Δύο περιστατικά που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες και συζητήθηκαν πολύ αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις στις οποίες μπορεί κανείς να δει καθαρά τη σχέση εντυπώσεων και ουσίας στον δημόσιο λόγο.
Πρόκειται για τους «πανηγυρισμούς για τους νεκρούς» του κου Γεωργιάδη και για την «αριθμητική των ΜΕΘ» του κου Γεραπετρίτη. Και οι δύο δηλώσεις έγιναν βούκινο και οι εκφραστές τους πετροβολήθηκαν με μανία. Για εντελώς λάθος λόγους, ισχυρίζομαι.
Αυτό που θέλω να υποστηρίξω δεν είναι ότι ο οι δύο πολιτικοί είχαν δίκιο. Αλλά ότι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η συζήτηση για τις απόψεις που εξέφρασαν αγνοούσε την ουσία και αφορούσε αποκλειστικά τις εντυπώσεις. Και ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο, μας αρέσει δε μας αρέσει (δε μας αρέσει), διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος. Θα ήταν μάλλον ουτοπικό να ελπίζει κανείς ότι αυτό μπορεί να αλλάξει, γιατί η κοινή γνώμη παντού και πάντα διαμορφώνεται από αυτό που οι αγγλοαμερικάνοι λένε soundbites, από ατάκες δηλαδή. Αλλά τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο μπορούμε να μάθουμε να αποφεύγουμε την παγίδα των εντυπώσεων και να κρίνουμε τα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν αναφερόμενοι στην ουσία τους.
Ας πάρουμε τη δήλωση Γεωργιάδη. Έχουμε 12 φορές λιγότερους θανάτους ανά εκατομμύριο από το Βέλγιο. «Πανηγυρίζετε για τους νεκρούς;» έρχεται αμέσως η αντεπίθεση, και ο Γεωργιάδης έπεσε στην παγίδα. Με μια ατάκα των 3 δευτερολέπτων που θα αναπαραχθεί χιλιάδες φορές από κάθε μέσο με προβλέψιμα αποτελέσματα. Φυσικά, αν το σκεφτεί κανείς για δύο λεπτά, δεν μπορεί να μην κατανοήσει ότι το γεγονός πως έχουμε 12 φορές λιγότερους θανάτους ανά εκατομμύριο σημαίνει ότι έχουμε αποφύγει τον θάνατο πολλών χιλιάδων ανθρώπων, και δεν μπορώ να φανταστώ ποιος δεν θα ένιωθε ανακούφιση για τις χιλιάδες ζωές που ΔΕΝ χάθηκαν, και όχι για τους θανάτους που επήλθαν, προφανώς. Αλλά αυτή η διευκρίνηση παίρνει πάνω από 30 δευτερόλεπτα για να διατυπωθεί, συνεπώς είναι καταδικασμένη, γιατί δεν θα προλάβεις ποτέ να την ολοκληρώσεις, καθώς ο αντίπαλός σου απλώς θα επαναλαμβάνει τη δική του ατάκα των 3 δευτερολέπτων, «πανηγυρίζετε για τους νεκρούς;», και κανείς δεν θα δώσει σημασία στην εξήγηση. Μπορείς να πιάσεις μετά να τη γράψεις στη σελίδα σου στο Facebook, αλλά είναι πια αργά. Η κοινή γνώμη έχει διαμορφωθεί. Οι περισσότεροι θα μάθουμε τη δήλωση από κάποια δημοσίευση στα κοινωνικά δίκτυα ή από κάποιο σύντομο κλιπ (sound bite) [Πανηγυρίζετε; Ναι, πανηγυρίζω] και κανένας (καλά, σχεδόν κανένας) δημοσιογράφος δεν θα διακινδυνεύσει να χάσει το ακροατήριό του παραβαίνοντας τον νόμο των 30 δετυερολέπτων, προσπαθώντας να εξηγήσει ότι η αντέγκληση δεν αφορούσε την ουσία, με την οποία θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς, αφού πρώτα όμως έχει καταλάβει τον επιχείρημα που προτίθεται να αντικρούσει.
Για την περίπτωση του κου Γεραπετρίτη, ακούσαμε επιχειρήματα του τύπου «α, δηλαδή, αφού με περισσότερες ΜΕΘ θα είχαμε περισσότερους θανάτους, άμα μηδενίσουμε τις ΜΕΘ δε θα έχουμε καθόλου θανάτους». Πρόκειται για επιχείρημα πεντάχρονου παιδιού, αλλά είναι πιασάρικο. Η άποψη του Γεραπετρίτη είναι από την άποψη της αυστηρής λογικής ορθή. Επειδή το λοκντάουν είναι –μεταξύ άλλων, αλλά σε πολύ σημαντικό βαθμό– συνάρτηση της πληρότητας των ΜΕΘ, με περισσότερες ΜΕΘ θα επιβαλλόταν όταν θα φτάναμε το ίδιο ποσοστό που φτάσαμε όταν κάναμε το σημερινό. Θα τις γεμίζαμε πάλι, δηλαδή, είναι σχεδόν νομοτελειακό αυτό, σε μια ανεξέλεγκτη πανδημία. Αν τα άλλα περιοριστικά μέτρα δεν αποδίδουν, μόνο το λοκντάουν μπορεί να φρενάρει αποτελεσματικά την εξάπλωση και αυτό δεν μπορείς να το κάνεις παρά μόνο όταν δεν έχεις άλλη επιλογή, δηλαδή όταν κινδυνεύουν να γεμίσουν οι ΜΕΘ. Άρα, οι ΜΕΘ θα γεμίσουν, όσες κι αν έχουμε (εντός των ρεαλιστικών ορίων, εννοείται)· άρα, θα έχουμε περισσότερους νεκρούς. Το αν ο Γεραπετρίτης εννοούσε ότι δεν χρειάζεται να φτιάξουμε περισσότερες ΜΕΘ έστω κι αν μπορούμε (δεν εννοούσε αυτό, όπως καταλαβαίνει όποιος ακούσει τι έλεγε αμέσως πριν) ή το αν έχει δίκιο σε αυτό που εν πάση περιπτώσει εννοούσε είναι μια εντελώς άλλη συζήτηση (η οποία δεν γίνεται ή, αν γίνεται, γίνεται στον βρόντο). Αλλά η εξήγηση αυτή απαιτεί πολύ περισσότερα από 30 δευτερόλεπτα· οι εντυπώσεις νικούν κατά κράτος. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Γεραπετρίτης έχει δίκιο. Αλλά αν έχει άδικο, θα πρέπει να αφιερώσουμε δυο-τρία λεπτά (και να είμαστε λίγο παραπάνω από στοιχειωδώς ενημερωμένοι) προκειμένου να κατανοήσουμε την ουσία του συλλογισμού, ώστε να μπορέσουμε να τον αντικρούσουμε.
Και οι δύο δηλώσεις ήταν πολιτικά ατυχείς, φυσικά. Έπρεπε να ξέρουν, και ο μεν και ο δε, ότι τα επιχειρήματα περί θανάτων είναι επικοινωνιακό ναρκοπέδιο· ακόμη και με την πιο προσεκτική διατύπωση –κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο σε μια προφορική συνέντευξη ή συζήτηση, ιδίως όταν αντιπαρατίθεσαι με πολιτικό αντίπαλο– είναι μάλλον απίθανο να αποφύγεις να πεις κάτι που δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου.
Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι, απλώς, ότι κανένας μας δεν έχει τον χρόνο να ασχοληθεί επισταμένα, να κάνει την απαιτούμενη έρευνα, να αφιερώσει τον χρόνο για να σκεφτεί σοβαρά κάθε ζήτημα που αναφύεται στη δημόσια σφαίρα. Συχνά μαθαίνουμε κάτι από μια ανάρτηση ενός φίλου ή γνωστού στα κοινωνικά δίκτυα ή από ένα σύντομο ρεπορτάζ στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση την ώρα που οδηγούμε ή πλένουμε τα πιάτα. Πολύ συχνά, λοιπόν, δεν είμαστε σε θέση να μορφώσουμε γνώμη για το ζήτημα. Το πρόβλημα είναι ότι θέλουμε να έχουμε άποψη, παρόλα αυτά, οπότε αναμασάμε τις ατάκες που εκτοξεύονται από εδώ κι από εκεί, ιδίως αν επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις μας, τους φόβους μας ή τις συμπάθειές μας.
Δεν χρειάζεται να έχουμε άποψη για όλα, όμως. Και δεν πρέπει να πέφτουμε τόσο εύκολα στην παγίδα να αντιγράφουμε τις απόψεις άλλων όταν δεν είμαστε σε θέση να έχουμε δική μας. Σε μια εποχή που οι απόψεις εκφράζονται σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο, δηλητηριάζουμε τη δημόσια ζωή μας με αβασάνιστα συμπεράσματα και απεμπολούμε την κριτική σκέψη όταν μπερδεύουμε τη λογική των πολλών –ή των πιο φωνακλάδων– με την κοινή λογική.
*Ο Μάνος Τζιρίτας είναι μεταφραστής