Απολογισμό της μέχρι τούδε λειτουργίας του επιτελικού κράτους με τις αλλαγές που αυτό επέφερε, παραθέτει, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης. Στο πλαίσιο του άρθρου, ο υπουργός Επικρατείας δίνει και δύο απαντήσεις σε θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας:
Πρώτον, «είτε από εννοιολογική άγνοια είτε από πολιτική υστεροβουλία, αποδίδεται στο επιτελικό κράτος οποιαδήποτε αστοχία ή δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των δημόσιων δομών εν γένει, ενίοτε και ιδιωτών». Και δεύτερον, «ασφαλώς και θα πρέπει να βελτιωθεί το επίπεδο συντονισμού όλων των δημοσίων λειτουργιών». Με καταληκτικό ερώτημα, ωστόσο, εάν θέλουμε ένα ισχυρό ενιαίο κράτος με πάγιες συγκροτημένες δομές ή όχι.
Ξεκινώντας από μια ιστορική αναδρομή και από το νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος που ήταν και το πρώτο νομοσχέδιο που ήλθε στη Βουλή μετά τις εκλογές του 2019, ήταν, σύμφωνα με τον εμπνευστή του, «ένα εγχειρίδιο διακυβέρνησης, το οποίο, όσο και αν ακούγεται παράξενο, δεν υπήρχε πριν τον νόμο 4622/2019. Ήμασταν από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη, αν όχι η τελευταία, που εισήγαγε συστηματικό ρυθμιστικό πλαίσιο διακυβέρνησης».
Βασική καινοτομία του νέου συστήματος διακυβέρνησης ήταν μεθοδολογικά «η απόλυτη τυποποίηση των διαδικασιών και λειτουργικά η εισαγωγή ενός μοντέλου διακυβέρνησης που παρακολουθεί, συντονίζει και αξιολογεί τις δημόσιες πολιτικές. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκαν οι συνταγματικοί ρόλοι των κρατικών οργάνων και επήλθε μια λειτουργική κανονικότητα στον τρόπο διακυβέρνησης».
Όμως, στο σημείο αυτό, ο Γ. Γεραπετρίτης περιγράφει και την κατάσταση που ίσχυε ως τότε «που λειτουργούσε εν πολλοίς με ένα μίγμα: (α) τυπικών κανόνων που δεν εφαρμόζονταν ή εφαρμόζονταν κατά βούληση, (β) άτυπων διαδικασιών στηριγμένων κατεξοχήν στην προαίρεση του πρωθυπουργού και των υπουργών, και (γ) εθιμικών κανόνων, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν είχαν καμία λογική βάση αλλά μόνο μια ιστορική πολιτική εξήγηση».
Τούτων δοθέντων, «ενδεικτικά, επτά από τις -πολύ περισσότερες- αλλαγές που επέφερε ο νόμος για το επιτελικό κράτος είναι οι ακόλουθες:
Πρώτον, τα υπουργικά συμβούλια λαμβάνουν χώρα στην έδρα της κυβέρνησης, με συγκεκριμένο αντικείμενο και με τακτική περιοδικότητα – τουλάχιστον ένα ανά μήνα. Στο παρελθόν, η σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου ήταν απόλυτη προνομία του πρωθυπουργού, όταν ο ίδιος επιθυμούσε να αναδείξει ένα πολιτικό ζήτημα ή να αξιοποιήσει μια πολιτική συγκυρία, οι δε συνεδριάσεις γίνονταν στη Βουλή, διαρρηγνύοντας την αναγκαία παράσταση διάκρισης των λειτουργιών.
Δεύτερον, η λειτουργία της κυβέρνησης στηρίζεται στο Ενοποιημένο Σχέδιο Κυβερνητικής Πολιτικής, το οποίο ενσωματώνει τα επιμέρους σχέδια δράσης των υπουργείων, τον ετήσιο ρυθμιστικό προγραμματισμό της Κυβέρνησης και τον ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων. Το Σχέδιο αυτό εγκρίνεται στο υπουργικό συμβούλιο του Δεκεμβρίου και αναρτάται στο διαδίκτυο προς ενημέρωση των πολιτών, δημιουργώντας ένα πλαίσιο διαρκούς δημοκρατικής λογοδοσίας. Στο παρελθόν, οι πολίτες δεν είχαν κανένα σημείο αναφοράς για το κυβερνητικό σχέδιο, ακόμη και όταν στην εξουσία βρισκόταν μια ετερόκλητη πολιτική συμμαχία, όπως συνέβη στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Τρίτον, όλα τα πρωτογενή νομοσχέδια εγκρίνονται από το υπουργικό συμβούλιο προτού κατατεθούν στη Βουλή, ώστε να διασφαλίζονται η συλλογική λειτουργία και η ενότητα της κυβέρνησης. Στο παρελθόν, τα νομοσχέδια περιέρχονταν από τα αρμόδια υπουργεία απευθείας στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης και στη Βουλή, με σοβαρό κίνδυνο επικαλύψεων και χωρίς να εξυπηρετείται ένας κεντρικός σχεδιασμός.
Τέταρτον, το μεγαλύτερο μέρος των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων του κράτους έχει μεταφερθεί στην υπηρεσιακή διοίκηση, περιστέλλοντας τη γραφειοκρατία, αποδυναμώνοντας εστίες πιθανής πολιτικής διαφθοράς και διασφαλίζοντας τη θεσμική μνήμη και τη συνέχεια του κράτους. Στους μεν γενικούς διευθυντές μεταφέρθηκε ως σύνολο η αρμοδιότητα έκδοσης ατομικών διοικητικών πράξεων, στον δε νέο υπηρεσιακό γραμματέα (επί θητεία, προερχόμενο από τη δημοσιοϋπαλληλία και επιλεγόμενο από ανεξάρτητη επιτροπή) περιήλθαν οι αρμοδιότητες που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων και την ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων, ενώ οι ίδιοι ορίζονται και διατάκτες του προϋπολογισμού των υπουργείων τους. Στο παρελθόν, οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούντο κατά βάση από την πολιτική ηγεσία των οικείων υπουργείων.
Πέμπτον, η επιλογή των προϊσταμένων των δημοσίων φορέων γίνεται στη βάση συγκεκριμένων αυστηρών κριτηρίων αξιολόγησης από ανεξάρτητη επιτροπή, με τη συμμετοχή μελών του ΑΣΕΠ και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, διασφαλίζοντας αξιοκρατία και ακεραιότητα. Στο παρελθόν, η επιλογή γινόταν από την πολιτική ηγεσία χωρίς ενιαία προσόντα και κριτήρια επιλογής.
Έκτον, τα νομοσχέδια ακολουθούν κανόνες καλής νομοθέτησης, με πιστή τήρηση των προβλεπόμενων στα νέα εγχειρίδια νομοπαρασκευαστικής μεθοδολογίας και ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης, που ενσωμάτωσαν καλές διεθνείς πρακτικές. Επιπλέον, όλα ανεξαιρέτως τα πρωτογενή νομοσχέδια αναρτώνται σε δημόσια διαβούλευση καταρχήν δύο εβδομάδων, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να τοποθετείται πριν τη συζήτηση στη Βουλή και να υποχρεώνεται ο επισπεύδων υπουργός να καταθέτει εγκαίρως απαντήσεις στα κατατεθειμένα σχόλια μέσω της έκθεσης διαβούλευσης. Και η, υψηλού κύρους, Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης έχει παραγάγει ή βρίσκεται σε διαδικασία υλοποίησης μεγάλου αριθμού κωδίκων της υφιστάμενης νομοθεσίας. Στο παρελθόν, η νομοθετική διαδικασία δεν είχε τυποποιημένη μορφή, με σοβαρές συνέπειες όχι μόνο στη διαδικασία παραγωγής των νόμων αλλά και στην ποιότητά τους.
Έβδομον, για πρώτη φορά συστήθηκε ενιαία αρχή ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, με τα απαιτούμενα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, η οποία έχει ήδη διεκπεραιώσει όλες τις εκκρεμείς (για 10-12 χρόνια) υποθέσεις και αξιολογεί τις νέες καταγγελίες εντός 30 ημερών από την κατάθεσή τους. Στο παρελθόν, υφίσταντο 6 διαφορετικοί μηχανισμοί ελέγχου, χωρίς την απαιτούμενη ανεξαρτησία, με επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες και χαμηλή παραγωγικότητα».
Εν κατακλείδι, «στο δημόσιο πολιτικό λόγο, η χρήση του όρου επιτελικό κράτος έχει καταστεί εξαιρετικά συνήθης. Είτε από εννοιολογική άγνοια είτε από πολιτική υστεροβουλία, αποδίδεται στο επιτελικό κράτος οποιαδήποτε αστοχία ή δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των δημόσιων δομών εν γένει, ενίοτε και ιδιωτών. Ασφαλώς και θα πρέπει να βελτιωθεί το επίπεδο συντονισμού όλων των δημοσίων λειτουργιών, που διαχρονικά πάσχει λόγω της πολλαπλότητας των αρμοδιοτήτων και της περιορισμένης απόδοσης ευθυνών. Εντούτοις, πρέπει να είμαστε σαφείς σε μια βασική θέση που απαντά στο εξής ερώτημα: θέλουμε ένα ισχυρό ενιαίο κράτος με πάγιες συγκροτημένες δομές ή ένα κράτος που θα περιβάλλεται από μια ρυθμιστική αχλύ όπου τα πρόσωπα θα καθορίζουν τις διαδικασίες κατά περίπτωση;», διερωτάται συμπερασματικώς ο υπουργός Επικρατείας.