Εθιμα που διαρκούν χιλιετίες, που παραλλάζουν σε κάθε χώρα της Ευρώπης, αλλά έχουν κοινά στοιχεία. Τα έθιμα έθιμα των Χριστουγέννων υπήρχαν από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τη Ρώμη και τη Σκανδιναβία. Στα τέλη Δεκεμβρίου γιορταζόταν η «ανανέωση» του θεού Ηλιου (όπως και αν τον έλεγαν σε κάθε γλώσσα) που από την 21η Δεκεμβρίου άρχιζε να αποκτά δύναμη, και η ημέρα να «κατακτά» τη νύχτα και να την λιγοστεύει. Τότε, βέβαια, χρησιμοποιούσαν άλλα ημερολόγια. Την αντιστοίχιση την κάνουμε εμείς, σήμερα.
Τα έθιμα των Χριστουγέννων είναι βαθιά ριζωμένα στον πολιτισμό της Ευρώπης.. Προ πολλών αιώνων, οι Χριστιανοί τοποθέτησαν τη γέννηση του Χριστού την 25η Δεκεμβρίου για να αντικαταστήσουν τις παγανιστικές γιορτές. Εορτές που τελούνταν στην καρδιά του χειμώνα. Οι αγρότες, που δεν είχαν να κάνουν πολλές δουλειές αναπαύονταν. Υστερα, ήταν και η ανάγκη για φως στις πιο σκοτεινές νύχτες του χρόνου. Για αρκετά μεγάλη περίοδο πριν από τη γέννηση του Χριστού, το Χειμερινό Ηλιοστάσιο σηματοδοτούσε για το Βόρειο Ημισφαίριο την αναγέννηση του Ηλιου.
Γιουλ στη Σκανδιναβία
Το Γιουλ των Σανδιναβικών λαών, (Yule) εορταζόταν με άναμμα της φωτιάς στο ύπαιθρο, κεριά, πολύ φαγητό και κρασί, καθώς και θυσία ζώων, τα οποία αργότερα καταναλώνονταν.
Τα γνωστά σε όλους μας κάλαντα γεννήθηκαν όταν τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, στεφανωμένα με στάχια και κλαριά και έψελναν ευχές για τον νέο χρόνο, όπως και λόγια για να διώξουν τα κακά πνεύματα από τις σοδειές των ανθρώπων. Αυτή η συνήθεια γρήγορα εντάχθηκε σε τελετουργία γονιμότητας με τη συμμετοχή ενηλίκων, που έλεγαν ψαλμούς και λόγια και ανταμείβονταν με ποτό και μεζέδες. Κατά την Βικτωριανή Περίοδο, το έθιμο εξελίχθηκε σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα».
Κοντινός στον εορτασμό του Γιουλ είναι και ο κέλτικος εορτασμός. Δεν γνωρίζουμε πολλά, αλλά είναι βέβαιο πως οι Δρυίδες εκείνη την περίοδο θυσίαζαν έναν άσπρο ταύρο και στόλιζαν τα σπίτια τους με κλωνάρια γκι. Θεωρείται πως το Στόουνχετζ στη Μεγάλη Βρετανία ήταν τόπος λατρείας του Ηλιου.
Στην σύγχρονη εποχή, τα έθιμα όπως το σερβίρισμα του αγριογούρουνου, της κατσίκας, τα κάλαντα αλλά και η συγκέντρωση κούτσουρων για την φωτιά, (ώστε να ζεσταίνεται ο μικρός Χριστός στη φάντη) είναι όλα έθιμα από το αυθεντικό παγανιστικό Yule.
Διόνυσος στην Ελλάδα
Στην αρχαία Ελλάδα οι εορτασμοί ήταν διαφορετικοί και μικρότερης έντασης, αφού εδώ το φως δεν έλειπε ποτέ, όσο και αν μίκραινε ή μεγάλωνε η μέρα. Τέλη (σημερινού) Δεκεμβρίου, περί το χειμερινό ηλιοστάσιο, γιόρταζαν τη γέννηση του Διονύσου, αν και όχι με τη μεγαλοπρέπεια, π.χ., της γέννησης της Παρθένου θεάς Αθηνάς. (Η Αθηνά είχε γεννηθεί σύμφωνα με τους μύθους περί τον Δεκαπενταύγουστο). Ο Ήλιος, σε κάθε περίπτωση, ήταν στο επίκεντρο εκείνης της λατρείας, λόγω του Χειμερινού Ηλιοστασίου, όπως είπαμε.
Ο Ήλιος λατρεύτηκε από τους αρχαίους λαούς σαν θεός. Οι γνώσεις Αστρονομίας ήταν λιγοστές τότε και οι άνθρωποι ερμήνευαν το φαινόμενο των ημερών που άρχιζαν να μεγαλώνουν από την 21η Δεκεμβρίου ως επιστροφή του ήλιου στη Γη. Αρα, ως αναγέννησή του.
Οι αρχαίοι Ελληνες αποκαλούσαν τον Διόνυσο «σωτήρα» και «θείο βρέφος», καθώς κυοφορήθηκε στην… γάμπα του πατέρα του Δία. Ήταν ο «καλός ποιμένας», οι ιερείς του οποίου κρατούσαν την ποιμενική ράβδο, όπως και ο Όσιρις.
Ο Δίας πλάγιασε με την Σεμέλη, αλλά όταν ύστερα από δική της απαίτηση εμφανίζεται μπροστά της σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, εκείνη κεραυνοβολείται. Ο πατέρας των θεών αποσπά από την καιομένη γυναίκα το διττής φύσεως έμβρυο, το οποίο αποτελειώνει την κυοφορία του στο μηρό του Διός και γεννιέται με τον ίδιο τρόπο που γεννήθηκε η Αθηνά πάνοπλη από το κεφάλι του.
Έφηβος πια ο Διόνυσος βρισκόμενος σε πλήρη ευθυμία και ανεμελιά δέχεται επίθεση τιτάνων, οι οποίοι θανάτωσαν, διαμέλισαν και έφαγαν το παιδί. Η Αθηνά αντιλαμβανόμενη το φόνο σώζει την καρδιά, την προσκομίζει στον πατέρα των αθανάτων Δία κι αυτός από τη διασωθείσα καρδιά θα δημιουργήσει έναν νέο αθάνατο Διόνυσο.
Πριν από την καθιέρωση του Διονύσου, γιόρταζαν τα Κρόνια προς τιμήν του Κρόνου, αλλά το καλοκαίρι. Τα Κρόνια περιλάμβαναν πλήθος εκδηλώσεων, υπαίθριες αγορές και ανταλλαγές δώρων. Ανήμερα της γιορτής ήταν αργία, ενώ οι δούλοι μπορούσαν σε κλίμα ευφορίας και ελευθεριότητας να συμφάγουν, ακόμα και να λοιδορήσουν τα αφεντικά τους, σε ανάμνηση της “Χρυσής Εποχής” του ανθρώπινου γένους, όπου μόχθος και δουλειά ήταν έννοιες άγνωστες.
Οι Ρωμαίοι, καθιερώνουν τα δικά τους Σατουρνάλια (Σατούρνους είναι στα Λατινικά ο Κρόνος) τον χειμώνα, και συγκεκριμένα αυτές τις ημέρες, από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου. Τα Σατουρνάλια επέζησαν ως παράδοση κατά τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο.
Εν τω μεταξύ, ο Ιούλιος Καίσαρας, με τη συνδρομή του περίφημου αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη είχε καθιερώσει την πρώτη Ιανουαρίου ως πρωτοχρονιά. Η 25η Δεκεμβρίου ήταν για τη Ρώμη, η μέρα της γέννησης του “αήττητου Ηλίου” και καθώς ο Ιησούς είναι ηλιακή θεότητα, όπως ο Απόλλων, ο Μίθρας, ή ο Ώρος, δεν ήταν δύσκολο να επιλεχθεί η συγκεκριμένη ημερομηνία από τις πολλές που προτείνονταν ως ημέρα γέννησής του, υιοθετώντας παράλληλα και την πληθώρα των εθίμων και των παραδόσεων που την ακολουθούν.
Ο ορισμός της 25ης Δεκεμβρίου ως Χριστουγέννων έγινε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 529, ο οποίος εκείνη την ημέρα απαγόρευε την εργασία και την ανακήρυξε δημόσια αργία. Πάντως, θεωρείται πως η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ.
Η «ειρεσιώνη» της Αθήνας
Τα παιδιά της αρχαίας Ελλάδας τραγουδούσαν κάλαντα, αλλά σε εντελώς διαφορετική περίοδο. Ας τα δούμε, για να διαπιστώσουμε πως οι ευχές είναι παρόμοιες ανά τους αιώνες, καθώς απηχούν τους κοινούς πόθους των ανθρώπων και τις κοινές ελπίδες τους:
“Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη
με λόγο που’χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσα.
Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη,
μαζί κι η θαλερή χαρά κι η ευλογημένη Ειρήνη.
Γιομάτοι να ’ναι οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας,
φέρε μας κριθαρόψωμο με το πολύ σουσάμι.
Νύφη για το μοναχογιό να κάτσει τραγουδώντας
στ’ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια
να ’ρθει σ’ αυτό το σπιτικό να ’φαίνει τα προικιά της.
Κάθε χρονιά θε να ’ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι.
Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ό,τι είναι να μας δώσεις
γιατί αλλιώς θα φύγουμε, δε θα ξημερωθούμε.!’’
Τα τοτινά παιδιά με αυτό το τραγούδι περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι την ειρεσιώνη. Ένα κλαδί ελιάς, στολισμένο με μαλλί, μικρές σφαίρες και κάποιους καρπούς της γης.
Η Ειρεσιώνη προέρχεται από τη λέξη είρος (έριον=μαλλί). Όπως διαβάζουμε σε αρχαία κείμενα, ήταν ένα κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα),μικρά μπουκαλάκια γεμάτα κρασί, μέλι και λάδι ακόμη και μικρές σφαίρες από μέταλλο, που παρίσταναν τον Ήλιο και τη Σελήνη.
Το αποτέλεσμα ήταν τόσο φανταχτερό όσο το σημερινό Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στην αρχαία Ελλάδα το έθιμο αυτό ήταν μια έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που πέρασε και μια παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και για το επόμενο έτος. Ήταν αφιερωμένο στη θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Η ειρεσιώνη περιφερόταν στους δρόμους των Αθηνών, την έβδομη ημέρα του Πυανεψίωνος μηνός (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου) από παιδιά «αμφιθαλή», των οποίων δηλαδή και οι δύο γονείς ζούσαν και τα οποία έψαλλαν «τις καλένδες» (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας φιλοδώρημα από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά.
Όταν τα παιδιά έφθαναν στα δικά τους σπίτια, ιδίως στα αγροτικά, κατά τον Αριστοφάνη, κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε μέχρι την ίδια ημέρα του επόμενου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Κατά το τελετουργικό, ένας αμφιθαλής νεαρός περιέχυνε την Ειρεσιώνη με κρασί από έναν αμφορέα και την κρεμούσε στην πύλη του ναού του Απόλλωνα.
Θεωρείται πως μέσω αυτής μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι αφού δεν είχαν ελαιόδεντρα, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που υπήρχαν στον κάθε τόπο. Μετέφεραν μάλιστα, τη συνήθεια στις γιορτές αυτών των ημερών, στην καρδιά του χειμώνα, οπότε και είχαν τοποθετήσει τις δικές τους, μεγάλες γιορτές.
Το έθιμο καταδικάστηκε ως ειδωλολατρικό από το θεοκρατικό Βυζάντιο και απαγορεύτηκε. Αιώνες αργότερα επανήλθε με την μορφή Χριστουγεννιάτικου δένδρου από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, ως δικό τους Χριστουγεννιάτικο έθιμο. Παρ’ όλα αυτά, το έθιμο της Ειρεσιώνης υπήρχε πάντα στην ιστορική μνήμη των Ελλήνων, γι’ αυτόν τον λόγο, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο υιοθετήθηκε με χαρά, αν και επί αρκετές δεκαετίες αντί δέντρου οι Ελληνες στόλιζαν καραβάκι.