χτυπήσει, θα πρέπει να το κάνει με σιωπηλό και καταστροφικό τρόπο.
Όταν δέχεται διαδοχικές επιθέσεις, και απαντά δημόσια ότι θα αντεπιτεθεί μόνο αναλογικά και ευχόμενη να μην υπάρξει ευρύτερος πόλεμος, αυτό που εξασφαλίζει είναι ένας μεγάλος και άσχημος.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.