*του Nicu Popescu
Ύστερα από έξι εβδομάδες μαχών για τη διαμφισβητούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, και αρκετές αποτυχημένες καταπαύσεις του πυρός, η Ρωσία πέτυχε μια συμφωνία μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν που είναι πιθανό να τηρηθεί.
Με την κατάσταση τώρα στο πεδίο των μαχών να έχει «ξαναπαγώσει», διαφαίνονται δύο καθαροί νικητές: η Ρωσία και η Τουρκία, που ενεπλάκησαν ενεργά στη σύγκρουση ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση απλώς παρατηρούσε.
Και θα συνεχίσει να παρατηρεί όσο δεν αναθεωρεί τη στρατηγική της για την περιοχή.
Η συμφωνία μοιάζει πολύ με τον συμβιβασμό στον οποίο κατέληξαν πριν από μια δεκαετία η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και η διεθνής κοινότητα. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας δεν γίνεται με τη βοήθεια διπλωματών ή πολιτικών, αλλά με τη στρατιωτική ισχύ.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Ρωσία θα εγκαταστήσει 2.000 κυανόκρανους, που θα εξασφαλίζουν ότι το Ναγκόρνο-Καραμπάχ θα έχει μια προστατευόμενη από τη Ρωσία οδική σύνδεση με την Αρμενία και ότι το Αζερμπαϊτζάν θα έχει μια προστατευόμενη από τη Ρωσία επικοινωνιακή και οδική σύνδεση με τον αζερικό θύλακα του Ναχτσιβάν.
Αν όμως το Αζερμπαϊτζάν μοιάζει να νίκησε και η Αρμενία να ηττήθηκε, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και για τις δύο χώρες.
Το Μπακού κέρδισε επτά επαρχίες γύρω από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που κατέχονταν ως τώρα από την Αρμενία, και θα διατηρήσει τα εδαφικά του κέρδη στον θύλακα. Θα αναγκαστεί όμως να δεχθεί περιορισμούς στη μελλοντική εξωτερική του πολιτική και ασφάλεια.
Με τη ρωσική στρατιωτική παρουσία σε ένα έδαφος που είναι διεθνώς αναγνωρισμένο ως αζερικό, και με ρωσικό προσωπικό ασφαλείας που εξασφαλίζει την πρόσβαση του Αζερμπαϊτζάν στο Ναχτσιβάν, η Μόσχα «πατάει» πολύ πιο γερά στη χώρα αυτή.
Το Ναγκόρνο-Καραμπάχ θα μοιάζει πλέον περισσότερο με την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία πριν από το 2008. ΟΙ δύο αυτές επαρχίες της Γεωργίας που διεκδικούν την αυτονομία τους επιτρέπουν στη Ρωσία να ανεβάζει ή να κατεβάζει τη «θερμοκρασία της ασφάλειας» προκειμένου να επηρεάζει τις εξελίξεις στη Γεωργία.
Στην ομάδα αυτή εντάσσεται τώρα και το Αζερμπαϊτζάν. Βραχυπρόθεσμα, αυτό θα οδηγήσει σε έναν μήνα του μέλιτος μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ρωσίας, σε βάθος χρόνου όμως θα αποτελεί μια πηγή αστάθειας και αντιπαραθέσεων στις σχέσεις Μόσχας και Μπακού.
Η Αρμενία, από την άλλη πλευρά, διατηρεί τον έλεγχο ενός μέρους του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και η ανάπτυξη ρώσων κυανοκράνων την καθιστά λιγότερο ευάλωτη σε μελλοντικές επιθέσεις.
Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται δραματικά η εξάρτηση της Αρμενίας από τη Ρωσία, αφού αυτό που απομένει από το ελεγχόμενο από τη Ρωσία Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι εντελώς ανυπεράσπιστο χωρίς τη Ρωσία. Το Γερεβάν θα δεχθεί τώρα ακόμη πιο ισχυρές πιέσεις από τη Μόσχα για να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στην εγχώρια ή την εξωτερική της πολιτική.
Οι πραγματικοί νικητές αυτής της σύγκρουσης είναι η Ρωσία και η Τουρκία. Η πρώτη αυξάνει τον έλεγχό της τόσο επί της Αρμενίας όσο και επί του Αζερμπαϊτζάν. Χάρις στον στρατό και τα drones της δεύτερης, το Αζερμπαϊτζάν ανέκτησε επτά επαρχίες και μέρος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η Τουρκία απέδειξε έτσι ότι, αντίθετα με τη Ρωσία, ξέρει να υπερασπίζεται τους συμμάχους της. Και οι τουρκορωσικές σχέσεις παρέμειναν ισχυρές.
Τίποτα από αυτά δεν αποτελεί καλό οιωνό για την εξωτερική πολιτική και το διεθνές προφίλ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη γειτονιά της ΕΕ στρατιωτικοποιείται όλο και περισσότερο. Οι βασικοί παίκτες στην περιοχή δεν είναι χώρες της ΕΕ. Αντιθέτως, η Τουρκία, η Ρωσία και τώρα το Αζερμπαϊτζάν βλέπουν τη στρατιωτική δράση να αποτελεί έναν αποτελεσματικό και ασφαλή δρόμο για την επιτυχία, από τον Νότιο Καύκασο μέχρι τη Συρία και τη Λιβύη.
Όσο η ΕΕ συνεχίζει να στηρίζεται αποκλειστικά στα διπλωματικά και οικονομικά μέσα για την άσκηση της επιρροής της στην περιοχή, η τάση αυτή θα συνεχίζεται.
Για να αλλάξει η κατάσταση, η ΕΕ θα πρέπει να αρχίσει να συνεργάζεται στον στρατιωτικό τομέα, στην αντικατασκοπεία και την ασφάλεια με διάφορες χώρες στα ανατολικά και τα νότιά της. Μόνο έτσι, η φωνή της θα αρχίσει να ακούγεται δυνατότερα.
* Ο Νίκου Ποπέσκου είναι διευθυντής του προγράμματος Wider Europe στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων
Πηγή: Politico