today-is-a-good-day
15 C
Athens

Ένα δίκροκο αυγό

Τις αλλαγές στο μενού, την νέα οργάνωση της κουζίνας, τις μεταφράσεις της κάρτας και τις κουβέντες για τα θέματα τούτα, τα έκανα με τον επιχειρηματία του εστιατορίου της Σίφνου είτε το μεσημέρι, μετά το μπάνιο μου και πριν τη δουλειά,  στο ξενοδοχείο που δούλευα κι ερχόταν να με δει, είτε το βράδυ, μετά τη δουλειά μου, που ανέβαινα στο Στενό, πριν τα ποτά και τους χορούς μου, και τα λέγαμε στο μαγαζί του, όλοι μαζί,  με την μαγείρισσα του.

*Γράφει η Αργυρώ Κουτσού

Μεσάνυχτα μιλούσαμε για τα νέα πιάτα, μεσάνυχτα κοιτούσα τα κοστολόγια του και μου σηκωνόταν η τρίχα με τις τιμές της πρώτης ύλης στο νησί. Και του πρότεινα να φέρνει τα κρέατα του από την Αθήνα, που και καλύτερα ήταν και φθηνότερα τα πλήρωνε παρά τα μεταφορικά. Κι αφού καταλήξαμε και τυπώσαμε και τα νέα μενού και ήρθε η μέρα που την επόμενη θα εφαρμοζόταν η νέα κάρτα, κανονίσαμε να πάω το πρωί, στις 11, να δείξω στην άξια μαγείρισσα του τις μακαρονάδες  και να τους κάμω τις κατσαρόλες. Φιλέτο από μπουτάκια κοτόπουλου με πιπεριές διάφορες και βασιλικό σε σάλτσα τομάτας, μπουκιές απο μπουτάκι χοιρινό με κάσιους σε σάλτσα από μέλι, θυμάρι και σιναπόσπορο, την κλασσική τους ρεβυθάδα και μία που θα άλλαζε κάθε τοσο, σαν πιάτο ημέρας. Ο εστιάτορας εκεί ήταν από εκείνους που εκτιμώ και σέβομαι. Κανονικός κυνηγός καλής πρώτης ύλης. Όργωνε το νησί να βρει τα καλύτερα. Ακούραστος, με μεγάλη αγάπη τόσο για το καλό φαγητό, όσο και για τον τόπο.  Εγώ εκείνη την εποχή δεν καλοκοιμόμουν. Μετά την εγχείρηση που είχα κάνει έπαιρνα είχα μία εξάμηνη φαρμακευτική αγωγή να παίρνω, που με είχε ξετινάξει. Μία απο τις παρενέργειες της ήταν οι αυπνίες. Κατέληγα να κοιμάμαι στις πέντε και στις έξι το πρωί, κι ας έπεφτα στις δύο ή στις τρεις. Τι διάβαζα, τι αναπνοές έκανα, τι έβγαινα έξω στην αυλή να καπνίσω και να αναπνεύσω τα δειλινά και τα γιασεμιά μπας και, τίποτα. Έτσι, εκείνο το πρωί που το τέταρτο ξυπνητήρι κατάφερε να με σηκώσει στις 10, μετά από μόλις τέσσερις ώρες ύπνου, ήμουν κάπως κακομούτσουνη από την έλλειψη του.

Αν σχετίζεσαι  με σένα, τη νιώθεις την έκφραση του προσώπου σου. Νιώθεις το στόμα και το σαγόνι σου σφικτό. Καταλαβαίνεις τα μάτια σου που βαραίνουν προς τα κάτω. Την περπατάς την αυλακιά ανάμεσα στα φρύδια σου. Αυτήν τη συγκεκριμένη αυλακιά περπατούσα ενώ άφηνα το αυτοκίνητο μου στο πάρκινγκ της Απολλωνίας για να ανέβω  τα σκαλάκια που οδηγούσαν στο Στενό.

Την περπατούσα με το κεφάλι σκυφτό και τα πόδια βαριά. Δεν το καλόνοιωθα το σώμα μου, έτσι άυπνο και φορτωμένο με φάρμακα που ήταν. Δεν το συμπαθούσα πολύ, έτσι. Με τούτες τις αισθήσεις φθάνω στο Στενό. Παίρνω τον δρόμο αριστερά, πάντα με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια καρφωμένα στο πλακόστρωτο. Κάνω λίγα βήματα κι αντιλαμβάνομαι πως είναι διαφορετικό. Κάτι είναι καθαρότερο. Τα καρφωμένα στις πλάκες μάτια μου αρχίζουν και βλέπουν  τις σχεδόν κάθετες ακτίνες του ήλιου όπως καθρεφτίζονται στα ασπρίσματα. Σαν μικρά αστεράκια πεσμένα χάμω. Η ησυχία είναι σαν μουσική. Στην μουσική αυτή ξεπηδούν στο μυαλό  μου οι στίχοι του Νιόνιου: Το φως στις δέκα το πρωί έρχεται όλο πλάγιο εκεί που ήταν οι χείμαρροι  και ξαναζωγραφίζει τους κήπους πάνω στο νερό να έχουν σκαλί, δεμένη βάρκα και μια θάλασσα γυαλί και τις τετράκωπες να υψώνουν του ομίλου οι αθλητές  και στο λιθόστρωτο να αστράφτουν μουσικές καμαρωτές.

Η αίσθηση του σώματος μου αλλάζει. Κοντοστέκομαι, βγάζω το κινητό μου από την τσέπη, κοιτώ την ώρα. 10:59. «Ας αργήσω δέκα λεπτά» σκέφτομαι και κάθομαι σε ένα σκαλοπάτι κλειστού μαγαζιού. Ανάβω ένα τσιγάρο, κοιτώ δεξιά, κοιτώ αριστερά, κανένας.  Μόνο αυτό το μοναδικό, κυκλαδίτικο φως. Ο ψίθυρος του απαλού Βορριά. Ο τραγανός αέρας. Το πεντακάθαρο λευκό. Κι εγώ κομμάτι του. Σαν κομμάτι του σηκώθηκα και περπάτησα ως το εστιατόριο.

Μπήκα μέσα με χαμόγελο πλατύ, να βρω το κρέας μου καλοτσιγαρισμένο, τις πιπεριές μου καλοκομμένες, όλη την προετοιμασία μου άψογα εκτελεσμένη. Γελώντας και μιλώντας μαγειρέψαμε πλάι πλάι με την σπουδαία μαγείρισσα του μαγαζιού. Κι όλο κομμάτι του ένιωθα. Και του μαγαζιού και του τόπου και της γης ολόκληρης. Ένα μέρος μου έπαιζε ξανά και ξανά τις σκηνές απο την ώρα που ξύπνησα ως κείνη τη στιγμή που ξεκαρδιζόμουν στα γέλια με μία σωματική ελαφρότητα ξεχασμένη καιρό. Ένα μέρος μου ερμήνευε: «Είναι που έχεις μπει στην κουζίνα πάλι κι ας είναι προσωρινό», ένα άλλο καταλάβαινε: «Συνδέθηκες πάλι με κείνη την ουσία του νησιού που σε φέρνει και σε ξαναφέρνει πίσω».

Φεύγοντας, δυο ώρες μετά, το Στενό είχε κίνηση. Τρίκυκλα ξεφόρτωναν προμήθειες, μαγαζάτορες έβαζαν τα κλειδιά στην πόρτα, σερβιτόροι και μαγέρια κατευθύνονταν στα πόστα τους. Δεν το είχα δει ποτέ έτσι.  Ήταν σαν να θαύμαζα καιρό ένα ωραίο ρολόι και σαν κάποιος ξαφνικά να μου πήρε το καντράν από μπροστά μου και να μου έγδυσε να δω την καλοκουρδισμένη μηχανή του. Κι εγώ στεκόμουν κάθε τόσο και θαύμαζα την ζωή πίσω από την ζωή που ήξερα τις νύχτες. Κι επέστρεψα στο πάρκινγκ με ελαφρυά περπατησιά, χαμόγελο στα μάτια και λαχτάρα για θάλασσα. Κι οδήγησα ως τον Φάρο κι άφησα τα πράματα μου στην άμμο κι έτρεξα στο νερό και μπήκα στη θάλασσα με ένα ωραίο, άφοβο μακροβούτι. Εκεί ξεκαθάρισε το τι είχε συμβεί. Ναι, είχα ξαναμπεί σε κουζίνα. Ναι, είχα συνεργαστεί με την εκεί ομάδα. Ναι, είχαμε όλοι απολαύσει το αποτέλεσμα της κοινής εργασίας μας. Ναι, ήταν  πάντα το αγαπημένο μου Στενό.

Καθ’όλη τη διάρκεια της σεζόν, έπαιρνα δύναμη κι ενέργεια από το Στενό το πρωί,  τις λίγες ώρες που έμπαινα σε κείνη την κουζίνα τις μισές μέρες της  εβδομάδας. Κι από τα βράδυα που πήγαινα κι έκανα λίγο κάτι. Και κυρίως από το τελείωμα της ημέρας που καθόμαστε όλοι, με τα γινάτια και τις κόντρες μας, γύρω από ένα τραπέζι και τρώγαμε μαζί. Εκτός από τη φύση καθαυτή της δουλειάς, αυτό μου έλειπε από την μόνιμη εργασία μου στο ξενοδοχείο. Η ομάδα. Βλέπεις εκεί υπήρχαν βάρδιες, κι εγώ περνούσα τη δική μου μόνη μου. Ο καθένας έκανε τη δουλειά του ανεξάρτητα από τους άλλους, σαν σκυταλοδρομία που όφειλες να παραλάβεις για να ξεκινήσεις και να παραδώσεις για να τελειώσεις. Κι εγώ είμαι team player. Προτιμώ την προβληματική ομάδα από την εύρυθμη αυτόνομη εργασία.

Έφυγα από τη θάλασσα νωρίτερα από ό,τι μπορούσα. Πήγα κι αγόρασα φρέσκα αυγά. «Αυγά Σίφνου» τα λένε στα μπακάλικα. Πήρα ένα ψωμί όλο ψίχα. Μπήκα στην κοινή κουζίνα λες και ήταν μόνο δική μου. Έβρασα τα αυγά μου μελάτα. Έτσι όπως έσπασα ένα για να το χύσω στο μπωλ με τις μπουκιές της ψίχας και το ελαιόλαδο, ανακάλυψα πως ήταν δίκροκο. Το θεώρησα καλό σημάδι. Για πρώτη φορά μετά από περίπου δυο βδομάδες, ένοιωθα ξανά το μέρος δικό μου. Κι εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να αφήσω ό,τι μπορώ στην άκρη και να περπατήσω αυτό το μονοπάτι με το καλύτερο βήμα που μπορούσαν τα πόδια μου να σχηματίσουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ