Αυτές τις ημέρες, στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες προβάλλεται η ταινία «Αγαπώντας τον Πάμπλο». Πρωταγωνιστεί το ζευγάρι στη ζωή και στο σινεμά, Χαβιέ Μπαρδέμ-Πενέλοπε Κρουζ.
*του Γιάννη Τριανταφύλλου.
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο της κολομβιανής δημοσιογράφου Μπιργίνια Μπαγέχο, ( στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός ), τηλεπαρουσιάστριας της κολομβιανής τηλεόρασης, η οποία έζησε με τον Εσκομπάρ έναν θυελλώδη έρωτα αλλά με περιπετιεώδες τέλος, αφού η Βαγέχο φυγαδεύτηκε από την Κολομβία, ως μάρτυρας κλειδί σε υποθέσεις δολοφονιών, δικαστικών κ.α. από τον Εσκομπάρ.
Μια ταινία με εξαιρετικές ερμηνείες από τους δύο πρωτταγωνιστές, καθώς ο Μπαρδέμ έχει πάρει -κι εγώ δεν ξέρω πόσα- κιλά για να είναι πειστικός ως Εσκομπαρ ( η σκηνή που τρέχει ολόγυμνος με ένα όπλο μέσα στη ζούγκλα είναι απολαυστική), η δε Κρουζ δίνει μια σταθερά καλή ερμηνεία, μιας γυναίκας διχασμένης ανάμεσα στον έρωτα και την αποστροφή για τον εραστή της λόγω της εγκληματικής προσωπικότητάς του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ζωή του Πάμπλο Εσκομπάρ μεταφέρεται στον κινηματογράφο. Περίπου προ τριετίας τον είχε υποδυθεί -επίσης εκπληκτικά – ο Μπενίσιο Ντελ Ντόρο στην ταινία “Χαμένος Παράδεισος”. όπου δύο τουρίστες Καναδοί βρίσκονται στην Κολομβία κι ένας του κάνει το λάθος να ερωτευτεί μια ανιψιά του Εσκομπάρ. Και μετά αρχίζει ο τρόμος…..
Και μην ξεχνάμε και τις πολλές τηλεοπτικές σειρές, με κορυφαία το Narcos, αναφερόμενο στη δράση του Εσκομπάρ αλλά και άλλων κολομβιανών ναρκοβαρώνων.
Το ερώτημα που ευλόγως προκύπτει είναι γιατί τόσος θόρυβος και τόση τηλεοπτική και κινηματογραφική ενασχόληση με έναν ναρκοβαρώνο, εντελώς αδίστακτο εγκληματία, ο οποίος, μέσω της δύναμης που του παρείχε το εμπόριο ναρκωτικών έφτασε σχεδόν να ελέγχει μια ολόκληρη χώρα ( την Κολομβία ). Ήταν η -κτηνώδης- δύναμη που απέπνεε, η παράνοιά του ότι μπορεί να τα βάλει με όλους και με όλα ( κάτι που κάποια στιγμή το κατόρθωσε ), ο αμύθηος πλούτος που συσσώρευσε;
Ισως, περισσότερο από όλα, να ήταν η αμφιλεγόμενη προσωπικότητά του. Ασφαλώς καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο περί “τέρατος”. Αλλά είτε επειδή ήθελε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των πολιτών της γενέτειρας και βάσης του, τού Μεντεγίν, είτε επειδή είχε όντως, όπως κάθε τρομερά επιδραστικός άνθρωπος και μια δεύτερη…προσωπικότητα, προσέφερε πολλά στους φτωχούς του Μεντεγίν. Εχτισε σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία και διάφορα άλλα κοινωφελή ιδρύματα, αναγορεύοντας τον εαυτό του σε τοπικό “Ρομπέν των Δασών”.
Ο Εσκομπάρ έφτασε να βγάζει δισεκατομμύρια δολλάρια ( το 1989 το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 7ο πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου ) ενώ οι χώροι που έμενε ήταν και αυτοί μυθικοί, με απεριόριστη ροπή στην υπερβολή ( αφού είχε και ζωολογικό κήπο! ). Εχασε τη ζωή του στις 2 Δεκεμβρίου του 1989, στα 44του χρόνια, προτιμώντας να σκοτωθεί παρά να παραοδθεί στους διώκτες του, έχοντας διανύσει μια τρελή κούρσα ναρκωτικών, δολλαρίων και αίματος.
Το βέβαιον είναι ότι 25 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Εσκομπάρ παραμένει, αν όχι δημοφιλής, σίγουρα ένα πρόσωπο μυθιστορηματικό, ιδανικό για χιολιγουντιανές -και όχι μόνον- παραγωγές. Ποιό ήταν το κίνητρό του για όλα αυτά που έκανε; Ισως το εκφράζει καλύτερα ο Τζον Μίλτον-Αλ Πατσίνο-Διάβολος, στον «Δικηγόρο του Διαβόλου»: «Vanity, definitely my favorite sin…. ».