Γράφει η Κατερίνα Γκαγκάκη
Πάντα θεωρούσα το ναρκισσισμό ένα εν δυνάμει προτέρημα.
Μία ιδιότητα που θα μπορούσε, αν τοποθετηθεί εύστοχα και έξυπνα στην ιδιοσυγκρασία και στα εξωγενή χαρακτηριστικά ενός προσώπου, ενός οργανισμού, να αποφέρει εξαιρετικά ευνοϊκά αποτελέσματα και οφέλη.
Γιατί αποτελεί μία έκφραση ελέγχου.
Μία αίσθηση πληρότητας και παντοδυναμίας.
Είναι αυτή η επάρκεια που κάνει το νάρκισσο τολμηρό, διεκδικητικό και αλλαζόνα ενίοτε, ανεξάρτητα απ την ρεαλιστική θεώρηση των δεδομένων.
Και όσο το περιβάλλον και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα το επιτρέπουν, το λιπαίνουν, το προστατεύουν, τόσο πιο αποφασιστικά επιβεβαιώνεται και μπορεί στη κατάλληλη σύνθεση και με την σωστή έκφραση, να οδηγήσει το πρόσωπο στο να μεγαλουργήσει. Αλλιώς, ακόμη και να καταστραφεί.
Γιατί έχει ένα μοναδικό ιδίωμα ο νάρκισσος, μεγάλος ή μικρότερος, επιφανειακός ή απόλυτα ουσιαστικός. Δεν αναγνωρίζει κινδύνους, και δεν κοντοστέκεται στα όρια. Συνήθως, δεν τα βλέπει.
Κι όταν πρόκειται για πρόσωπα, το σενάριο μπορεί να είναι ιδανικό μεν, χειροπιαστό δε, καθώς ασφαλιστική δικλείδα για υπερβολές και παρεκτροπές, αποτελεί το αξιακό σύστημα που τα περιβάλλει. Η οικογένεια, οι φίλοι, η δουλειά, οι κοινωνικές δομές τις οποίες ενδεχομένως σέβεται ή κυρίως φοβάται.
Όταν όμως πρόκειται για οργανισμό, κράτος, ηγεσία, χώρα, τότε το τοπίο μεταβάλλεται και οι συσχετισμοί δύναμης και εγωισμού αυτών στην εξουσία κινδυνεύουν να ακυρώσουν κάθε ισορροπία και προοπτική.
Εδώ και εβδομάδες παρακολουθώ με πολλή προσοχή, και προσπαθώ να αναλύσω την υφή και τις παραμέτρους λειτουργίας και αντιδράσεων ενός λαού-νάρκισσου στα χέρια μίας κυβέρνησης υπερφύαλης ή και αμήχανα αδύναμης, ανάλογα με την πλευρά απ την οποία το κοιτάει κανείς.
Και κανονικά δεν θα έπρεπε να αναφερθώ σε πρόσωπα, και σε αυτή την ερμηνεία, ούτε σε παρατάξεις, καθώς πιστεύω ότι περισσότερο ή λίγοτερο, σκόπιμα ή από άγνοια, με καλή, κακή ή απλώς ανόητη πρόθεση, όλοι έχουν- έχουμε συμβάλει απ τη μεταπολίτευση τουλάχιστον και μετά στο να χτιστεί αυτή η πεποίθηση της αέναης παντοδυναμίας.
Αυτή στην οποία και βασίστηκε το ψυχολογικό θρίλερ της τελευταίας τριετίας. Με πρωταγωνιστή έναν νάρκισσο λαό, που αισθάνεται – που αισθανόμαστε – ότι βρίσκεται στο επίκεντρο, και το απολαμβάνει. Και μία κυβέρνηση επηρμένη, μεγαλομανή, που το τροφοδοτεί και το ενισχύει με τον πιο πονηρό τρόπο . Απειλώντας το.
Ένα λαό που θεωρεί ότι είναι ο πιο ιδιαίτερος , ο πιο ταλαντούχος, ο πιο καπάτσος και ευέλικτος και γι αυτό και ο πιο αδικημένος. Και μία κυβέρνηση χειριστική που αρέσκεται να μιλά και οι άλλοι να ακούνε. Ανεξαρτήτως αντικειμένου. Και κυρίως χωρίς αντικείμενο.
Ένα λαό που απολαμβάνει να αξίζει περισσότερα απ όσα παίρνει, ανεξαρτήτως πραγματικών μεγεθών. Που τρέφεται τελευταία απ την άκρατη αδικία στην οποία υπόκειται, και για την οποία ουδέποτε έχει μέρος ευθύνης.
Και μία κυβέρνηση ματαιόδοξη που διασκεδάζει με τον ναρκισσισμό τον οποίο της δώσανε να οριοθετήσει και τον τροφοδοτεί με συμβολισμούς νηπιαγωγείου, με γραβάτες.
Ένα λαό που φοβάται πολύ την κακή κριτική και εν τέλει την απόρριψη, καθοδηγούμενο από ιθύνοντες, χειριστικούς, που την τρέμουν και γι αυτό φαντασιώνονται επιτεύγματα.
Έναν λαό που έχει μάθει να υπερβάλλει, στα καλά και στα κακά και να διαχειρίζεται έτσι τις όποιες δικαιολογημένες ανασφάλειες μέσα στην ιστορία. Με μία κυβέρνηση αυτοθαυμαζόμενη που έξυπνα ή από ανάγκη εξελίχτηκε σε γητευτή αυτών των ανασφαλειών.
Πάντα θεωρούσα το ναρκισσισμό ένα εν δυνάμει ταλέντο.
Για μας έγινε δοκιμασία.
Διελκυστίνδα στην άμμο. Τόλμης και αυταρέσκειας .
Προς το παρόν, μάλλον κερδίζουν.
*Η Κατερίνα Γκαγκάκη έχει σπουδάσει Ψυχολογία και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ψυχολογία και Οργανωσιακή Ψυχολογία στο London School of Economics Έχει εργαστεί ως στέλεχος στον χώρο της επικοινωνίας σε πολυεθνικές και ελληνικές εταιρίες.