Για δεκαετίες, η λανθασμένη στρατηγική της Αθήνας στα ελληνοτουρκικά έχει αφήσει δυστυχώς την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Άγκυρα.
Η Τουρκία αυξομειώνει την ένταση και εμείς τρέχουμε ανάλογα πίσω από τις εξελίξεις, άλλοτε με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, σχεδόν πάντα ωστόσο, καταλήγουμε σε συμφωνίες από τις οποίες κάτι κερδίζει η τουρκική πλευρά. Άρα, όσο πετυχημένη και αν είναι η ανταπόκρισή μας σε τακτικό επίπεδο, στρατηγικά παραμένουμε όμηροι του τουρκικού αναθεωρητισμού!
Του Βασίλη Κοψαχείλη*
Στην παρούσα συγκυρία υπάρχουν δυο στοιχεία που προοιωνίζουν δύσκολους μήνες στα ελληνοτουρκικά και μάλιστα σε μια κρίσιμη περίοδο για εμάς. Η ελληνική κυβέρνηση προσδοκά να λάβει επενδυτική βαθμίδα από τις αγορές και το χαμηλό πολιτικό/διεθνοπολιτικό ρίσκο είναι παράμετρος καθοριστικής σημασίας προς τούτο. Και κάνει ότι μπορεί ώστε να αποφύγει τα τουρκικά εμπόδια που της βάζει η Άγκυρα.
Το ένα στοιχείο που προβληματίζει είναι η δύσκολη σχέση μεταξύ αυξημένων ενεργειακών τιμών, ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής και σταθερότητας του καθεστώτος στην Τουρκία. Το δεύτερο στοιχείο είναι η «ειδική σχέση» Ερντογάν-Πούτιν, με τον έναν να καλύπτει τον άλλο σε περιόδους κρίσεων, πόσο μάλλον τώρα με την Ουκρανική κρίση, η οποία περνά σε νέα φάση έντασης και διεθνοποίησης. Πολύ σημαντικά στοιχεία και τα δυο, που φαντάζουν ως ριψοκίνδυνες ευκαιρίες στους σχεδιασμούς της τουρκικής Προεδρίας.
Πιέσεις που αξίζουν το ρίσκο
Η Τουρκία διψά για πολύ και φθηνή ενέργεια. Για να κρατήσει ευχαριστημένο τον κόσμο της, για να διατηρήσει το ανταγωνιστικό εξαγωγικό προφίλ της οικονομίας της, για να κρατά σε ανεκτά επίπεδα το εμπορικό της ισοζύγιο, και ως χώρα transit ενέργειας να μπορεί να ασκεί ανάλογα περιφερειακό ρόλο.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η ενέργεια που χρειάζεται η Τουρκία, εισάγεται. Με τις τιμές των ορυκτών καυσίμων να έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, είναι αναγκασμένη να πληρώνει υπέρογκα ποσά –κυρίως σε σκληρό συνάλλαγμα – για την ενέργεια που εισάγει. Από την άλλη, το πολύτιμο συνάλλαγμα το χρειάζεται για να στηρίξει το νόμισμά της, να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις που έχουν ξεφύγει τον τελευταίο χρόνο, και να εξυπηρετήσει εν γένει την ασκούμενη επιδοματική της πολιτική στο εσωτερικό της χώρας.
Και αν μέχρι τώρα, η κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας (ουσιαστικά αποτυχία της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής) έχει γίνει σαν το ανέκδοτο με τον Πέτρο και το Λύκο, εντούτοις τώρα είναι ίσως η πρώτη φορά που οι συνθήκες πιέζουν υπερβολικά την τουρκική κυβέρνηση, η οποία συνεχίζει την συντριπτική επιδότηση του υπερβάλλοντος ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, φορτώνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό και τον ισολογισμό της BOTAS με ελλείμματα, την ίδια ώρα που λαός και επιχειρήσεις στην Τουρκία συνεχίζουν να διαμαρτύρονται έντονα για το ενεργειακό κόστος.
Το ενεργειακό, λοιπόν, καθίσταται μείζον ζήτημα επιβίωσης του καθεστώτος στην Τουρκία. Ως εκ τούτου, το διακύβευμα αξίζει την ανάληψη ρίσκου για νέες τουρκικές πιέσεις στο ενεργειακό σκηνικό στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Το ενεργειακό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο δεν εξαντλείται φυσικά στις Τριμερείς Συνεννοήσεις, που έθεσε σε ενέργεια η διακυβέρνηση Σαμαρά, ως στρατηγική επιλογή ώστε να κρατηθεί η Ελλάδα ζωντανή και επίκαιρη στην Αν. Μεσόγειο, την ώρα που περιορίζονταν η κυριαρχία της από ξενόφερτα Μνημόνια. Ήταν μια έξυπνη κίνηση με στρατηγικό βάθος! Το πώς εξελίχθηκε βέβαια, βαραίνει επόμενες κυβερνήσεις…
Στα ενεργειακά της Αν. Μεσογείου παίζουν και άλλα κράτη. Παρά τις διαφορές τους, όλοι συνεννοούνται μεταξύ τους. Η μόνη χώρα που έχει τα λιγότερα ερείσματα και επιδιώκει να αποκτήσει λόγο και ρόλο στα ενεργειακά της περιοχής είναι η Τουρκία. Και το κάνει συστηματικά, αξιοποιώντας τις συγκυρίες και την προβολή ισχύος. Το κάνει για να μπει με αξιώσεις στο ενεργειακό παιχνίδι. Το έχει ζωτική ανάγκη για συμβολικούς και πρακτικούς λόγους και δεν θα κάνει πίσω. Αυτό θα φέρει διπλωματικές, πολιτικές και άλλες ενδεχομένως εξελίξεις.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αποφύγει μία νέα θερμή αντιπαράθεση με την Τουρκία, γιατί αυτό θα έχει επίπτωση στο sovereign risk για την ελληνική οικονομία, την ώρα που βιάζεται να πάρει επενδυτική βαθμίδα. Ο χρόνος πιέζει μετά την ανακοίνωση της ΕΚΤ ότι θα πάψει να αγοράζει ομόλογα από το τρίτο τρίμηνο του έτους. Η Αθήνα, λοιπόν, προσπαθεί να κρατήσει ζεστό το ενδιαφέρον της Άγκυρας για διάλογο, ώστε να απομακρύνει το «σκληρό σενάριο» και να κερδίσει χρόνο, γεγονός που εκμεταλλεύονται διάφοροι στο εσωτερικό, με σκοπό ζωής την κηδεμονία της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία. Θέλω να πιστεύω ότι η επιρροή τους δεν φτάνει στο Μέγαρο Μαξίμου.
Για την Τουρκία, το ενεργειακό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο αξίζει κάθε ρίσκο και δεν θα διστάσει να το αναλάβει!
Αλληλοεξυπηρέτηση διαρκείας
Το δεύτερο στοιχείο που προοιωνίζει δύσκολους μήνες στα ελληνοτουρκικά είναι η «ειδική σχέση» μεταξύ Πούτιν-Ερντογάν, με τον έναν να φροντίζει να αποσυμφορίζει την πίεση του άλλου, όποτε οι συγκυρίες το απαιτούν.
Με τον Πούτιν να δέχεται τεράστιες πιέσεις από τα αποτελέσματα του (διεφθαρμένου) καθεστώτος του στα πεδία μαχών της Ουκρανίας και από τις κυρώσεις, τι το καλύτερο από το να άνοιγε μια νέα εστία ενδιαφέροντος στα νότια, που θα διασπούσε την προσοχή και τους πόρους των Δυτικών από το Ουκρανικό μέτωπο.
Θα ήταν πραγματικά μια σπουδαία εξυπηρέτηση προς τον πιεσμένο Πούτιν. Και ενδεχομένως, μία τέτοια εξυπηρέτηση, να εξαργυρωνόταν με προνομιακά φθηνό ρωσικό αέριο και πετρέλαιο προς την Τουρκία. Η οποία με τη σειρά της θα πουλούσε την ρωσική αβάντα με δικαιολογίες περί σταθερότητας στους Δυτικούς της συμμάχους. Γι’ αυτό ίσως δεν είναι καλοί οι καιροί να μιλά κάποιος εναντίον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και στην Ουάσιγκτον…
Αντι επιλόγου…
Φαίνεται πως η Τουρκία δεν έχει μόνο την ικανότητα να διαμορφώνει τις συνθήκες στο περιφερειακό της περιβάλλον, αλλά και να φορτώνει τα δικά της διλήμματα ως προβλήματα στις δικές μας πλάτες. Γεγονός που επιτείνει τα αυτοάνοσα νοσήματα της εθνικής μας κυριαρχίας.
*Ο Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος, Σύμβουλος Πολιτικών Θεμάτων.