Αν αναζητούσε κανείς στη συνείδηση των πολιτών ένα μόνο ορόσημο της περιόδου της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αναμφίβολα η ημερομηνία του δημοψηφίσματος θα καταλάμβανε εύκολα τα πρωτεία. Θα συντασσόμουν ανεπιφύλακτα με αυτή την αίσθηση, αν δεν υπήρχε ένα σημαντικότερο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, σημείο. Και αυτό δεν είναι άλλο από την 14η Αυγούστου 2015, την ημέρα δηλαδή που η Βουλή των Ελλήνων, μετά μια ολονύκτια συνεδρίαση, ψήφισε το τρίτο μνημόνιο.
Του Αλέξανδρου Μίχα
Το τρίτο μνημόνιο είναι τόσο κομβικό διότι χαρτογράφησε με χειρουργική ακρίβεια τη συμπεριφορά της κυβέρνησης μέχρι και σήμερα, λίγες μέρες πριν από την τυπική ολοκλήρωση του προγράμματος. Με πιο απλά λόγια: τη λήξη της περιόδου χρηματοδότησης. Δεν εξαντλείται όμως σε αυτό το σημείο η σπουδαιότητα αυτής της επετείου, καθώς ταυτόχρονα χάραξε μια σαφή διαχωριστική γραμμή πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία ούτε αμελητέα είναι, ούτε ασήμαντη.
Πολλοί καλοθελητές, εντός και εκτός εισαγωγικών, έσπευσαν να χαιρετίσουν τη συμφωνία του Αλέξη Τσίπρα με τους εταίρους μας ως στροφή στην υπευθυνότητα και το ρεαλισμό. Μακάρι να ήταν έτσι∙ δυστυχώς, αποδείχτηκε ένα ακόμα επεισόδιο, το πλέον καθοριστικό, εξαπάτησης των Ελλήνων πολιτών: Όσο και αν συγκρούστηκε βίαια με την πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ αγόρασε τελικά αυτό που εξαρχής, δια στόματος Βαρουφάκη, ζητούσε: Χρόνο. Φυσικά, ούτε η τρικυμισμένη σκέψη του πρώην ΥΠΟΙΚ δεν μπορούσε να φανταστεί τα ανταλλάγματα που απαιτήθηκαν για την αγορά αυτού του χρόνου.
Πρακτικά, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μια βαθύτατα αντικοινωνική ανταλλαγή: Έδωσε τα πάντα για όσες κοινωνικές ομάδες δεν βρίσκονταν σε οργανική σχέση μαζί του και πήρε την διατήρηση του οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος των «δικών του». Αντί να επιμερίσει το βάρος αναλογικά προς τη δυνατότητα των πολιτών και τις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους, ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να εξοντώσει ή, έστω, να αφοπλίσει τους πολίτες των οποίων οι ιδιότητες δεν χωρούν στην ιδεοληπτική του θεώρηση.
Θα αναρωτηθεί κανείς: Σε τι θα χρησίμευσε στον μνημονιακό πλέον ΣΥΡΙΖΑ αυτός ο χρόνος; Η απάντηση βρίσκεται μακριά από την επικαιρότητα, που ήδη από το 2009 μονοπωλείται από τις οικονομικές εξελίξεις: Ο στόχος εξαρχής ήταν το λεγόμενο «αστικό κράτος» και οι πυλώνες του: Παιδεία, δικαιοσύνη, ασφάλεια και πολιτισμός δέχονται συστηματικές επιθέσεις και εφόδους, ώστε, όταν ο Αλέξης Τσίπρας βρεθεί στην αντιπολίτευση, να συμβεί με όρους ευνοϊκούς για εκείνον και το κόμμα του, τόσο σε επίπεδο θεσμών, όσο και σε επίπεδο «εκλογικής πελατείας».
Με την (με το αζημίωτο) ανοχή των εταίρων, λοιπόν, το τρίτο μνημόνιο δεν υπήρξε ποτέ εργαλείο ανάκαμψης της χώρας, αλλά, αντίθετα, αποτέλεσε τον μανδύα αποσιώπησης όλων εκείνων που μας έφεραν στο χείλος της καταστροφής και έπρεπε άμεσα να αλλάξουν. Ήταν, μάλιστα, τέτοια η επιτυχία του, που τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν – ερήμην των πολιτών και των νόμων της οικονομίας και της λογικής – ότι το δημιούργημά τους είναι βιώσιμο. Μια εικονική κανονικότητα στην καρδιά της Ευρώπης.
Και εδώ ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: Έπραξε ορθά η δημοκρατική αντιπολίτευση υπερψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο; Όσο κι αν τα παραπάνω θα έπρεπε να οδηγούν στο αντίθετο συμπέρασμα, ναι, έπραξε ολόσωστα. Και αυτό διότι οι τσαρλατανισμοί και οι πράξεις επιβουλής του πολιτεύματος του πρώτου εξαμήνου των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ είχαν οδηγήσει τη χώρα σε τόσο οριακό σημείο, που κάθε μέρα εκτός της εικονικής, έστω, κανονικότητας θα επέφερε βλάβες ακόμα βαρύτερες και πιθανότητα ανήκεστες.
Ταυτόχρονα, και αν ακόμα υποθέταμε ότι η δημοκρατική αντιπολίτευση αποφάσιζε να δώσει ένα πέρα για πέρα δίκαιο μάθημα στον Αλέξη Τσίπρα, ποια ήταν η πιθανότητα οι ίδιοι πολίτες που σε ποσοστό 61% εξαπατήθηκαν οδηγούμενοι στο «ΟΧΙ» πριν από δυο μήνες να καταλάβουν το λάθος τους; Στην πραγματικότητα, καμία. Και αν ακόμα εκ θαύματος η Ελλάδα δεν διαλυόταν οικονομικά, η εξέλιξή της σε Βενεζουέλα των Βαλκανίων θα προχωρούσε όχι απλά ανεμπόδιστη, αλλά ενδεχομένως με ακόμα καλύτερους όρους.
Την κρίσιμη ώρα, λοιπόν, η δημοκρατική αντιπολίτευση απέδειξε ότι δεν υπάρχει λύση χωρίς να υπάρχει χώρα. Εξασφαλίζοντας με τεράστιο εκλογικό και μετεκλογικό κόστος τη διατήρηση της Ελλάδας στη ζωή, θα μπορούσαν στη συνέχεια να υπερασπιστούν πολίτες και θεσμούς. Χάραξαν έτσι μια νέα γραμμή, πέρα από την καταργημένη «μνημόνιο – αντιμνημόνιο»: Πλέον υπάρχουν αυτοί που έβαλαν τους εαυτούς τους πάνω από την πατρίδα και αυτοί που έβαλαν την πατρίδα πάνω από τους εαυτούς τους. Και αυτό είναι ένα αληθινό, απτό ηθικό πλεονέκτημα.
Συνοψίζοντας, εκείνο το πρωινό της 14ης Αυγούστου 2015 η δημοκρατική αντιπολίτευση διάλεξε, συνειδητά ή ασύνειδα, για αντιπάλους τον Αλέξη Τσίπρα και τον Πάνο Καμμένο αντί της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Ηλία Κασιδιάρη∙ διάλεξε να δώσει την κρίσιμη μάχη όχι εκείνη τη στιγμή της εξαπάτησης, αλλά όταν οι συνέπειες της απάτης θα έκαναν την εμφάνισή τους∙ διάλεξε, τέλος, να κρατήσει τη χώρα όρθια, δίνοντας ένα μήνυμα πίστης στην αντοχή του οικοδομήματος της Μεταπολίτευσης και αναλαμβάνοντας την ευθύνη να αντιπαρατεθεί ευθαρσώς με πρόσωπα και συμπεριφορές που δημιούργησε σε σαράντα χρόνια διακυβέρνησης. Και αυτό είναι μια πραγματική αλλαγή σελίδας.
O Αλέξανδρος Μίχας είναι Δικηγόρος, Υπεύθυνος Τύπου και Ενημέρωσης ΟΝΝΕΔ