Τοπόσημο ως κατασκευή και σε συνδυασμό με το υπάρχον, υπέροχο κτήριο του Ερνστ Τσίλερ, ανοιχτό προς την πόλη και διασυνδεμένο με την κοινωνία, θα είναι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όταν ολοκληρωθεί η επέκτασή του. Τα σχέδια που απέσπασαν το πρώτο βραβείο, παρουσιάστηκαν σήμερα το απόγευμα, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και απέσπασαν θερμά συγχαρητήρια. Ανήκουν στα γραφεία των Ντ. Τσίπερφελντ και Αλέξανδρου Τομπάζη.
Την εκδήλωση άνοιξε η διευθύντρια του ΕΑΜ Αννα- Βασιλική Καραπαναγιώτου, η οποία έδωσε στη συνέχεια τον λόγο στην υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη. Η υπουργός σημείωσε πως η επέκταση αποτελεί σχέδιο και όραμα του πρωθυπουργού, όπως άλλωστε ανέφερε και ο ίδιος στη δική του ομιλία. «Ολοι σε αυτή την αίθουσα γνωρίζουμε ότι στην εκφώνηση των Προγραμματικών Δηλώσεων, τον Ιούλιο 2019, ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο έργο της επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, της διασύνδεσής του με το Ακροπόλ και της συλλειτουργίας του με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ως ένα από τα εμβληματικά έργα της Κυβέρνησης.» είπε η κυρία Μενδώνη.
«Αυτό, που λίγοι γνωρίζουν, είναι ότι η συγκεκριμένη δήλωση δεν προέκυψε απλά από τον προεκλογικό προγραμματισμό. Η δήλωση αποτύπωνε ένα προσωπικό όραμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, μια βαθειά επιθυμία, να συμβάλλει και να συνδράμει ουσιαστικά και προσωπικά, όχι μόνο στην επέκταση του μέγιστου μουσείου της χώρας και του σημαντικότερου διεθνώς στο είδος του, αλλά και στην αναγέννηση της συγκεκριμένης περιοχής της Αθήνας.
Ηταν αρχές φθινοπώρου του 2016, λίγους μήνες μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στη θέση του Προέδρου της ΝΔ, όταν, σε μια συζήτησή μας, μου ανέφερε πόσο πολύ τον ενδιαφέρει η ουσιαστική αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Τον Ιανουάριο του 2017, σε μία σύσκεψη υπό την προεδρία του, αποσαφηνίστηκε ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο δεν μπορεί και δεν πρέπει να επεκταθεί στα κτήρια του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Αντίθετα, η ιστορικότερη από τις αρχιτεκτονικές σχολές της χώρας μας, θα έπρεπε να παραμείνει στη θέση της, να αποκατασταθούν τα κτήρια-μνημεία του Πολυτεχνείου, σύμφωνα με τον δικό του προγραμματισμό και να αποκτήσουν τις όποιες χρήσεις αποφασίσει το ΕΜΠ.
Τον Απρίλιο του 2017, με την μεθοδικότητα και την διαχειριστική ικανότητα που διακρίνει τον Πρωθυπουργό, συγκρότησε μια μικρή, πολυεπιστημονική και συνεκτική ομάδα -κάποιοι είναι και σήμερα εδώ- που συνεδριάζαμε σε τακτά διαστήματα ή στο σπίτι του ή στο Ιδρυμα Κωνσταντίνου Μητσοτάκη» αποκαλύπτοντας πως οι συνεδριάσεις γίνονταν με τη συμμετοχή της Μαρέβας Γκραμπόφσκι- Μητσοτάκη, λόγω και δικού της ενδιαφέροντος για το έργο.
«Αυτά μέχρι τους πρώτους μήνες του 2019. Τότε πλέον το σχέδιο είχε πάρει οριστική μορφή, οι παρεμβάσεις που έπρεπε να γίνουν για να μπορέσει να ξεκινήσει ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός είχαν καταγραφεί.
Οι οδηγίες του Προέδρου ήταν σαφείς και συγκεκριμένες.
Στον μπλε φάκελο του πρώτου Υπουργικού Συμβουλίου εμπεριέχονταν οι εντολές του. Σήμερα, συμπτωματικά, δημοσιεύεται ο νόμος, βάσει του οποίου μετασχηματίζεται διοικητικά το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, από δημόσια κρατική υπηρεσία σε Οργανισμό με αυτοτελή υπόσταση, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που θα αναλάβει εν τέλει και την υλοποίηση του έργου της επέκτασης και αναβάθμισης του Μουσείου.
Το Νοέμβριο 2019 ανατίθεται από το Υπουργείο Πολιτισμού σε εξειδικευμένη εταιρεία η εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, χάρει στην ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Είμαστε βαθιά υπόχρεοι. Τον Απρίλιο 2020, η μελέτη παραδίδεται.»
Μέχρι το τέλος του 20 εκπονούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού η μελέτη αρχιτεκτονικής και στατικής τεκμηρίωσης του υφισταμένου κτηρίου-μνημείου του Μουσείου, και διάφορες άλλες μελέτες. Ω Το 2021, ξεκινά η εκπόνηση μελέτης αρχιτεκτονικού προσχεδίου για το έργο, μετά την έκδοση της απόφασης, που εγκρίνει την διαδικασία, και την υπογραφή σύμβασης δωρεάς μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και της οικογένειας Νικολάου και Ειρήνης Λαιμού. «Η γενναιόδωρη προσφορά του Νικόλα και της Ειρήνης αποτελεί το πρώτο, αλλά καθοριστικό, βήμα στην έναρξη του έργου της επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η ευγνωμοσύνη μας είναι παντοτινή» υπογράμμισε η κα Μενδώνη.
Τον Απρίλιο του 2022, συγκροτήθηκε επταμελής Διεθνής Πολυεπιστημονική Επιτροπή Αξιολόγησης των δέκα προτάσεων, υπό την προεδρία του που υπέβαλαν οι συμπράξεις ελληνικών και ξένων αρχιτεκτονικών γραφείων. Τα μέλη της Επιτροπής, υπό την προεδρία καθηγητή του ΕΜΠ Ανδρέα Κούρκουλα, «έκαναν μια υποδειγματική δουλειά με αφοσίωση, βαθιά επιστημονική γνώση, με μεράκι». Η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2022, ολοκλήρωσε το έργο της, επιλέγοντας ομόφωνα τους νικητές. Η ποιότητα όλων των μελετών που κατατέθηκαν ήταν υψηλή.
«Η πρόταση των γραφείων David Chipperfield και Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη εικονοποιεί το όραμα» σημείωσε η υπουργός. «Δημιουργεί ένα μοναδικό τοπόσημο στον αστικό ιστό. Είναι βαθιά ανθρωποκεντρική. Η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συμβάλλει ουσιαστικά στην αναγέννηση της ευρύτερης περιοχής του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Προβάλλει την εθνική διάσταση του Μουσείου, το οποίο συνδέει με το παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Δημιουργούμε ένα Μουσείο εξωστρεφές, ανοιχτό στην πόλη, σε διαρκή διάλογο με την κοινωνία, με δυναμική ματιά προς το μέλλον.»
Απευθυνόμενη στον πρωθυπουργό, είπε:
«Σήμερα ολοκληρώνεται ο πρώτος δύσκολος -ομολογώ- κύκλος για την υλοποίηση ενός έργου, το οποίο εσείς οραματιστήκατε, ενστερνιστήκατε, παρακολουθείτε προσωπικά. Συμπίπτει χρονικά με την ολοκλήρωση σχεδόν της πρώτης κυβερνητικής σας θητείας. Το βλέμμα μας είναι ήδη στραμμένο στο μέλλον, στην δεύτερη θητεία σας, όπως άλλωστε και οι δυνάμεις μας. Στο τέλος της δεύτερης κυβερνητικής τετραετίας σας, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα είναι απολύτως διαφορετικό. Στο χώρο του σημερινού προκηπίου θα υπάρχει κήπος, μία πράσινη πλατεία, αλλά και ένα δεύτερο κτήριο, οργανικά συνδεδεμένο, αλλά όχι ανταγωνιστικό με το υφιστάμενο μνημείο, το οποίο, όπως θα δείτε, αφορά στην πόλη, επικοινωνεί με την πόλη, ενώ συγχρόνως δημιουργεί ένα υψηλής αισθητικής κέλυφος, το οποίο συμμετέχει στην ενιαία έκθεση των πολύτιμων συλλογών, δεκάδων χιλιάδων αριστουργημάτων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που διαθέτει αυτό το Μουσείο.»
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζει µια από τις σηµαντικότερες συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσµίως. Το αρχικό νεοκλασικό κτήριο των Ludwig Lange και Ernst Ziller χρονολογείται από το 1866-1874 και απέκτησε διάφορες προσθήκες στα χρόνια που ακολούθησαν.
Με την αναβάθµιση και επέκτασή του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα εκσυγχρονιστεί ώστε να γίνει ένας χώρος ανοικτός που θα ανταποκρίνεται σε σύγχρονα πρότυπα ποιότητας και βιωσιµότητας. Η αναγέννηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που αποτελεί έναν ισχυρό δεσµό µεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και της πολιτιστικής τους κληρονοµιάς, συµβολίζει επίσης την ενδυνάµωση της Ελληνικής πολιτιστικής προσφοράς προς τους διεθνείς επισκέπτες ύστερα από µία χρονιά που σηµείωσε ρεκόρ αφίξεων ξένων τουριστών στη χώρα.
Η πρόταση άντλησε έμπνευση από την ουσία του αρχικού σχεδιασµού του Lange – µια ροµαντική ιδέα, επηρεασµένη από τον φιλελληνισµό της εποχής, για ένα αστικό τοπίο µε εκτενείς ανοικτούς χώρους µέσα στον πυκνό αστικό ιστό – και χρησιµοποίησε το εµβληµατικό κτήριο ως αφετηρία για το σχεδιασµό, πλαισιώνοντάς το µε έναν ροµαντικών αναφορών κήπο. Η βάση του υφιστάµενου κτηρίου επεκτείνεται µέχρι το δρόµο, δηµιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο για το ιστορικό τοπόσηµο, και προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων. Με µία κίνηση δηµιουργούνται πρόσθετος χώρος 20.000 τ.µ. και ένα πάρκο µε πλούσια βλάστηση στην οροφή τους, προσβάσιµο σε όλους.
Σεβόµενη την ιστορική αξία του κτηρίου, η νέα επέκταση δεν φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί την υφιστάµενη αρχιτεκτονική, κάτι που τόνισε και ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και ο Σταύρος Γυφτόπουλος και γενικά όλοι οι ομιλητές από την ομάδα. Προσδοκία είναι αλλά να δηµιουργήσει ένα αρµονικό σύνολο χώρων που θα ισορροπεί µεταξύ του παλιού και του νέου.
Ο σχεδιασµός ακολουθεί την υπάρχουσα τοπογραφία: ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτήριο µπροστά σε µία εκτενή, πράσινη πλατεία. Η επέκταση θα στεγάσει τις βασικές δηµόσιες λειτουργίες του Μουσείου – έκδοση εισιτηρίων, πωλητήριο, εστιατόριο, αµφιθέατρο καθώς και νέους χώρους για µόνιµες και περιοδικές εκθέσεις- που οργανώνονται συµµετρικά αντλώντας από την ιστορική αρχιτεκτονική.
Η κύρια είσοδος µεταφέρεται µπροστά, στο επίπεδο του δρόµου, ενισχύοντας τη σχέση του Μουσείου µε την πόλη.
Ο περιβάλλων χώρος, που µελετήθηκε από το γραφείο των Βέλγων αρχιτεκτόνων τοπίου, Wirtz International, θα είναι πλούσιος σε υφές. Η διάταξη των νέων χαµηλών όγκων επιτρέπει τη φύτευση εµβληµατικών δένδρων στην οροφή τους. Διαµορφωµένα πλατώµατα και µονοπάτια στρωµένα µε χαλίκι, εκτάσεις µε γρασίδι, συστάδες πεύκων και κουκουναριών, αειθαλείς αριές και µορφοποιηµένη θαµνοειδής βλάστηση αποτελούν αναφορές στα πάρκα του 19ου αιώνα. Το πάρκο είναι προσβάσιµο από όλες τις κατευθύνσεις, ενώ µια εσωτερική, υποβαθµισµένη, αυλή στην καρδιά του συγκροτήµατος ενοποιεί το παλιό και το νέο, δηµιουργώντας έναν ευχάριστο χώρο για τους επισκέπτες του Μουσείου και τους κατοίκους της πόλης.