today-is-a-good-day
19 C
Athens

Η Χίος μου

*Γράφει η Αργυρώ Κουτσού

Στη Χίο είχα πάει μία φορά, για διακοπές, το παράξενο καλοκαίρι του 2007. Για μένα ήταν παράξενο εκείνο το καλοκαίρι. Μέχρι και το προηγούμενο, για δεκαοχτώ συνεχόμενα χρόνια, τις διακοπές μου τις μοιραζόμουν με τον ίδιο άνθρωπο. Τον οποίο δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά.

Στις 6 Αυγούστου του 7, ανήμερα του Σωτήρος, πήρα μια φιλενάδα μου κι ένα αεροπλάνο, και πήγαμε στο Bodrum. Είχα πάθει έναν μικρό τραυματισμό στη μέση, και πήγα για περιποίηση. Έμεινα εκεί 8 μέρες. Ξυπνούσαμε το πρωί, πηγαίναμε για πρωινό, και ξεκινούσαμε τους κοριτσισμούς μας. Πρώτα κάναμε ένα μισάωρο χαμάμ. Ποτέ το σώμα μου δεν θα ξεχάσει το πρώτο. Ποτέ. Αυτήν την αίσθηση πως με χαϊδεύει σύννεφο. Μέχρι να ανοίξω τα μάτια και να δω πως αντί για σύννεφο, ήταν μια βαμβακερή «μαξιλαροθήκη», την οποία, αφού σαπούνιζε καλά, την άνοιγε στην κορφή, την στριφογύριζε με μαεστρία στον αέρα, εκείνη φούσκωνε σαν μπαλόνι,  και την περνούσε απαλά από ολο μου το σώμα. Μετά το χαμμάμ, κάναμε ένα μασσάζ με λάδι, και πηγαίναμε για μπάνιο. Το απογευμα, ξανά στο σπα. Με τρίψαν με λάδια μυρωδάτα και ζεστά, με γάλα  και μέλι, τέντωσαν κάθε συρικνωμένο και ξεχασμένο μυ μου για ώρες σε ταϋλανδέζικο μασσάζ, έβαλαν πάνω μου πέτρες  ζεστές, και κομπρέσσες με βότανα και τριαντάφυλλα. Το βράδυ, πηγαίναμε για φαγητό, και μετά στα παραλιακά μπαρ της πόλης, που ξάπλωνες μπροστά στη θάλασσα σε τεράστιες μαξιλάρες, και σου φέρναν έτοιμους αρωματικούς ναργιλέδες μαζί με το ποτό σου.  Τελειώναμε τη μέρα μας με μια μπάλα ντοντουρμά πάνω σε ένα ρεβανί. Ή με αρωματικό ασουρέ. Ή με ένα τέλειο, παχύ καζάν ντιπί.  Στις 14 Αυγούστου, μπήκα στο αεροπλάνο, έφτασα μεσάνυχτα στο σπίτι, έφτιαξα καινούργια βαλίτσα, και ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, ξεκίνησα για Χίο.

Ποτέ δεν είχα ταξιδέψει ξανά σε τόσο άδειο καράβι. Τόσο ήσυχο, που μου έδωσε την ευκαιρία να περάσω μέρα μέρα και λεπτό λεπτό το ταξίδι μου στην Αλικαρνασσό, την προηγούμενη βδομάδα, στο μυαλό μου. Γιατί όσο βρισκόμουν στον τόπο, μόνο στο σώμα μου το ένοιωσα. Εκεί, στο καράβι πάνω, θυμήθηκα πως η καταγωγή των γονέων της γιαγιάς μου της Αργυρώς ήταν από την Αλικαρνασσό.Είχανε όμως μετακομίσει στη Σμύρνη, πριν εκείνη γεννηθεί.  Κόρη γραμματιζούμενων, σαν ερωτεύτηκε τον παππού τον Γιάννη, και το καταλάβαν οι γονείς της, την έκλεισαν μέσα, γιατί εκείνος ήταν ψαράς. Ο παππούς μου πήγε και βρήκε τον πατέρα της, να τη ζητήσει σε γάμο. Στα μούτρα του έκλεισε την πόρτα. Είδε κι αποείδε, εκείνος, και με τη βοήθεια του ξαδέρφου της, που τον συμπαθούσε, την έκλεψε και την πήγε στη Χίο. Από κει μηνύσανε στους γονείς  της πως αν δεν τους δώσουν την ευχή τους να παντρευτούν, θα φαρμακωθούνε.

Σε αυτές τις ιστορίες ήμουν χαμένη καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Που ξαφνικά βρέθηκα να κάνω το ταξίδι από την Αθήνα στην Αλικαρνασσό και μετά στη Χίο. Που και που, με τράβαγε πίσω στην πραγματικότητα ο χτύπος του κινητού από τα συχνά μηνύματα των χαμένων κλήσεων που είχα, λόγω κακού σήματος. Μου τηλεφωνούσε ο άνθρωπος που θα με φιλοξενούσε εκεί για τις διακοπές μου. Είχαμε να ειδωθούμε δεκατρία ή δεκατέσσερα χρόνια. Δεν καταλήξαμε ποτέ στο ακριβές νούμερο. Καταλήξαμε όμως, πως προκειμένου να προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο στο λιμάνι, θα ήταν καλύτερα να πάρω ένα ταξί και να πάω σπίτι του.

Έκατσα εννιά μέρες, τότε, στη Χίο. Αγάπησα τον τόπο με έναν τρόπο σχεδόν κυτταρικό. Βλέπεις, το καλοταϊσμένο από φροντίδα σώμα μου, ανέπνεε όλες τις αισθήσεις. Τις έπαιρνε βαθειά μέσα τους και τις έβγαζε στην εκπνοή. Τις γύριζε πίσω από εκεί που τις έπαιρνε.  Είχα φύγει από το κεφάλι μου, για πρώτη φορά μετά από έναν χρόνο, και ζούσα το σώμα με έναν τρόπο αλλιώτικο. Κανένας τόπος δεν μυρίζει όπως η Χίος. Κανένας. Πουθενά η θάλασσα δεν μπαίνει μέσα σου βαθύτερα. Ποτέ άλλοτε τα μάτια μου δεν χάρηκαν τόσο τα χρώματα της πέτρας. Εκείνο το καλοκαίρι, στη Χίο, τα βράδυα κυνηγούσα αεροσκάφη που οδηγούσαν κάτοικοι άλλων πλανητών, και τα μεσημέρια μάθαινα πως να ξεχωρίζω τα σύκα των δεκατεσσάρων διαφορετικών ποικιλιών. Δεν ήταν μόνο άσπρα και μαύρα, όπως νόμιζα. Το διαφορετικό σχήμα, η άλλη γλύκα, το πιο βαθύ κόκκινο και τα πιο στριμωγμένα σπόρια δεν ήταν τυχαία, όπως πίστευα. Τα έχω τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά τους γραμμένα με πράσινο στυλό, στριμωγμένα σε ένα μικρό χαρτάκι, φυλαγμένο σε έναν φάκελο μαζί με μια απόδειξη αγοράς, που στο πίσω μέρος της έχει τρεις  λέξεις  γραμμένες στα  τουρκικά, τις οποίες ποτέ δεν κατάφερα να προφέρω σωστά, θυμητάρια και τα δύο του πρώτου μου καλοκαιριού χωρίς.

Έτσι, στις 3 το πρωί της 7ης Ιουνίου του 2015, όταν οι ρόδες του αυτοκινήτου μου πάτησαν στο λιμάνι της Χίου, τα κύτταρα μου θυμήθηκαν. Έπαιρνα με τρόμο τις στροφές στην ανηφόρα του Έπους, για να πάω στην Πυραμά, στο χωριό που θα έμενα  και στη μύτη μου ήρθε η μυρωδιά του μανταρινόκηπου.

Έβλεπα μπροστά μου τις φωτογραφίες από το λιμανάκι, στα Λημνιά, που ήταν το μαγαζί στο οποίο θα μαγείρευα, και σκιρτούσε το σώμα μου από χαρά. Δεν τις είχα ψάξει τις φωτογραφίες. Μου τις  είχαν στείλει οι εστιάτορες. Με τους οποίους δεν είχα συναντηθεί ποτέ. Όμως στις κουβέντες  που κάναμε στο τηλέφωνο, τους  είχα νοιώσει δικούς  μου. Και είχα μεγάλη λαχτάρα να μπω στην κουζίνα τους. Μεγάλη. Το μαγαζί θα άνοιγε στις 15 Ιουνίου, είχαμε πει. Δεν μου είχαν στείλει φωτογραφίες, αν και τις είχα ζητήσει. Θέλω πάντα να βλέπω τον χώρο, για να του ταιριάζω το φαγητό, όταν σχεδιάζω μενού. Το μαγαζί το έφτιαχναν μόνοι τους. Αυτή ήταν η κανονική δουλειά τους. Διακοσμητές. Είχα φανταστεί πως θα είναι τόσο όμορφο, που θέλαν να μου το κρατήσουν έκπληξη. Την επόμενη μέρα το πρωί, όταν πήγαμε στο μαγαζί, η έκπληξη μου ήταν πραγματικά μεγάλη. Ήταν γεμάτο σκαλωσιές και εργαλεία, τραπέζια μισοτελειωμένα και καρέκλες που θέλανε τρίψιμο και βάψιμο. Το μαγαζί θα χρειαζόταν βδομάδες για να έρθει σε λειτουργία. Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη που πέρασα  τη δεύτερη μου φορά στη Χιο. Θα ακολουθούσαν πολλές ακόμη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ