Οι ελληνικές τράπεζες ανέθεσαν περισσότερα «κόκκινα δάνεια» τους για διαχείριση σε εξειδικευμένες εταιρείες, κάτι που είναι θετικό για το αξιόχρεό τους (credit positive), σύμφωνα με ανάλυση του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s.
Ο οίκος αναφέρεται στα στοιχεία που ανακοίνωσε στις 16 Ιουνίου η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) για το πρώτο τρίμηνο του 2020, σύμφωνα με τα οποία το ποσό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (NPEs) που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) αυξήθηκε κατά 31% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019. «Η σταδιακή ανάθεση της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στις εταιρείες διαχείρισης δανείων, οι οποίες έχουν τεχνογνωσία στη διαχείριση των δανείων αυτών, αυξάνει τις προοπτικές ανάκτησής του και καθαρίζει τα NPEs από τους ισολογισμούς των τραπεζών, βελτιώνοντας την ποιότητα του ενεργητικού τους. Επιτρέπει, επίσης, στις διοικήσεις (των τραπεζών) να εστιάσουν την προσοχή τους στις χορηγήσεις νέων δανείων που πιθανότατα θα αυξήσουν τα έσοδα από βασικές δραστηριότητες τα επόμενα δύο με τρία χρόνια», αναφέρει ο Moody’s.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα δάνεια που μεταβιβάστηκαν σε ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και η διαχείρισή τους γίνεται από τις ΕΔΑΔΠ αυξήθηκαν σε περίπου 30,8 δις. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο από 23,5 δις. ευρώ στο τέταρτο τρίμηνο του 2019, όταν οι ελληνικές τράπεζες είχαν NPEs ύψους περίπου 68,5 δις. ευρώ. «Η αύξηση των ανακτήσεων θα βελτιώσει τη διάθεση ξένων επενδυτών για ελληνικά NPEs και τις τιμές τους στη δευτερογενή αγορά, κάτι που θα δώσει κίνητρο στις τράπεζες να προωθήσουν τα σχέδιά τους για τιτλοποίηση NPEs και θα μειώσει το δυνητικό πλήγμα στα κεφάλαιά τους από αυτές τις τιτλοποιήσεις», σημειώνει ο Moody’s. Ο οίκος εκτίμησε στο 40% το μέσο ποσοστό των NPEs στο σύνολο των δανείων τον Μάρτιο, ενώ σημειώνει ότι η προσπάθεια μείωσής τους αποτελεί την κύρια πρόκληση των ελληνικών τραπεζών από το 2016, όταν τα NPEs έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους, περίπου στο 49%, απορροφώντας σημαντικούς πόρους, αυξάνοντας το βάρος για τον σχηματισμό προβλέψεων και επηρεάζοντας αρνητικά την κερδοφορία.