«Ριζοσπάστης» 03.12.2020, εβδομήντα έξι χρόνια μετά τα «Δεκεμβριανά»: «Ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του ΕΑΜ, από νωρίς το πρωί χιλιάδες κόσμου άρχισαν να συρρέουν στις προσυγκεντρώσεις που είχαν οριστεί σε κάθε λαϊκή συνοικία της Αθήνας και του Πειραιά. Σύντομα, τα δεκάδες ρυάκια λαού συνέκλιναν σε μια τεράστια λαοθάλασσα με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος. Καθώς η κεφαλή της πορείας πλησίαζε την πλατεία, οι αστυνομικές δυνάμεις, που ήταν παραταγμένες μπροστά στο κτίριο του Αρχηγείου της Αστυνομίας (γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας), άνοιξαν πυρ στο άοπλο πλήθος. Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν από διάφορες κατευθύνσεις, σκορπώντας το θάνατο: 21 νεκροί και 140 τραυματίες ο απολογισμός της θρασύδειλης αυτής επίθεσης.
Του Διονύση Καραχάλιου*
Η λαϊκή μάζα υποχώρησε. Όταν όμως κόπασαν τα πυρά και δόθηκε το σήμα από την οργανωτική επιτροπή του συλλαλητηρίου, ξεχύθηκε και πάλι με ορμή, ανακαταλαμβάνοντας την πλατεία. Στις 14.30 το Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε «Διαταγή επιχειρήσεων» για τον αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής, ενώ το ίδιο βράδυ τμήματα της Ορεινής Ταξιαρχίας κινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στα Παλιά Ανάκτορα, στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού και στο Πανεπιστήμιο»…
Όμως, παρά την διαστρεβλωτική εμμονή της αριστεράς και παρά τις προσπάθειες της μεταπολιτευτικής στρατευμένης ιστοριογραφίας να επιβάλλει τη ανιστόρητη άποψη ότι, η μάχη της Αθήνας ήταν αποτέλεσμα «της απρόκλητης επίθεσης της αστυνομίας κατά του άοπλου λαού που είχε συγκεντρωθεί για να διαδηλώσει ειρηνικά στο Σύνταγμα στις 3 Δεκεμβρίου 1944», η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και την επιβεβαιώνουν τα γραπτά «ντοκουμέντα» της ίδιας της αριστεράς.
Η επίσημη γραμμή του ΚΚΕ, για την «εαμική αντίσταση» προέβλεπε ότι «μόλις κλονισθεί η στρατιωτική δύναμη του Άξονα, το ξεσήκωμα του λαού θα είναι αναπόφευκτο και τότε στο κόμμα μας θα πέσει το ιστορικό καθήκον να οργανώσει την εξέγερση αυτή του λαού και να μπει επικεφαλής, φροντίζοντας να εφαρμοστούν όλοι οι νόμοι και οι κανόνες της ένοπλης εξέγερσης και του εμφυλίου πολέμου» (Κ.Κ.Ε., Επίσημα Κείμενα, τομ. 5ος, σελ. 54). Δηλαδή, για το Κ.Κ.Ε., η προοπτική της αποδυνάμωσης του Άξονα δεν εκλαμβανόταν ως αφετηρία για την απελευθέρωση της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις, αλλά ως πρώτη τάξεως ευκαιρία για την κατάληψη της εξουσίας με «τους νόμους και τους κανόνες της ένοπλης εξέγερσης και του εμφυλίου πολέμου».
Ήδη, από τον Σεπτέμβριο του 1942, ένα χρόνο μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, ο μέγιστος διανοούμενος του Κ.Κ.Ε (τον οποίο δυστυχώς αποδέχονται ως «φωτεινό μυαλό» και πολλοί «αδιάβαστοι» αστοί…) δημοσιεύει ένα προπαγανδιστικό κομμουνιστικό μανιφέστο, με τον σκόπιμα παραπλανητικό τίτλο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Στο γ΄ μέρος αυτού του μανιφέστου, ο «δημοκράτης» Γληνός διατυπώνει το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο θα στηριζόταν, μετά από λίγο καιρό, όλη η αχαλίνωτη μανία των σαδιστών μακελάρηδων της ΟΠΛΑ. Ιδού τι έγραψε ο μεγάλος διανοούμενος της αριστεράς:
«Να μην επιτρέπετε στις γυναίκες σας, στις αδερφές σας, στις μανάδες σας, στις κόρες σας, στους συγγενείς σας γενικά, να συναναστρέφονται με τους ξένους. Να μαστιγώνετε με κάθε τρόπο και να καυτηριάζετε τις ερωτικές σχέσεις με τους ξένους. Να στιγματίζετε τις γυναίκες που παραδίνονται. Κάθε γυναίκα που παραδίνεται στους ξένους είναι κιόλας χαφιές και προδότισσα. Να μεταχειρίζεστε γι’ αυτές εξευτελιστικά επίθετα και χαραχτηρισμούς και να κάνετε γνωστό πως μετά τον πόλεμο θα χαραχτεί και στα δυο τους μάγουλα με ανεξίτηλα γράμματα ένα μεγάλο κεφαλαίο «Π», που θα σημαίνει «Πόρνη» και «Προδότισσα»[…]
Να κυνηγάτε και να στιγματίζετε όλους τους χαφιέδες, τους προδότες, τους καταδότες, τους συνεργάτες της Γκεστάπο και των Καραμπινιέρων να τους περιβάλλετε με την κοινή καταφρόνηση και με την απειλή τις φοβερώτερης τιμωρίας[…]
Όλες αυτές οι ενέργειες, οι τόσο απλές, έχουνε μεγίστη σημασία και να μην τις παραλείπετε ποτέ».
Ο Άγις Στίνας, αρχικά στέλεχος του ΚΚΕ και μετέπειτα τροτσκιστής, σχολιάζει ως εξής τις προαναφερόμενες «δημοκρατικές» απόψεις του Γληνού και την εφαρμογή τους στην πράξη από την ΟΠΛΑ:
[…] Σκότωναν φτωχές γυναικούλες γιατί έπλεναν ρούχα Ιταλών ή Γερμανών στρατιωτών. Θανάσιμο έγκλημα, επαίσχυντη αντιπατριωτική πράξη. Από πόσο πατριωτικό πάθος θα φλέγονταν αυτός ο λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα που έπλενε ρούχα για ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά της.
[…] Σκότωσαν εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που άνοιξαν στο Περιστέρι, μπροστά στην αντιπροσωπεία των αγγλικών εργατικών συνδικάτων όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια εργατών. Τα αγγλικά συνδικάτα και το αγγλικό εργατικό κόμμα είχαν τότε ζωηρά διαμαρτυρηθεί για την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα, εναντίον μιας δημοκρατικής αντιστασιακής οργάνωσης. Ο Τσώρτσιλ τους πρότεινε να εκλέξουν μια επιτροπή και να την στείλουν στην Ελλάδα για να γνωρίσει από κοντά αυτήν τη «δημοκρατική αντιστασιακή οργάνωση». Αυτοί ήρθαν και είδαν.
[…] Σκότωσαν γυναίκες γιατί, από την πείνα ή για να σώσουν τα παιδιά τους, δόθηκαν για μια πανιότα ή για μια κονσέρβα σε Ιταλούς ή Γερμανούς στρατιώτες. Αυτή η περίπτωση ήταν πιο σοβαρή. Δεν επρόκειτο μόνον για τον κίνδυνο να δημιουργηθούν φιλικές σχέσεις με τους κατακτητές, αλλά προσέβαλαν την εθνική τιμή και υπήρχε κίνδυνος να μπασταρδέψουν τη ράτσα μας. Μια αυθεντία από την υψηλή διανόηση του τόπου μας, αναγνωρισμένος προοδευτικός, εκπαιδευτικός κ.λπ., προτείνει σ’ ένα βιβλίο του, που εξακολουθεί να θεωρείται η «Βίβλος της Εθνικής Αντίστασης», ότι αυτές τις γυναίκες θα τρέπει να τις σημαδεύουμε στο μέτωπο μ’ ένα καυτό σίδερο ένα «Π», που θα σημαίνει «προδότισσα» και «πόρνη». Αυτό το βιβλίο του Δ. Γληνού δεν θα πρέπει να χαθεί. Θα πρέπει να μείνει για την ανθρωπιστική και δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των νέων! […] Χιλιάδες αθώοι ανύποπτοι άνθρωποι σφαγιάσθηκαν δίχως να ξέρουν γιατί, ούτε αυτοί ούτε εκείνοι που εν ψυχρώ τους εκτελούσαν. Ολόκληρες οικογένειες έχουν ξεκληριστεί με το πρόσχημα της συνεργασίας με τον εχθρό, ενώ στην πραγματικότητα κρύβονταν πίσω απ’ αυτά οικογενειακά ή προσωπικά μίση[…].
Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, όπου το μίσος και η αντεκδίκηση του Γληνού για όσους δεν εντάσσονταν στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ οδηγούσε στον στιγματισμό, στην διαπόμπευση και συνήθως στην δολοφονία τους, το ΚΚΕ ετοίμαζε το έδαφος για την κατάληψη της εξουσίας, μόλις οι συνθήκες κρίνονταν ώριμες. Αφού πέτυχε την εξόντωση όλων σχεδόν των εθνικών ανταρτικών ομάδων (πλην βεβαίως του ΕΔΕΣ) και άπλωσε – σε καιρό γερμανικής κατοχής – την κυριαρχία του τρόμου σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, ήταν φυσικό να σχεδιάσει και την κατάληψη της Αθήνας. Επ’ αυτού δεν αφήνει καμία αμφιβολία ο Γιάννης Ιωαννίδης, πρώην κουρέας και οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ κατά την περίοδο της κατοχής. Γράφει, συγκεκριμένα (Γιάννης Ιωαννίδης, Αναμνήσεις. Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση, εκδ. Θεμέλιο, 1979, σελ.185):
Για το πρόβλημα του ΕΔΕΣ εμείς είχαμε πάντα υπόψη μας ότι μια μέρα θάρθουμε σε σύγκρουση και θα τους εκκαθαρίσουμε αυτούς. Πάντα. Αυτό δεν έλειψε ποτέ από το μυαλό μας. Ότι αυτούς έπρεπε να τους εξουδετερώσουμε. Έτσι που να μην έχουμε από την πλάτη μας τίποτε, ώστε αν φτάσουμε να δώσουμε την μάχη της Αθήνας ο ΕΔΕΣ να μην υπάρχει για να μας κάνει τσιριτσάνζουλες […]
Την προγραμματισμένη επίθεση κατά του ΕΔΕΣ, για την εξουδετέρωσή του, πριν από την μάχη της Αθήνας, επιβεβαιώνει και ο «αγιογράφος» του Βελουχιώτη, Διον. Χαριτόπουλος (Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων, – Ιστορική βιογραφία, τομ. Β΄, εκδ. Εξάντας, 2001, σελ. 207). Αναφερόμενος σε έκθεση του Α. Τζήμα (ο οποίος ήταν, επί κατοχής πολιτικός επίτροπος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ) προς το Π.Γ. του κόμματος διευκρινίζει: «Ο Γ. Σιάντος (κατευθυνόμενος προς το βουνό για να αναλάβει καθήκοντα πολιτικού ηγέτη στο Στρατηγείο του ΕΛΑΣ), χωρίς προηγούμενη συνεργασία και κατατόπιση από το Γεν. Στρατηγείο δίνει εντολή της έναρξης των δικών μας επιχειρήσεων εναντίον του Ζέρβα […] Δεν περιμένει ούτε δυο μέρες για να φθάσει στο Γεν. Στρατηγείο του ΕΛΑΣ».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γρ. Φαράκος, που διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. πριν από τον Χαρ. Φλωράκη (1989-1991), καταλογίζει στην κομματική ηγεσία, την κατά την διάρκεια του 1943 έλλειψη επιχειρηματικής δραστηριότητας του ΕΛΑΣ κατά των Γερμανών, ως εξής: «Σε βιβλία συμπολεμιστών του Άρη ελάχιστα γίνεται αναφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις του 1943. Θεωρώ, ωστόσο πως, αν οι κριτικές παρατηρήσεις για τη μαχητική δράση εκείνης της περιόδου έχουν, στο βαθμό που έχουν, κάποια βάση, τουλάχιστον στον Άρη, δεν μπορεί να φορτωθεί η ευθύνη» (Γρ. Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, τομ. Α΄, Το αντάρτικο – στρατός για «τώρα» και «μετά», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2000, σελ. 57). Δηλαδή, με απλά λόγια, η απασχόληση του ΕΛΑΣ και ειδικά του Άρη, με την εξόντωση των εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων δεν άφηνε χρόνο, στους «γενναίους μαχητές» του, για να ασχοληθούν με τους Γερμανούς…
Και ενώ η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. φρόντιζε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να διασφαλίσει βιαίως την κυριαρχία του στην ύπαιθρο χώρα, δεν παρέλειπε να ετοιμάζεται για τον κύριο στόχο της: την Αθήνα. Όπως αναφέρει, με ανατριχιαστική ωμότητα, ο τότε οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ και ιδρυτής της ΟΠΛΑ Γιάννης Ιωαννίδης: Από τα μέσα του 1943 εγώ είπα στο Θόδωρο, τον Έκτορα (πρόκειται για τον ταγματάρχη Θεόδωρο Μακρίδη, ειδικό στρατιωτικό σύμβουλο του Κ.Κ.Ε.) «να κάνει ένα σχέδιο κατάληψης των Αθηνών με βάση τις δυνάμεις που υπάρχουν και που μπορούμε εμείς να έχουμε και τις δυνάμεις που έχουν αυτοί και που μπορούν να φέρουμε» (Γ. Ιωαννίδης, Αναμνήσεις, σελ. 267). Και συμπληρώνει ο Γρηγ. Φαράκος, τομ. Α΄ σελ. 144-149): «Με την έκθεση Μακρίδη γίνεται φανερό ότι το ‘σχέδιο’ εκείνο δεν αφορούσε μόνον την απελευθέρωση της Αθήνας, αλλά και την αντιμετώπιση του προβλήματος της εξουσίας […] Αβίαστα προκύπτει ότι ο βασικός σκοπός του ‘σχεδίου’ ήταν η ετοιμότητα για την διεκδίκηση της εξουσίας και ένοπλα, αν χρειαστεί και εναντίον των άγγλων […] Ως πιθανός χρόνος εφαρμογής των σχεδίων, θεωρούνταν η στιγμή αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και μετά απ’ αυτήν».
Πέρα όμως από το σχέδιο στρατιωτικής κατάληψης της Αθήνας, που είχε εκπονήσει εγκαίρως ο Μακρίδης, η προετοιμασία για την άλωση της εξουσίας περιελάμβανε και άλλες αγαθοεργές πράξεις: Αναφέρει, με πρωτοφανή κυνισμό, ο Ιωαννίδης στις Αναμνήσεις του (σελ. 289-290):
«Εμείς είχαμε την ΟΠΛΑ και ξέραμε όλους τους συνεργάτες των γερμανών (Ως γνωστόν συνεργάτες των γερμανών αποκαλούνταν σχεδόν όλοι όσοι αρνούνταν να προσχωρήσουν στις τάξεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ…) Εμείς είχαμε επισημάνει μαζί με τον Στέργιο τον Αναστασιάδη (τον επί κεφαλής της ΟΠΛΑ) τα πρόσωπα εκείνα που με την πρώτη ρήξη θα έπρεπε να πιάσουμε και να εξουδετερώσουμε. Ώστε αυτοί, οι εγγλέζοι και οι άλλοι, να μην έχουν άνθρωπο που να τους εξυπηρετεί. Αυτή η σκέψη μου ήταν σκέψη που την κάναμε μαζί με τον Γληνό προτού ακόμη βγούμε στο βουνό. Ο Γληνός είχε αυτή τη σκέψη επειδή είχε και πείρα από άλλα πραξικοπήματα που γινόντουσαν από παλιά στην Αθήνα. Και μούλεγε: Γιάννη, θα πιάσουμε πέντε έξι χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα και στον Πειραιά και μια αντίστοιχη αναλογία στην Θεσσαλονίκη και σε μερικές άλλες μεγάλες πόλεις. Θα τους πιάσουμε ξαφνικά με μια έφοδο. Εφόσον θα ξέρουμε που κάθεται ο καθένας από αυτούς. Θα τους πιάσουμε, θα τους εξουδετερώσουμε και έπειτα αυτοί θα μείνουν ξεκρέμαστοι […] Αυτοί που θα μείνουν, γιατί με πέντε έξι χιλιάδες δεν τους πιάνεις όλους, θα χώσουν το κεφάλι τους στο καβούκι τους και δεν θα κινηθούν […] Εμείς θα τους εξουδετερώναμε γιατί κάναμε επανάσταση και η επανάσταση δεν ξέρει άλλα. Τα άλλα είναι πράσινα άλογα. Όταν κάνεις εμφύλιο πόλεμο δεν τον κάνεις με συναισθηματισμό. Κάνεις εμφύλιο πόλεμο. Θα εξουδετερώσεις τον εχθρό με όλα τα μέσα […] Το πιάσιμο, χωρίς να κόβεις κεφάλια κλπ. είχε αρχίσει από πριν (την απελευθέρωση). Όταν εγώ πήγα στην Αθήνα η υπόθεση είχε προωθηθεί στο ελάχιστο και έβαλα ζήτημα: Βαράτε. Εμείς μέσα στην κυβέρνηση, οι υπουργοί εκεί πέρα κλπ., αλλά εμείς λέγαμε: Πιάστε, όσο εμείς είμαστε στην εξουσία και δεν μπορεί κανείς να μας πειράξει. […][ Δεν μπήκε ζήτημα να καταγγείλουμε τη συμφωνία της Καζέρτας… Δε θάταν σοβαρό. Τουλάχιστον τώρα τους αποκοίμιζες και λιγάκι, ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αμέσως πολεμική ενέργεια του ΕΛΑΣ εναντίον τους. Αυτό μας έδινε και καιρό να οργανωθούμε καλύτερα να κάνουμε τον εθνικό στρατό να κάνουμε καλύτερα τη δουλειά μας[…].
Και συνεχίζει ο Γιάννης Ιωαννίδης (Αναμνήσεις, σελ. 291):
«Φροντίζαμε να εξοπλίζουμε τους δικούς μας και να αφοπλίζουμε τους άλλους και συγχρόνως να δίνουμε μάχες ώστε να μην εξατμίζεται η πολεμική διάθεση των δικών μας της Αθήνας. Μέσα σ’ αυτή τη δράση να αναπτύσσεται η μαχητικότητα των δικών μας»
Δεν αφήνει καμία αμφιβολία ο τότε οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ, δηλαδή ο Νο 2 στην κομματική ιεραρχία, για τις πραγματικές προθέσεις των κομμουνιστών: Την συμφωνία της Καζέρτας την υπέγραψαν για να κερδίσουν χρόνο και για να ξεγελάσουν, να αποκοιμίσουν, τους «εχθρούς» τους. Η απόφαση για τις συλλήψεις, τις ομηρίες και τις δολοφονίες είχε ληφθεί, χωρίς συναισθηματισμούς, πολύ νωρίτερα, «προτού ακόμη βγούμε στο βουνό». Πολύ πριν την 3η Δεκεμβρίου ο Ιωαννίδης είχε δώσει το σύνθημα «Βαράτε», εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι κομμουνιστές συμμετείχαν στην κυβέρνηση Παπανδρέου και, συνεπώς, «δεν μπορεί κανείς να μας πειράξει». Και παράλληλα ο Έκτορας είχε έτοιμο το σχέδιο για την βίαιη κατάληψη της εξουσίας! Και για την προετοιμασία της οποίας φρόντιζαν να «προπονούνται», εξοπλίζοντας τους δικούς τους, αφοπλίζοντας τους αντιπάλους τους και δίνοντας μάχες για να αναπτύσσεται η μαχητικότητα των δικών τους… Εν καιρώ γερμανικής κατοχής και όχι εναντίον των Γερμανών, αλλά εναντίον Ελλήνων!…
Και ξημέρωσε η 3η Δεκεμβρίου 1944…. Ο «Ριζοσπάστης», που κυκλοφορούσε, ήδη από τα χαράματα, έγραφε στην κορυφή της πρώτης του σελίδας: «Όλοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα – Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!». Το κύριο άρθρο γραμμένο από τον Γιάννη Ζέβγο (δάσκαλο, δημοσιογράφο, ιστορικό και ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που διετέλεσε Υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μετακατοχική οικουμενική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου), με τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», αφού εξηγούσε γιατί τα μεσάνυχτα της 1 προς 2 Δεκέμβρη 1944 παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου όλοι οι υπουργοί και υφυπουργοί του ΕΑΜ., δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για την σκοπιμότητα του συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος:
«Τώρα το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας»…
Μετά δε την αποτυχία τους να καταλάβουν το ηρωικό Σύνταγμα Μακρυγιάννη και την τελική συντριβή τους στην Αθήνα, δεν έβαλαν μυαλό. Υπέγραψαν την συμφωνία της Βάρκιζας, υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους, αλλά κάθε άλλο παρά υπήρξαν συνεπείς προς αυτή τους την υποχρέωση… Ομολογεί, χωρίς ίχνος ντροπής ο Ιωαννίδης (Αναμνήσεις, σελ. 292): «Εν τω μεταξύ κρύψαμε οπλισμό για να εξοπλίσουμε στρατό δύναμης 30.000 με πυροβόλα, οπλοπολυβόλα και 2-3 πυροβόλα. Αυτός ήταν καλός οπλισμός. Μην κοιτάς που αργότερα μας πιάσαν ορισμένο από αυτό τον οπλισμό. Αυτό είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Αλλά το γεγονός ότι μέχρι και εκείνη την στιγμή (δηλαδή, μετά την Βάρκιζα!) η προοπτική μας ήταν να δώσουμε μάχη όταν θα μας παρουσιαστεί η ανάγκη, αυτό είναι αναμφισβήτητο από τα μέτρα που παίρνονταν. Δεν μπορεί να πεις ότι εμείς κρύψαμε όπλα έτσι για γούστο. Τα κρύψαμε και μάλιστα η εντολή ήταν από έξω που τα κρύψαμε, λίγα- λίγα να τα μπάζουμε στις πόλεις και μέσα στην Αθήνα. Και αρχίσαμε να τα μπάζουμε και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη»…
Ποια ήταν η αποτίμηση των Δεκεμβριανών από τους Έλληνες κομμουνιστές; Οι πολύτιμες υπηρεσίες, που προσέφερε το ΚΚΕ στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, σύμφωνα με το διεθνιστικό του καθήκον! Το ομολόγησε με υπερηφάνεια ο Γιώργης Σιάντος, τότε Γραμματέας του ΚΚΕ στην 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος ((Κ.Κ.Ε., Επίσημα Κείμενα, τομ. 5ος, σελ. 424):
« Η μάχη της Αθήνας έθεσε το μεταπολεμικό πρόβλημα μέσα και έξω από την Ελλάδα, βοήθησε τον αγώνα τον αντιφασιστικό στα γειτονικά και σε όλα τα άλλα κράτη» (δηλαδή από την Αλβανία μέχρι την Πολωνία…)
Τα ίδια περίπου είπε και ο Νίκος Ζαχαριάδης, μετά τον 3ο γύρο και την συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας, τον Αύγουστο 1949, στο Βίτσι και στον Γράμμο, στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ:
«Σύντροφοι χάσαμε, αλλά εκπληρώσαμε στο ακέραιο το διεθνιστικό μας καθήκον»! (Π. Ανταίος, Νίκος Ζαχαριάδης, θύτης και θύμα, εκδ. Φυτράκη, 1991, σελ. 171-172).
Μετά απ’ όλα αυτά και παρ’ όλα αυτά, οι σημερινοί στρατευμένοι μυθοπλάστες – ιστοριογράφοι επιμένουν ότι τον «Δεκέμβρη του 44» τον ετοίμασε και τον ξεκίνησε η «αντίδραση»… Ευτυχώς, όμως, πέρα από τα «έργα» τους, ομιλούν και τα δικά τους γραπτά, τα οποία όμως οφείλουν να μάθουν να τα διαβάζουν όλοι όσοι αγαπούν την Ελευθερία, την Δημοκρατία και την Πατρίδα.-