«Με σύνεση και συνέπεια προχωράμε για να ανατραπούν παθολογίες δεκαετιών και να χτιστεί μια σύγχρονη Ελλάδα», υπογραμμίζει, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική», ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, ενώ σε ερώτημα για το διακύβευμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης απαντά: «Θα ζητήσουμε από τους Έλληνες πολίτες μια καθαρή λύση διακυβέρνησης που θα εγγυάται την κυβερνησιμότητα και δεν θα ανακόψει την πορεία της χώρας προς ένα ασφαλές και ακόμη καλύτερο μέλλον».
Αναλυτικά στο εν λόγω θέμα, «παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις μεγάλες προκλήσεις, η κυβέρνηση δεν απομείωσε την ένταση των μεταρρυθμίσεων. Οι επόμενοι μήνες θα είναι πράγματι κρίσιμοι για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και σκοπεύουμε να εντείνουμε ακόμα περισσότερο τους ρυθμούς μας», διαβεβαιώνει ο υπουργός Επικρατείας εξειδικεύοντας στη συνέχεια: «Ο νέος αναπτυξιακός νόμος βρίσκεται ήδη για συζήτηση στη Βουλή με νέα χαρακτηριστικά, όπως είναι η καθιέρωση για πρώτη φορά 13 πυλώνων ανάπτυξης που συνιστούν προτεραιότητες της χώρας για τη δεκαετία που διανύουμε. Ο νέος κλιματικός νόμος βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση και θα ψηφιστεί τον επόμενο μήνα. Μεγάλες μεταρρυθμίσεις για τον περαιτέρω ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας ήδη δρομολογούνται. Η ανασυγκρότηση της πρωτοβάθμιας υγείας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκονται στο τελικό στάδιο επεξεργασίας. Και, βέβαια, μεγάλα έργα έχουν ξεκινήσει ή προετοιμάζονται συστηματικά. Με σύνεση και συνέπεια προχωράμε για να ανατραπούν παθολογίες δεκαετιών και να χτιστεί μια σύγχρονη Ελλάδα».
Στο πλαίσιο των οικονομικών θεμάτων είναι και οι συζητήσεις για το Σύμφωνο Σταθερότητας, ζήτημα στο οποίο ο υπουργός Επικρατείας διαπιστώνει «κοινή διάθεση να υπάρξουν αλλαγές». Ωστόσο, διευκρινίζει, «η έκταση των αλλαγών αυτών είναι ασφαλώς το μεγάλο ζητούμενο, διότι αυτονοήτως το νέο Σύμφωνο θα πρέπει να διασφαλίζει με ρεαλισμό τη δημοσιονομική ισορροπία, χωρίς όμως να θέτει σε κίνδυνο τη βιώσιμη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών».
Και, ανοίγοντας τα «χαρτιά» της κυβέρνησης, σημειώνει: «Η Ελλάδα τους επόμενους μήνες θα τηρήσει μία εποικοδομητική στάση με στοχευμένες προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή, έχοντας κερδίσει, με μια αξιόπιστη οικονομική πολιτική, την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων μας. Οι μεγάλες προκλήσεις της πράσινης ανάπτυξης και της ψηφιακής μετάβασης, που κατεξοχήν ενσωματώθηκαν στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και πρωτίστως η ανάγκη να αρθούν οι κοινωνικές ανισότητες που εξακολουθούν να είναι το μεγάλο πρόβλημα στην ευρωπαϊκή συνοχή, καλούν για ένα διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικών κανόνων με καινοτόμα εργαλεία αλλά, πρωτίστως, όραμα».
Στο θέμα της μικρο-οικονομίας, υπενθυμίζει ότι «το τελευταίο πεντάμηνο η Πολιτεία έχει επιχορηγήσει, άμεσα και έμμεσα, το κόστος ενέργειας με περίπου 1,75 δισ. ευρώ. Ειδικά για τον Ιανουάριο, η επιδότηση φτάνει στα 400 εκατομμύρια και περιλαμβάνει και την επιδότηση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων, ώστε να περιοριστούν οι πληθωριστικές πιέσεις στα βασικά προϊόντα από τη μετακύλιση του βάρους στους καταναλωτές». Παράλληλα, προσθέτει, «οι σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις που ισχύουν από την αρχή του έτους ενισχύουν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, ενώ εκκίνησε ήδη η διαδικασία για μία δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο του τρέχοντος έτους, ώστε οι πιο ευάλωτοι συμπολίτες μας να μπορέσουν κατά το δυνατόν να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα».
Και η απάντηση Γεραπετρίτη καταλήγει με το μήνυμα: «Θα συνεχίσουμε να πράττουμε ό,τι είναι δυνατόν, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της οικονομίας και χωρίς να διακινδυνευθεί η δημοσιονομική σταθερότητα που με κόπο κατακτήθηκε, προκειμένου να βοηθήσουμε την κοινωνία σε αυτή τη δύσκολη περίοδο».
Ενώ στο ερώτημα περί ενδεχόμενων μετεκλογικών συνεργασιών, ο υπουργός Επικρατείας αναφέρει ότι «στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές που διανύουμε είναι προφανές ότι η Ελλάδα χρειάζεται μία ισχυρή και αποτελεσματική κυβέρνηση. Ετερόκλητες και ευκαιριακές συμμαχίες, που δεν στηρίζονται σε γερά θεμέλια κοινής προγραμματικής πολιτικής αλλά αποσκοπούν μόνο στην κατάληψη της εξουσίας, δεν μπορούν να υπηρετήσουν αυτό τον στόχο. Το απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία η προηγούμενη κυβέρνηση που στηριζόταν όχι σε θέσεις αλλά σε αντιθέσεις. Θα ζητήσουμε, συνεπώς, από τους Έλληνες πολίτες μια καθαρή λύση διακυβέρνησης που θα εγγυάται την κυβερνησιμότητα και δεν θα ανακόψει την πορεία της χώρας προς ένα ασφαλές και ακόμη καλύτερο μέλλον».
Στο επίκαιρο θέμα της επιβολής του διοικητικού προστίμου στους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας άνω των 60 ετών, αναπτύσσει την κυβερνητική θέση, σύμφωνα με την οποία, «το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού αποτελεί, κατά το δίκαιο, το τελευταίο καταφύγιο καταναγκασμού, αφού έχουν ήδη εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα μέσα, κατεξοχήν η πειθώ και η χορήγηση από την πολιτεία σχετικών κινήτρων και αντικινήτρων. Η ηλικιακή κατηγορία άνω των 60 ετών συντίθεται από τους κατεξοχήν ευάλωτους στον ιό συμπολίτες μας, οι οποίοι αποτελούν και το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό όσων νοσούν βαριά, διασωληνώνονται ή καταλήγουν. Υπό την έννοια αυτή, η υποχρεωτικότητα είναι απολύτως εύλογο και αναλογικό μέτρο», συμπεραίνει καταγράφοντας «σημαντική αύξηση» στους εμβολιασμούς στην επίμαχη ηλικιακή ομάδα.
Στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών, τέλος, «η Ελλάδα είναι πλέον θωρακισμένη διπλωματικά και επιχειρησιακά. Με τις μεγάλες συμφωνίες με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με την καλλιέργεια των διπλωματικών σχέσεων με ισχυρούς παίκτες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με διευθέτηση μακρόχρονων εκκρεμοτήτων με Ιταλία, Αίγυπτο και Αλβανία, με ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων σε εξοπλισμό και προσωπικό. Χτίζουμε την Ελλάδα της ισχύος και της αυτοπεποίθησης απέναντι σε οποιαδήποτε πρόκληση». Και, καταλήγει τονίζοντας πως «απέναντι στην εχθροπαθή ρητορική απαντούμε με κινήσεις που ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη θέση της χώρας μας στο διεθνές στερέωμα. Με μεγαλύτερο όπλο την προσήλωση στο διεθνές δίκιο, είναι αυτονόητο ότι θα προασπίσουμε χωρίς παραχωρήσεις και με αποφασιστικότητα τα εθνικά μας συμφέροντα».