Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Βίλνιους της Λιθουανίας, η πρώτη μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά και η πρώτη μετά την τελευταία συνάντηση των δύο ηγετών το Μάρτιο του 2022 στην Κωνσταντινούπολη, έγινε κατά γενική ομολογία σε καλό κλίμα.
Της Ελίζας Βόζεμπεργκ *
Επιβεβαίωση του θετικού κλίματος αποτελεί η ενεργοποίηση διαύλων επικοινωνίας και η συμφωνία για πολιτικό διάλογο υπό την καθοδήγηση των δύο υπουργών εξωτερικών, για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και για τη λεγόμενη θετική ατζέντα, επί ζητημάτων κυρίως οικονομικής και ενεργειακής συνεργασίας.
Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών στην προεδρική κατοικία του Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, στις 13 Μαρτίου του περασμένου έτους είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες, οι οποίες εν συνεχεία διαψεύσθηκαν.
Μάλιστα το καλοκαίρι που ακολούθησε την εν λόγω συνάντηση είχαμε πρωτόγνωρη έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας με ακραίες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων σε καθημερινή βάση, ρεκόρ υπερπτήσεων στο Αιγαίο, ευθεία αμφισβήτηση κυριαρχίας δεκάδων ελληνικών νησιών και εύλογη ανησυχία ακόμη και για θερμό επεισόδιο.
Όμως μια σειρά γεγονότων άλλαξε σταδιακά τη στάση της τουρκικής πλευράς με αποτέλεσμα κατά τους τελευταίους μήνες να σημειωθεί εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που οδήγησε στο θετικό κλίμα της συνάντησης στο Βίλνιους.
Ορισμένα εξ αυτών ήταν η δραματική υποτίμηση της τουρκικής λίρας και η εκτόξευση του πληθωρισμού, που κατέστησαν αναγκαία την οικονομική στήριξη από τη Δύση, η αποτυχία της ημιαυτόνομης πορείας Ερντογάν έναντι της Δύσης, η διάψευση των προσδοκιών του από τη συνεργασία με τον Πούτιν, αλλά και η διενέργεια των τουρκικών εκλογών, που περιόρισε την ανάγκη ακραίας ρητορικής για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.
Περαιτέρω σημαντικό ρόλο έπαιξε η αλληλεγγύη που επέδειξε η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία μετά τους φονικούς σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου. Η ανθρωπιστική βοήθεια, οι συγκινητικές προσπάθειες της ομάδας διάσωσης της ΕΜΑΚ και η συμπαράσταση των Ελλήνων με κάθε δυνατό τρόπο προς το δοκιμαζόμενο τουρκικό λαό, ήταν ένα ακόμη βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον καλλιεργείται η προσδοκία για επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας. Όμως το κρίσιμο για την πατρίδα μας είναι σε ποια βάση θα συντελεστεί αυτή η επανεκκίνηση. Υπό το πρίσμα αυτό η ανάγκη της Τουρκίας για ουσιαστική επαναπροσέγγιση με τη Δύση εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα, δοθέντος ότι υποχρεώνει τη γείτονα να λειτουργήσει με τους δικούς μας κανόνες στη βάση του διαλόγου και του διεθνούς δικαίου και όχι στη βάση των απειλών και της προβολής ισχύος.
Αναμφισβήτητα καταλυτική για τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά υπήρξε και η παρέμβαση του Προέδρου Μπάιντεν, ο οποίος διεμήνυσε με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο προς την τουρκική πλευρά την ανάγκη για ήρεμα νερά στο Αιγαίο.
Η στάση του Αμερικανού Προέδρου επιβεβαιώνει ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι πιο ισχυρές από ποτέ και ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την Ελλάδα, ως έναν παράγοντα γεωπολιτικής, οικονομικής και ενεργειακής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ωστόσο, εξίσου σημαντικό ρόλο για την αλλαγή στάσης της γείτονος διαδραμάτισε η αναβάθμιση του διεθνούς κύρους της χώρας μας και η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η Ελλάδα κατά την τελευταία τετραετία ενίσχυσε σημαντικά το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό της αποτύπωμα και κατέγραψε επιτυχίες, όπως οριοθέτηση ΑΟΖ με Αίγυπτο και Ιταλία, σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ και ενίσχυση της συνεργασίας με Ισραήλ, Μεγάλη Βρετανία, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ιδιαίτερη βαρύτητα επίσης είχε η ιστορική ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Αμερικανικό Κογκρέσο.
Παράλληλα, ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό η αμυντική μας ισχύς με την προμήθεια των υπερσύγχρονων Rafale και Belharra από τη Γαλλία και των μαχητικών πέμπτης γενιάς F35 από τις ΗΠΑ, που αλλάζουν τις ισορροπίες στο Αιγαίο υπέρ της Ελλάδας. Αυτό αποτελεί εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη για μια χώρα όπως η Τουρκία, η οποία λόγω στρατηγικής κουλτούρας, καταλαβαίνει μόνο από στρατιωτική ισχύ.
Όμως η πρόσφατη ιστορία και ο πολιτικός ρεαλισμός υπαγορεύουν ότι η Τουρκία παρά τα βήματα προόδου που φαίνεται ότι κάνει στην παρούσα φάση, δύσκολα θα απεμπολίσει θέσεις όπως η “Γαλάζια πατρίδα”, η αποστρατιωτικοποίηση νησιών, το γκριζάρισμα ζωνών του Αιγαίου κ.ο.κ. Γι’ αυτό η ελληνική πλευρά οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση.
Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια που ξεκίνησε για εξομάλυνση και επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων είναι ευπρόσδεκτη και ενθαρρυντική, στη λογική του “κράτα τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς σου πιο κοντά”.
Η Ελλάδα είναι έτοιμη για εποικοδομητικό διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου με αντικείμενο τη μοναδική διαφορά που έχουμε με τη γείτονα, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η δυσκολία επίλυσης των χρόνιων και σημαντικών προβλημάτων με την Τουρκία είναι προφανής. Όμως το γεγονός ότι διαφωνούμε, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να συζητούμε και να κάνουμε κάποια βήματα προόδου, που θα ωφελήσουν και τις δύο χώρες.
Η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να φοβηθεί, γιατί είναι αμυντικά και διπλωματικά θωρακισμένη, σέβεται το διεθνές δίκαιο και λειτουργεί ως παράγων ειρήνης και σταθερότητας στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Όλα αυτά συνιστούν μια αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας τόσο για τα εθνικά μας συμφέροντα όσο και για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
* Η κα Ελίζα Βόζεμπεργκ είναι ευρωβουλευτής ΝΔ