Το νερό έχει μνήμη αιώνων και ακολουθεί, εφόσον υπάρχει η ευκαιρία, πανάρχαιους δρόμους. Ετσι και στη Θεσσαλία, τα νερά από τις καταρρακτώδεις βροχές και την υπερχείλιση των ποταμών, «ζωντάνεψαν» ξανά τη λίμνη Κάρλα σε ολόκληρο το μέγεθός της και το λιμναίο περιβάλλον της νεολιθικής εποχής. Όπως λέει η Δρ Νίνα Κυπαρίσση – Αποστολίκα, επίτιμη διευθύντρια του υπουργείου Πολιτισμού στο Thepresident.gr, όσα βλέπουμε σήμερα στην περιοχή, είναι παρόμοια με όσα έβλεπαν οι προϊστορικοί κάτοικοι, περίπου 10.000 χρόνια πριν από τη χρονολογία μας.
Η αρχαιολόγος, η οποία κατάγεται από την περιοχή και την έχει ερευνήσει επιστημονικά και ανασκαφικά, αναφέρει πως σύμφωνα με τον διαπρεπή καθηγητή γεωλογίας Ρικάρντο Καπούτο, στη θέση Πηνειάδα, στο στενό μεταξύ Τρικάλων και Λάρισας (μακριά από την Κάρλα πάντως) έρρεε ο ποταμός Τιταρήσιος, όμως από κάποια φαινόμενα έστρεψε η ροή του. Ετσι, ενώ διοχέτευε τα νερά του προς δυσμάς, ξαφνικά τα διοχέτευε ανατολικά. Τα νερά ενώθηκαν με τα νερά του Πηνειού και έτσι έγινε η διάνοιξη των Τεμπών (κατά την ελληνική μυθολογία, ο Πηνειός ήταν γιος του Ωκεανού και της Τιθύος, όπως όλοι άλλωστε οι ποταμοί κατά την ιδεοανθρωπόμορφη τότε αντίληψη.)
Οι οικισμοί στην περιφέρεια της λίμνης ήταν πολλοί, από τη νεολιθική εποχή και μετά, εξηγεί η κα Κυπαρίσση. Αλλωστε, η Κάρλα περιγράφεται διαχρονικά από συγγραφείς και ταξιδιώτες σαν επίγειος παράδεισος, κατά τα ιστορικά χρόνια. Η λίμνη αποξηράνθηκε, όμως, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, γεγονός που προκάλεσε σοβαρές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν αμέσως μετά, αποφασίζεται πως πρέπει να αποκατασταθεί.
«Η λίμνη Κάρλα είναι μια από τις σημαντικότερες λίμνες της Ελλάδας, σημαντικός υγρότοπος της Μεσογείου με εξαιρετικό παραγωγικό οικοσύστημα και με οικολογική, οικονομική και κοινωνικοπολιτιστική αξία. Η αρχική έκτασή της ήταν περίπου 120 τετρ.χλμ.», σημειώνει ο κ. Στέφανος Δόδουρας, (Το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Ανθρωπο έχει εκδώσει έναν ειδικό περιπατητικό οδηγό).
Η ιστορική «διαδρομή» της λίμνης, πλούσια: «Εκεί τοποθετείται το μυθικό βασίλειο του Αδμήτου και της Αλκηστης, υπάρχουν ίχνη οικισμών από τη μεσολιθική ώς τη μεταβυζαντινή περίοδο, συνδέεται με τον ξεσηκωμό των κολίγων της Θεσσαλίας αλλά και με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έσφυζε από ζωή με τους ψαράδες της περιοχής και τα κοπάδια των Βλάχων της Πίνδου».
Οσο για το φυσικό περιβάλλον, «πρόκειται για κάτι ξεχωριστό: έχει την πιο εύφορη πεδιάδα της χώρας στα δυτικά και τους ορεινούς όγκους της Οσσας, του Μαυροβουνίου και του Πηλίου στα ανατολικά. Το 1964, όταν Γάλλοι ορνιθολόγοι επισκέπτονται την ήδη μισοκατεστραμμένη Κάρλα, καταγράφουν έναν αριθμό πουλιών που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με το Δέλτα του Δούναβη».
Ποια ήταν όμως η συνέχεια της πολυκύμαντης ζωής της λίμνης; «Αμέσως μετά την αποξήρανσή της τη δεκαετία του ’60, άρχισαν οι μελέτες αποκατάστασής της!». Σχεδόν στο 1/3 της αρχικής έκτασής της η λίμνη πλέον, παλεύει να ξαναβρεί την ταυτότητά της. Σήμερα (πριν από τις πλημμύρες φυσικά) είναι ένας τεχνητός υγρότοπος 38 τετρ. χλμ., που φιλοδοξεί να γίνει πάλι μέρος της καθημερινής ζωής του τόπου. Το νερό προέρχεται κυρίως από τον Πηνειό.
Τα έργα επανασύστασης ξεκίνησαν το 2000, και τα νερά άρχισαν να ρέουν ξανά το 2009. Οι αρχαιολόγοι έκαναν χρόνια ανασκαφές, και εντόπισαν, σύμφωνα με την κα Κυπαρίσση, βρίσκοντας οικισμούς στην περιφέρειά της από τη νεολιθική εποχή μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια. Εντύπωση προξενούν, ανάμεσα σε άλλα, οι νεολιθικές μαγούλες, για τις οποίες τα τελευταία χρόνια, ύστερα από διασκοπήσεις εδάφους με χρήση γεωραντάρ, γνωρίζουμε πως είναι εκατοντάδες. Όμως, δεν σώζονται όλες σε καλή κατάσταση. Ηταν φτιαγμένες σε λοφίσκους με πολύ χαμηλό ύψος, παρόλα ταύτα τη σημερινή εποχή συχνά γίνονται στην επιφάνεια του εδάφους αρόσεις. «Πάντως, αυτό που βλέπουμε, είναι πως όπου διαταράσσεται η Φύση με αποξηράνσεις ή φράγματα, θέλει να επανέλθει» καταλήγει η αρχαιολόγος, η οποία θυμάται πως μέχρι και κατά τη δεκαετία του 60 στην περιοχή υπήρχαν έλη.
Δεκατρία χρόνια έσκαβαν οι αρχαιολόγοι τριών Εφορειών Αρχαιοτήτων στην αποξηραμένη λίμνη Κάρλα, στη Θεσσαλία, πριν αρχίσει να κατακλύζεται πάλι (το 2009) από νερό, αποκαλύπτοντας μια σειρά από παραλίμνιους οικισμούς από την 7η χιλιετία π.Χ. μέχρι τα ελληνιστικά και βυζαντινά χρόνια. Η Βασιλική Σισμάνη- Αδρύμη, επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού έχει περιγράψει συνοπτικά και επιστημονικά την εικόνα που είχε η λίμνη κατά την αρχαιότητα.
Τότε λεγόταν Βοιβηίς και εκτεινόταν στην ευρύτερη πεδιάδα της ανατολικής Θεσσαλίας, μεταξύ Μαγνησίας και Λάρισας. Ηταν πολύ πλούσια και γύρω της ζούσαν αγρότες και ψαράδες, σύμφωνα με την κ. Αδρύμη. Δημιουργήθηκε πριν από 500.000 χρόνια μετά την αποστράγγιση του θεσσαλικού χώρου που ήταν ολόκληρος μια λίμνη. Η ακτογραμμή της δεν ήταν σταθερή. Άλλαζε το περίγραμμά της ανάλογα με τον όγκο των βροχοπτώσεων.
Οι περισσότεροι οικισμοί βρέθηκαν κατά μήκος των αρχαίων συλλεκτήρων (δηλαδή των αγωγών μήκους 2- 5 χλμ.) που μάζευαν τα νερά από τους λόφους και τα διοχέτευαν στη λίμνη. Η αρχαία Βοιβηίς υμνήθηκε διαχρονικά από αρχαίους συγγραφείς, τον Ομηρο, τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, τον Ηρόδοτο, ενώ αναφέρεται ότι έστειλε καράβια στην Τροία, όπως λέει η έμπειρη αρχαιολόγος.
Ζωή πέριξ της λίμνης υπήρχε τουλάχιστον από την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, όπως δείχνει ένας οικισμός που βρέθηκε στη θέση «Θερμοκήπια» πολύ καλά διατηρημένος, σύγχρονος του Σέσκλου. Ο οικισμός αυτός (7ης και 6ης χιλιετίας π.Χ.) καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στα βορειοανατολικά της λίμνης.
Ο Ευριπίδης στην «Αλκηστη» αναφέρεται στον Αδμητο που κατοικούσε με τα πολυάριθμα κοπάδια του κοντά στη λίμνη, την «καλλίναον». «Και όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αποτελούσε διαχρονικά έναν τόπο μοναδικό, ιδιαίτερα φιλικό προς τον άνθρωπο, εξηγώντας έτσι, ήδη από το τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής, την ανθρώπινη παρουσία αρχικά στα σπήλαια και αργότερα με την ίδρυση πολλών και σημαντικών οικισμών, αφού οι κάτοικοι εύκολα μπορούσαν να επιβιώσουν ασχολούμενοι με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία» σύμφωνα με την κα Αδρύμη.