Οι πόλεις της Ευρώπης και της ανατολικής Ασίας ανέβηκαν το 2021 στην κατάταξη των ακριβότερων για τους εργαζόμενους που μετατίθενται σε άλλες χώρες, κυρίως εξαιτίας της υποχώρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του δολαρίου, υποδεικνύει η ετήσια έρευνα της εταιρείας συμβούλων Mercer.
Η πρωτεύουσα του Τουρκμενιστάν, η Ασγκαμπάτ, όπου πάντως διαμένουν λίγοι εκπατρισμένοι εργαζόμενοι, πέρασε στη δεύτερη θέση το 2020, για πρώτη φορά, λόγω του «υψηλού πληθωρισμού» στη χώρα, εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Ζαν-Φιλίπ Σαρά, υπεύθυνος για θέματα διεθνούς κινητικότητας στη γαλλική θυγατρική της Μέρσερ.
Το Χονγκ Κονγκ, όπου η στέγη παραμένει πανάκριβη, πέρασε από την 1η στη 2η θέση, ενώ η Βηρυτός, 45η την προηγούμενη χρονιά, βρέθηκε αλματωδώς στην τρίτη θέση, λόγω του πληθωρισμού που προκάλεσαν η οικονομική κρίση, η πανδημία του νέου κορονοϊού και οι εκρήξεις που κατέστρεψαν το λιμάνι και συνοικίες της λιβανέζικης πρωτεύουσας την 4η Αυγούστου 2020, απαρίθμησε ο κ. Σαρά.
Στις δέκα ακριβότερες πόλεις για τους εκπατρισμένους εργαζόμενους απαντώνται ακόμη το Τόκιο (4ο), η Σαγκάη (6η), η Σιγκαπούρη (7η), και το Πεκίνο (9ο), καθώς και, στην Ευρώπη, τρεις ελβετικές πόλεις: η Ζυρίχη (5η), η Γενεύη (8η) και η Βέρνη (10η).
Το Λονδίνο καταλαμβάνει τη 18η θέση, ενώ το Παρίσι κατέγραψε ιλιγγιώδη άνοδο, από την 50ή στην 33η θέση, εξαιτίας της ενίσχυσης του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Η Αθήνα ανέβηκε στην 115η θέση (από την 138η, +23).
Στις ΗΠΑ, η Νέα Υόρκη, η ακριβότερη αμερικανική πόλη, έπεσε από την 6η στη 14η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, ακολουθούμενη από το Λος Άντζελες (20ο) και το Σαν Φρανσίσκο, που έπεσε από τη 16η στην 25η θέση.
Οι ινδικές πόλεις έπεσαν στην κατάταξη, με το Μουμπάι να κατρακυλάει από την 60η στην 78η θέση, λόγω της εξασθένισης της συναλλαγματικής ισοτιμίας της ρουπίας έναντι του δολαρίου.
Εξάλλου στην έρευνά της η Μέρσερ διαπιστώνει μείωση της μετανάστευσης για επαγγελματικούς σκοπούς, τόσο για πρακτικούς όσο και για οικονομικούς λόγους που συνδέονται με την πανδημία του νέου κορονοϊού.
Μακροπρόθεσμα, διαπιστώνει «μείωση της διάρκειας των παραδοσιακών εκπατρισμών» εργαζομένων «για περίοδο τριών ως πέντε ετών» οικογενειακώς, σύμφωνα με τον κ. Σαρά.
Οι μετεγκαταστάσεις εκτυλίσσονται παράλληλα με πιο προσωρινές μορφές μετάθεσης εργαζομένων, πιο συχνά πήγαινε-έλα μεταξύ των χωρών διαμονής και των χωρών εργασίας, με πτήσεις διάρκειας ως και έξι ωρών και αποστολές πιο βραχείας διάρκειας, ως και 18 μηνών, για τις οποίες «ο εργαζόμενος αναχωρεί μόνος» και «επιστρέφει δύο ή τρεις φορές τον χρόνο», πάντα κατά το στέλεχος της Mercer France.
Ωστόσο αυτές οι νέες μορφές κινητικότητας εγείρουν για αρκετές πολυεθνικές εταιρείες νέες δυσκολίες από ρυθμιστική άποψη, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τις βίζες, τη φορολογία και την κοινωνική ασφάλιση, κατά την εταιρεία συμβούλων.