Ψήφιζαν μυστικά, πιθανώς προσπαθούσαν να νοθεύσουν το αποτέλεσμα, φωνασκούσαν και μάλωναν μεταξύ τους και έκαναν πολλά. Ωστόσο, περί τα 2500 χρόνια πριν, οπότε και εφαρμόστηκε το δημοκρατικό πολίτευμα, όλα ήταν πρωτόγνωρα και θεαματικά. Σε αυτούς τους προγόνους χρωστάμε τη Δημοκρατία, εμείς και όλος ο κόσμος. Παρότι, συχνά είχαν δικαίωμα να μετέχουν μόνο οι πλούσιοι.
Στην αθηναϊκή δημοκρατία πρωτοεφαρμόστηκε με τεράστια επιτυχία το πείραμα της άμεσης δημοκρατίας. Δηλαδή οι πολίτες δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους όπως σήμερα, μετείχαν οι ίδιοι αυτοπροσώπως. Με μια διαφορά: μετείχαν μόνο όσοι είχαν πολιτικά δικαιώματα. Για την ακρίβεια, δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στη συνέλευση είχαν μόνο οι άνδρες και αυτό μόνο αν είχαν ολοκληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία, ενώ οι γυναίκες, οι άποικοι και οι δούλοι αποκλείονταν. Επίσης, όσοι ήταν ασυνεπείς με τα οικονομικά τους χρέη προς την πόλη δεν μπορούσαν να ψηφίσουν. Σε πολλές περιπτώσεις, η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν ακόμη και μόνιμη ή κληρονομική.
Στην Αθήνα όμως δεν ίσχυαν τα όρια ελάχιστου εισοδήματος ή πλούτου που ίσχυαν στις ολιγαρχικές πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας επισημαίνει το History. Από αυτή την άποψη, δηλαδή, η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν πολύ πιο συμμετοχική.
Τα πολιτικά όργανα της εποχής ήταν τρία. Η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή των Πεντακοσίων και τα Δικαστήρια (Ηλιαία). Τα μέλη επιλέγονταν με διάφορες μεθόδους, πάντως όχι με ψήφο. Συμμετείχαν όλοι όσοι είχαν πολιτικά δικαιώματα όποτε ήθελαν. Οποιοσδήποτε πολίτης άνω των 20 ετών μπορούσε όχι μόνο να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων, αλλά αυτό θεωρούνταν και καθήκον του.
Η Εκκλησία του Δήμου ψήφιζε την έναρξη πολέμου, ενώ είχε το δικαίωμα να χορηγήσει υπηκοότητα σε αλλοδαπό – μη Αθηναίο. Εξέλεγε επίσης ορισμένους αξιωματούχους, δίκαζε πολιτικά εγκλήματα και ψήφιζε νόμους.
Οι ψηφοφορίες γίνονταν συνήθως με ανάταση των χεριών, ενώ οι αξιωματούχοι συνήθως έκριναν το αποτέλεσμα μετρώντας τον αριθμό των σηκωμένων χεριών. Κάποια σημαντικά ζητήματα απαιτούσαν την παρουσία τουλάχιστον 6.000 πολιτών στις κάλπες.
Όταν χρησιμοποιούνταν οι κάλπες, για την ψηφοφορία διάλεγαν λευκά και μαύρα (συνήθως μαρμάρινα) σφαιρίδια. Κάθε πολίτης τα έριχνε σε ένα μεγάλο αγγείο, το οποίο στη συνέχεια έσπαγε για την καταμέτρηση. Σε κάποιες εποχές χρησιμοποιούσαν μέχρι και κυάμους (κουκιά) επιχρωματισμένους. Η λέξη ψήφος σημαίνει στην κυριολεξία μικρή πέτρα ή βότσαλο.
Πιο συγκεκριμένα, οι Αθηναίοι επέλεγαν τους 500 από τις 10 φυλές. Καθεμία όριζε 50 και αυτοί υπηρετούσαν επί ένα χρόνο στη Βουλή. Σε κάθε δικαιούχο πολίτη δινόταν ένα εξατομικευμένο διακριτικό και αυτά τα διακριτικά τοποθετούνταν σε ειδικό μηχάνημα που ονομαζόταν «Κληρωτήριον». Σύμφωνα με τον διαπρεπή αρχαιολόγο John Camp, τα κληρωτήρια έφεραν δέκα κάθετες σειρές εγκοπών, μία για κάθε αθηναϊκή φυλή, μέσα στις οποίες τοποθετούντο τα δικαστικά πινάκια. Κατά μήκος της αριστερής πλευράς υπήρχε κοίλος χάλκινος σωλήνας, στον οποίον έριχναν, με τυχαία σειρά, λευκά και μαύρα μαρμάρινα σφαιρίδια. Αν με το γύρισμα του στροφάλου στο κάτω μέρος του σωλήνα απελευθερωνόταν λευκό σφαιρίδιο, οι δέκα πολίτες (ένας από κάθε φυλή), των οποίων τα πινάκια είχαν τοποθετηθεί στην πρώτη οριζόντια σειρά εγκοπών, ορίζονταν δικαστές για εκείνη την ημέρα. Αν εμφανιζόταν μαύρο σφαιρίδιο, οι πολίτες αυτοί απαλλάσσονταν των καθηκόντων τους για τη συγκεκριμένη ημέρα. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν έως ότου συμπληρωθεί ο αναγκαίος αριθμός δικαστών.
Το Κληρωτήριο ήταν ένα σημαντικό εργαλείο στην αθηναϊκή δημοκρατία για να διασφαλιστεί ότι η επιλογή των ενόρκων ήταν τυχαία, δίκαιη και απαλλαγμένη από διαφθορά ή ευνοιοκρατία. Το σημαντικότερο: ουδείς προλάβαινε να δωροδοκήσει ή να συναντήσει όποιον θα εκδίκαζε την υπόθεσή του εκείνη την ημέρα.
Στην Εκκλησία του Δήμου, που θέσπιζε όλους τους νόμους, κάθε άνδρας πολίτης είχε φωνή. Περίπου 6.000 από τους 30.000 έως 60.000 Αθηναίους πολίτες συμμετείχαν τακτικά και έλαβαν μέρος στις συνεδριάσεις της Συνέλευσης.
Η συνέλευση συνήθιζε να συνεδριάζει σε ένα φυσικό αμφιθέατρο στην κορυφή του λόφου που ονομάζεται Πνύκα. Είχε χωρητικότητα 6.000 έως 13.000 ατόμων.
Σύμφωνα με τον Del Dickson, καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο και συγγραφέα του βιβλίου «The People’s Government: An Introduction to Democracy», οι Αθηναίοι δεν είχαν εκλογικά παραρτήματα. Για να ψηφίσεις έπρεπε να πας στην Πνύκα. Εκεί συζητούσαν με άλλους πολίτες, άκουγαν τους ρήτορες και τους πολιτικούς και αποφάσιζαν.
Από τα βιβλία του Αριστοτέλη μαθαίνουμε ότι η κλήρωση των δικαστών γινόταν και από τους εννέα άρχοντες, στους οποίους προσέθεταν ως δέκατο τον γραμματέα των θεσμοθετών, καθένας δε απ’ αυτούς εξέλεγε τους δικαστές της φυλής του. Επίσης, όλες οι στρατιωτικές αρχές εκλέγονταν με ανάταση του χεριού. Οσο για τους δέκα στρατηγούς, αυτοί εκλέγονταν από ολόκληρη τη Βουλή με απλή ψήφο έγκρισης ή απόρριψης.
Στο National Geographic βλέπουμε πως στην αρχαία Αθήνα ψηφοφορία γινόταν και για τον εξοστρακισμό ή οστρακισμό. Ράν ένα δημόσιο πρόσωπο έπεφτε σε δυσμένεια ή απλώς γινόταν πολύ δημοφιλές για χάρη της δημοκρατίας, θα μπορούσε να εξοριστεί για 10 χρόνια μέσω ειδικής εκλογής του «Οστρακισμού». Είναι μια λέξη που προέρχεται από την αρχαία ελληνική όστρακα, που σημαίνει σπασμένα κεραμικά.
Σε κάθε ψηφοφόρο δινόταν μικρό κομμάτι κεραμικής. Επάνω σε αυτό έπρεπε να γράψει το όνομα κάποιου που θεωρούσε ότι έπρεπε να εξοριστεί. Σύμφωνα με τον Dickson, αν τουλάχιστον 6.000 άτομα έγραφαν το ίδιο όνομα, το άτομο με τις περισσότερες ψήφους θα εξοριζόταν από την Αθήνα για 10 χρόνια.
Διάσημο παράδειγμα είναι ο Θεμιστοκλής, ένας Αθηναίος στρατιωτικός ήρωας από τη μάχη της Σαλαμίνας κατά των Περσών, που εξορίστηκε και πέθανε στην εξορία το 472 π.Χ. Υπάρχουν στοιχεία ότι οι πολιτικοί εχθροί του Θεμιστοκλή χάραξαν το όνομά του σε εκατοντάδες ή χιλιάδες θραύσματα αγγείων και τα μοίρασαν σε αγράμματους Συμβούλους. Αλλά και ο Αριστείδης, που ήταν τόσο δίκαιος (με αυτό το προσωνύμιο έμεινε στην Ιστορία) που εξοστρακίστηκε επειδή είχε μεγάλη και καλή φήμη.
Πάντοτε σύμφωνα με το History, στην εποχή του Ομήρου η ψηφοφορία δεν ήταν μυστική, όπως συνέβαινε και στην αρχαία Σπάρτη, όπου η ψηφοφορία άλλοτε ήταν μυστική και άλλοτε φανερή. Στη δεύτερη περίπτωση, σε θετική απόφαση γινόταν ανάταση χειρών, ύστερα από ονομαστική κλήση των ψηφοφόρων.
Η Σπάρτη είχε τη βασιλεία ως πολίτευμά της, αλλά με δημοκρατικά στοιχεία. Ένα από τα ανώτατα διοικητικά όργανα της Σπάρτης ήταν το Συμβούλιο των Δημογερόντων (γερουσία), αποτελούμενο από δύο Σπαρτιάτες βασιλείς και 28 ισόβιους εκλεγμένους αξιωματούχους. Ολοι ήταν άνω των 60 ετών.
Η επιλογή πιθανώς γινόταν με… χειροκροτήματα. Κάθε υποψήφιος έμπαινε εναλλάξ σε μια μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων και οι άνθρωποι επευφημούσαν και χειροκροτούσαν παράλληλα με την έγκριση ή την αποδοκιμασία τους. Σε μια άλλη αόρατη αίθουσα, η κριτική επιτροπή συνέκρινε τον όγκο των κραυγών για να επιλέξει τους νικητές.
Η Ρώμη κληρονόμησε μερικές από τις αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά χώρισε το εκλογικό σώμα ανά τάξη και δημιούργησε ένα σύστημα που ευνοούσε τους πλούσιους. Όπως λέει ο Dickson, αντί να ψηφίζουν σε μια γιγάντια Συνέλευση όπως η Αθήνα, οι Ρωμαίοι είχαν τρεις αίθουσες. Η πρώτη ονομαζόταν «Centuriate Assembly», και εξέλεγε τα ανώτατα αξιώματα στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένων των Προξένων, των Πραιτόρων και των Λογοκριτών. Ηταν επίσης υπεύθυνη για πολεμικές αποφάσεις.
Η ψηφοφορία στη Συνέλευση των Centuriate, ξεκινούσε με την πλουσιότερη τάξη και η καταμέτρηση των ψήφων σταματούσε με την επίτευξη πλειοψηφίας της συνέλευσης των 193 μελών. Έτσι, όταν οι πλούσιοι ήθελαν να ψηφιστεί ένα νομοσχέδιο ή να εκλεγεί ένας συγκεκριμένος Πρόξενος, μπορούσαν να ψηφίσουν ως μπλοκ και έτσι να παραμερίσουν τα κατώτερα στρώματα. Στα λατινικά, το προνόμιο να ψηφίζεις κυρίως ονομαζόταν «praerogativa» (μεταφράζεται ως «να ζητάς τη γνώμη σου πριν από άλλους»), η ρίζα της αγγλικής λέξης «προνόμιο».
Στις άλλες δύο ρωμαϊκές συνελεύσεις, το Συμβούλιο των Φυλών και το Συμβούλιο των Πληβείων, η σειρά ψηφοφορίας καθοριζόταν με κλήρωση. Οι «φυλές» τόσο στην Αθήνα όσο και στη Ρώμη βασίζονταν στη γεωγραφική θέση, όχι στο αίμα ή την εθνικότητα.
Ορισμένες πτυχές των εκλογών στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία εξακολουθούν να ισχύουν σήμερα. Η ψηφοφορία στις συνελεύσεις ξεκίνησε, όπως στο αθηναϊκό μοντέλο, με κάθε μέλος της συνέλευσης να σηκώνει το χέρι και να ψηφίζει δημόσια. Όμως με την πάροδο του χρόνου, έγινε σαφές ότι πλούσιοι «χορηγοί» πίεζαν τους Ρωμαίους συμβούλους να ψηφίσουν με συγκεκριμένο τρόπο, οπότε η ψηφοφορία έπρεπε να γίνει μυστικά.
Το 139 π.Χ. η Ρώμη εισήγαγε έναν νέο τύπο μυστικής ψηφοφορίας. Σύμφωνα με τον Robinson, το νέο σύστημα ήταν ένα ξύλινο πίνακα με ένα στρώμα κεριού στο εξωτερικό.
Οσο για τις πολιτικές διαφημίσεις, ούτε αυτές είναι καινούργιες. Τις έχουμε ήδη από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν εκατοντάδες δείγματα διαφημιστικών εκστρατειών και πολιτικών γκράφιτι που γράφτηκαν στους τοίχους της Πομπηίας. Όσον αφορά τις επίσημες εκστρατείες, σύμφωνα με τον Dickson, οι Ρωμαίοι υποψήφιοι για το αξίωμα έκαναν εκστρατεία μιας ή δύο εβδομάδων και οι περισσότερες πραγματοποιούνταν πρόσωπο με πρόσωπο στις πλατείες της πόλης.