Ανησυχούν για την έκθεση των λιλιπούτειων μαθητών τους στην οθόνη. Συγχρόνως όμως δηλώνουν εντυπωσιασμένες από την προσαρμοστικότητά τους στις απαιτήσεις της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, την πειθαρχίας τους αλλά και την εξοικείωσής τους: τα «νηπιαγωγάκια», δηλαδή τα παιδιά 4 και 5 ετών, μοιάζουν ήδη εκπαιδευμένα να σηκώνουν ηλεκτρονικά το χέρι τους για να πάρουν τον λόγο.
«Τα παιδιά εξοικειώθηκαν πολύ γρήγορα, μου έκανε και μένα μεγάλη εντύπωση ότι πειθαρχούν. Μπορεί βέβαια να ξεχαστεί και κανένα ανοικτό μικρόφωνο, αλλά δεν έχει υπάρξει μέρα που να είπα “πω πω δεν έκανα τίποτε σήμερα, έκανα τον θηριοδαμαστή μόνο”» λέει στο ΑΠΕ ΜΠΕ, η Ντίνα Θεοδώρου, προϊσταμένη στο 18ο Νηπιαγωγείο του Αγίου Δημητρίου.
«Ψηφιακοί ιθαγενείς»
Για τους ειδικούς η προσαρμοστικότητα αυτή δεν είναι ανεξήγητη. Αντίθετα από τις προηγούμενες γενιές που χαρακτηρίστηκαν «ψηφιακοί μετανάστες» ως προς τη σχέση τους με τις νέες τεχνολογίες, οι τελευταίες γενικές χαρακτηρίζονται «ψηφιακοί ιθαγενείς». Δεν γνώρισαν τον ψηφιακό κόσμο στην ενήλικη ζωή τους, αλλά γεννήθηκαν μέσα σε αυτόν.
«Για την χρήση της εφαρμογής που χρησιμοποιούμε, κάναμε μια πρόβα την προηγούμενη μέρα, τους δείξαμε τα βασικά. Τις πρώτες δυο ημέρες ήταν κάτι καινούργιο και ενδιαφέρονταν πάρα πολύ. Όμως είναι αρκετή η έκθεση στην οθόνη και δεν εξαιρώ τα διαλείμματα αφού εκείνη την ώρα παραμένουν συνδεδεμένοι για να μιλούν με τους φίλους τους» αναφέρει ακόμη η Ντίνα Θεοδώρου. «Ζουν σε μια μεσοποιημένη κοινωνία από την ώρα που γεννήθηκαν. Για τα περισσότερα ήταν σχετικά εύκολο και λίγο συναρπαστικό να πηγαίνουν σχολείο από το σπίτι τους» συμπληρώνει η Ειρήνη Ψαρρά, νηπιαγωγός με μεταπτυχιακές σπουδές στις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών.
Οι εκπαιδευτικοί σημειώνουν πάντως πως η δια ζώσης εκπαίδευση «δεν αντικαθίσταται με τίποτε», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ντίνα Θεοδώρου. «Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση μπορεί να εμπλουτίσει τη διαδικασία αλλά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να την υποκαταστήσει. Λείπει όμως ένα σημαντικό κομμάτι της δια ζώσης εκπαίδευσης όπως τα κινητικά παιχνίδια» προσθέτει από την πλευρά της η Λίζα Λαλούση, προϊσταμένη στο 1ο Νηπιαγωγείο Ερμιόνης, η οποία εντοπίζει και στους δικούς της μαθητές δεξιότητες σε σχέση με τη χρήση των νέων τεχνολογιών: «Ανοίγουν και κλείνουν το μικρόφωνο, σηκώνουν το ηλεκτρονικό τους χέρι όταν θέλουν να μιλήσουν» αναφέρει. «Ηταν εξοικειωμένα από την πρώτη ημέρα. Τους είπαμε κάποια πράγματα αλλά φάνηκε σαν να τα γνώριζαν ήδη από τους γονείς τους» προσθέτει.
Η μάχη των εκπαιδευτικών
Η εξοικείωση αυτή δεν παρατηρείται μόνο στα παιδιά του νηπιαγωγείου αλλά και τα μικρότερα – τα προνήπια. Από τη δική τους πλευρά, ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί χρειάστηκε να δώσουν μια πραγματική μάχη με τον χρόνο αλλά και με τις ελλείψεις για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του εγχειρήματος. «Δώσαμε τον καλύτερο μας εαυτό» λέει η Λίζα Λαλούση. «Υπήρξε από την αρχή πολλή μεγάλη συμπαράσταση μεταξύ μας, μέσα από ομάδες στο facebook, ανταλλάσουμε υλικό, ιδέες, σκέψεις για διάφορα εργαλεία και εφαρμογές» σημειώνει η Ντίνα Θεοδώρου. Η ίδια παρατηρεί ωστόσο πως, καθώς ο πληθυσμός των εκπαιδευτικών είναι μεγάλος σε ηλικία, θα πρέπει να υπάρξουν προγράμματα επιμόρφωσης.
Το εγχείρημα μοιάζει ακόμη πιο δύσκολο, δεδομένης της φύσης της διδασκαλίας σε αυτές τις ηλικίες. «Στο Νηπιαγωγείο η λεγόμενη “μετωπική” διδασκαλία δεν έχει θέση, δεν δίνουμε διαλέξεις. Στο Νηπιαγωγείο υπάρχει δράση, υπάρχει αυτενέργεια, συνεργασία σε όλα τα επίπεδα. Το πρόγραμμα του Νηπιαγωγείου βασίζεται στο βίωμα, στην πολυποίκιλη αλληλεπίδραση μεταξύ των παιδιών, στην αυτενέργεια, στον πειραματισμό με τα υλικά, στο συμβολικό παιχνίδι. Δεν είναι τυχαίο που οι αίθουσες των Νηπιαγωγείων διαφέρουν τόσο πολύ από εκείνες ακόμη και του Δημοτικού σχολείου» παρατηρεί η Ειρήνη Ψαρρά.
Νοσταλγία για την αίθουσα
Θα είναι και αυτός ένας λόγος για τον οποίο τα παιδιά αυτής της ηλικίας επιθυμούν ό,τι και τα μεγαλύτερα: παρά την ψηφιακή ιθαγένεια και την σχέση τους με την οθόνη, η επιθυμία τους είναι να επιστρέψουν στο σχολείο και την «κανονική ζωή» της επαφής με τους συμμαθητές τους. Στην καραντίνα της περασμένης άνοιξης η Ντίνα Θεοδώρου έπρεπε να χειριστεί το σοκ της αποκοπής από το σχολικό περιβάλλον για κάποιους από τους μαθητές της. «Χρειάστηκε να επικοινωνήσουμε μαζί τους, να δουν πως και εμείς ήμασταν στο σπίτι, γιατί κάποια νόμιζαν πως η μαμά τους απλώς σταμάτησε να τα πηγαίνει στο σχολείο» θυμάται.
Η Λίζα Λαλούση ακούει πολύ συχνά σήμερα μαθητές της να την ρωτούν πότε θα επιστρέψουν στο σχολείο. «Επιζητούν τους συμμαθητές τους, το κτίριο» αναφέρει. «Το κοινό μας είναι ιδιαιτέρως απαιτητικό και δεν έχει μπροστά του βιβλίο με την ύλη. Το πρόγραμμα εκπονεί κάθε εκπαιδευτικός μόνος του, βασιζόμενος στις ανάγκες της ομάδας του. Κι όσο αυτό είναι υπέροχο γιατί είναι πιο κοντά στην αλήθεια από οποιαδήποτε άλλο πρόγραμμα, άλλο τόσο είναι δύσκολο» είναι η γνώση που καταθέτει η Ειρήνη Ψαρρά.
Τα ευτράπελα
Εως την επιστροφή στο σχολείο, οι εκπαιδευτικοί θα ακούσουν και θα δουν πολλά από τις οθόνες – «Πόσο εύκολο είναι, νομίζετε, να κρατήσει κανείς για δυο ώρες το ενδιαφέρον των παιδιών αυτής της ηλικίας χωρίς να αρχίσουν τα ευτράπελα από την κόπωση;» διερωτάται η Ειρήνη Ψαρρά. «Κάπως έτσι το εργαλείο της εξ αποστάσεως σύγχρονης εκπαίδευσης μετατρέπεται σε μεγεθυντικό φακό των ανισοτήτων. Η κουλτούρα κάθε σπιτιού, η στάση της οικογένειας απέναντι στον θεσμό αποκαλύπτεται μέσα από την ολιγόλεπτη σύνδεση» σημειώνει.
Η εμπειρία αυτών των πρώτων ημερών ήταν αρκετή για να ζήσει διάφορα τραγελαφικά περιστατικά. «Τηλεοράσεις στη διαπασών και τα μίξερ σε πλήρη λειτουργία με ανοιχτό το μικρόφωνο, μια μητέρα στο βάθος που κάνει δουλειές και δείχνει ικανοποιημένη που το παιδί της απολαμβάνει ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά μπροστά στην οθόνη συντροφιά με τους φίλους του από το σχολείο, διάφορα χέρια που δίνουν μηλαράκια στο παιδί την ώρα της τηλεδιάσκεψης, η γιαγιά που απαντά στο κινητό για να κανονίσει πότε θα περάσει να πάρει τα τάπερ» σταχυολογεί.
Η ψηφιακή ωριμότητα των «ιθαγενών» και η ψηφιακή ανωριμότητα των «μεταναστών»; Ή άλλο ένα δείγμα προσαρμοστικότητας των πρώτων και δυσκολίας προσαρμογής των δεύτερων; Όπως παρατηρεί πάντως η Ντίνα Θεοδώρου, η προσαρμοστικότητα των μικρών δεν αφορά μόνο τον ψηφιακό κόσμο αλλά και άλλες πτυχές της ζωής. «Η ταχύτητα με την οποία προσαρμόστηκαν στη χρήση της μάσκας δεν συγκρίνεται με εμάς των μεγαλύτερων» ομολογεί.