Ο πληθωρισμός πλέον κυριαρχεί στις συζητήσεις κάθε οικογένειας σε καθημερινή πια βάση, καθώς η τιμή των τροφίμων, της ενέργειας, της στέγασης και σχεδόν όλων των άλλων προϊόντων και υπηρεσιών, έχουν κτυπήσει ταβάνι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Μάιο ο πληθωρισμός, ανέβηκε στο υψηλότερο επίπεδο από το 1981, σημειώνοντας αύξηση 8,6% σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα, όπως μετρήθηκε από τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, μετά από άλμα 8,3% τον Απρίλιο. Υπάρχει ανησυχία τώρα ότι μπορεί να δούμε μια επανάληψη της δεκαετίας του 1970, όταν το ποσοστό πληθωρισμού ήταν κατά μέσο όρο 7,1% για μια ολόκληρη δεκαετία, καταστρέφοντας τα οικονομικά των νοικοκυριών και την οικονομία. Την ίδια στιγμή στην Ευρώπη, στο μέτωπο του πληθωρισμού, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη και το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Αυτό είναι ένα μεγάλο σοκ για μια ολόκληρη γενιά καταναλωτών που είχαν συνηθίσει σε ελάχιστο ή καθόλου πληθωρισμό. Οι εκτιμήσεις πλέον είναι ότι τα νοικοκυριά στην Αμερική και την Ευρώπη, θα πρέπει να δαπανήσουν χιλιάδες δολάρια και ευρώ, παραπάνω από ότι ξόδευαν τον περασμένο χρόνο.
Οι λόγοι για την αύξηση των τιμών είναι γνωστοί και κάποιοι έχουμε κουραστεί να το λέμε και να το τονίζουμε. Οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω της πανδημίας Covid-19 οδήγησαν σε ελλείψεις αγαθών. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έπληξε την προμήθεια βασικών αγαθών, ενώ ταυτόχρονα σε Αμερική και Ευρώπη οι κυβερνώντες διοχετεύουν τρισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, βοήθειας απευθείας σε καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Αυτό που δεν είναι γνωστό, όμως και είναι το κρίσιμο, είναι πόσο θα διαρκέσει αυτή η οδυνηρή περίοδος υψηλού πληθωρισμού και ποιος, αν υπάρχει, θα είναι ο διαρκής αντίκτυπός της. Ένα καλό μέρος για να αρχίσουμε να ψάχνουμε για απαντήσεις, είναι να κατανοήσετε τι οδηγεί τον πληθωρισμό και να θέσετε την τρέχουσα κατάσταση στο ένα ρεαλιστικό πλαίσιο.
Το αργό πετρέλαιο, West Texas Intermediate, έχει υπερδιπλασιαστεί από περίπου 40 δολάρια το βαρέλι το 2020 σε περισσότερα από 120 δολάρια το βαρέλι. Ως αποτέλεσμα, η τιμή ενός γαλονιού βενζίνης κανονικής ποιότητας έχει αυξηθεί από περίπου 2,15 δολάρια σε σχεδόν 5 δολάρια στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, ας μην το συζητήσουμε, το κοντέρ έχει σπάσει.
Το ίδιο ισχύει και για τα τρόφιμα. Όποιος έχει πάει σε ένα σούπερ μάρκετ, μπορεί να βεβαιώσει, ότι οι τιμές για σχεδόν τα πάντα είναι υψηλότερες, με τις αυξήσεις να κινούνται σε διψήφια επίπεδα και οι προβλέψεις να μιλούν για επιδείνωση. Μόλις πέρυσι δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπουμε μειώσεις τιμών για πράγματα όπως τα ζυμαρικά, ορισμένα κρέατα, φρέσκα λαχανικά, αλεύρι και βούτυρο. Τώρα αυτό και μόνο να το συζητά κανείς μοιάζει κακόγουστο αστείο.
Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τις δαπάνες του μέσου ατόμου, οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών ήταν για αντικείμενα που αντιπροσώπευαν μικρότερο μερίδιο κατανάλωσης.
Ωστόσο, συνολικά, τουλάχιστον το ένα πέμπτο των προσωπικών δαπανών διατέθηκε σε στοιχεία που σημείωσαν διψήφια αύξηση των τιμών τους τελευταίους μήνες, συμπεριλαμβανομένων αυξήσεων άνω του 40% για τα καύσιμα κίνησης και άνω του 80% για το μαζούτ τον Απρίλιο.
Υπάρχει, παρόλα αυτά και κάτι θετικό, χάρη στην πρόοδο της παραγωγικότητας και της τεχνολογίας, αν και δεν φαίνεται εύκολα από τους καταναλωτές. Όταν συγκρίνουμε τις τιμές ως μερίδιο του εισοδήματος, πολλά αγαθά δεν είναι πιο επαχθή τώρα στα κέρδη και μάλιστα αποτελούν ένα μικρότερο μέρος, από ότι πριν από μια γενιά. Με άλλα λόγια, ενώ πολλά προϊόντα είναι πιο ακριβά τώρα σε σύγκριση με το 1998, τα έσοδα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αυξήθηκαν ταχύτερα.
Κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο ανακαλύπτουν πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει μια αφήγηση. Τα κυβερνητικά μηνύματα ότι οι οικονομίες είναι στην πραγματικότητα σε αξιοπρεπή κατάσταση, έχουν μικρή βαρύτητα μπροστά στην καθημερινή πλέον πραγματικότητα. Το να επιδοτούν τα τρόφιμα και την ενέργεια μετά βίας απαλύνει τον πόνο που αισθάνονται οι πολίτες, ειδικά όταν όλοι πλέον είναι πεπεισμένοι, ότι οι τιμές έχουν βγει εκτός ελέγχου και θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία.
Μέρος του προβλήματος έγκειται στην εσφαλμένη εκτίμηση της ζήτησης και της αγριότητας με την οποία έχει επιστρέψει καθώς η πανδημία μειώνεται, προκαλώντας ελλείψεις εργατικού δυναμικού παράλληλα με υψηλότερες τιμές. Οι απεργίες στον τομέα των μεταφορών στην Ευρώπη, και τώρα στην Ασία, αποτελούν σύμπτωμα αυτού. Τα καλοκαιρινά ταξίδια σε πρώιμο στάδιο είναι ένα χάος σε πολλά μέρη, καθώς οι αεροπορικές εταιρείες και τα αεροδρόμια αγωνίζονται να ανταπεξέλθουν.
Αυτό αφήνει τους πολιτικούς ηγέτες να παλεύουν με ένα τοξικό μίγμα, συντριπτικών υπηρεσιών, δυσαρεστημένων μετακινούμενων, ανήσυχων κατόχων υποθηκών και ανήσυχων αγοραστών και να προσπαθούν να κλείσουν τιθασεύσουν ένα άγριο θηρίο, το οποίο δεν ελέγχουν.
Οτιδήποτε άλλο ακούμε και λέγεται, είναι μια ρόδινη εικόνα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Όσο κάποιοι προσπαθούν να χρυσώσουν το χάπι, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει έκρηξη της οποίας οι επιπτώσεις θα είναι όχι απλά δυσμενείς, αλλά συντριπτικά καταστροφικές.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, ειδικός σε θέματα Αμερικανικής Πολιτικής. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και τουThe Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον, μέλος του The International Institute for Strategic Studies του Λονδίνου, και υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.