«Το Μουσείο Ακρόπολης «στεγάζει» δυο Ακροπόλεις. Την αρχαϊκή και την κλασική. Και η αρχαϊκή για 50 ίσως και περισσότερα χρόνια έχει έναν και μόνο ναό, αυτόν που ονομάζουμε Εκατόμπεδο ή Προ-Παρθενώνα», δήλωσε ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλής, κατά τη συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο αμφιθέατρο του Μουσείου για τα 11 χρόνια λειτουργίας του.
«Όλοι γνωρίζουμε το μεγάλο αέτωμα με τα δυο λιοντάρια που σπαράζουν έναν ταύρο, δεν αντιλαμβανόμαστε όμως ούτε το μέγεθος του ναού ούτε τη σημασία του. Γι’ αυτό εκθέσαμε σε συνεργασία με την Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ) ένα κιονόκρανο, μια τρίγλυφο και μια μετόπη από τον ναό αυτό. Συγκρίνοντας ο επισκέπτης την τρίγλυφο με τις άλλες που εκτίθενται στο μουσείο, καταλαβαίνει το μέγεθός του ναού: Η τρίγλυφος έχει 1,40 εκ. ύψος, ενώ οι άλλες έχουν ύψος συνήθως μόνο 40 εκ.», συμπλήρωσε ο καθηγητής παρουσιάζοντας έναν από τους βασικούς μουσειακούς στόχους για τα επόμενα χρόνια: Την εκθεσιακή αναβάθμιση και τον εμπλουτισμό της παρουσίασης των δυο μεγάλων αρχαίων ναών της Ακρόπολης, του πρώτου Παρθενώνα (580/570 π.Χ.) ή Εκατόμπεδου και του «Αρχαίου Ναού» (520/510 π.Χ.), που είναι ο πρόδρομος του Ερεχθείου.
Όπως κάθε χρόνο, ο κ. Παντερμαλής έκανε λόγο και για την επισκεψιμότητα του μουσείου, η οποία ως το τέλος Φεβρουαρίου ήταν εντελώς παράλληλη με εκείνη του 2019. «Ξαφνικά, όμως, αρχές Μαρτίου, είδαμε μια πτώση. Ο Μάρτιος του 2019 είχε περίπου 150.000 επισκέπτες, ενώ ο μισός Μάρτιος του 2020 είχε 26.000 επισκέπτες», τόνισε ο καθηγητής. Η συνολική επισκεψιμότητα από πέρσι τον Ιούνιο ως τον Μάρτιο του 2020 ήταν 1.283.125 άτομα. Θυμίζουμε ότι το μουσείο έμεινε κλειστό -όπως και οι υπόλοιπες μουσειακές δομές της χώρας- από τις 14 Μαρτίου ως τις 14 Ιουνίου 2020 λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Ωστόσο, μόνο αδρανείς δεν έμειναν οι άνθρωποι του Μουσείου Ακρόπολης κατά την περίοδο αυτή: Έγινε απολύμανση, αλλά κι ένας καθαρισμός ο οποίος ξεκίνησε από τον τρίτο όροφο ως τα βάθη του μουσείου, από τον οποίο το ίδρυμα βγήκε φρεσκαρισμένο, ενώ ανανεώθηκε και ένα μέρος της έκθεσής του.
Στο πλαίσιο αυτό, στην είσοδο του μουσείου παρουσιάζεται ένα βίντεο από τις σπηλιές που βρίσκονται στις υπώρειες της Ακρόπολης μαζί με τα εκθέματα που προέρχονται από αυτές. Παράλληλα έγινε ανανέωση της παρουσίασης των μακετών της Ακρόπολης, μια πολύτιμη «περιουσία» που έχει το Μουσείο από το 1985 και η οποία δημιουργήθηκε κυρίως με πρωτοβουλία του Μανόλη Κορρέ. «Γιατί η Ακρόπολη δεν είναι απλώς μια τοπογραφία, είναι πολλές τοπογραφίες. Έχουμε μια σειρά αλλαγών στην Ακρόπολη και ο επισκέπτης πρέπει εύκολα να μπορεί να τις συλλάβει για να καταλάβει και τα ποικίλα εκθέματα στο Μουσείο», συμπλήρωσε ο καθηγητής.
Επιπλέον, στην αίθουσα των αρχαϊκών γλυπτών, στήθηκαν εκ νέου ορισμένα γλυπτά, όπως η περίφημη Κόρη της Λυών. Το έργο αποτελείται από δυο μεγάλα τμήματα, το ένα βρίσκεται στο Μουσείο της Λυών και το άλλο στο Μουσείο Ακρόπολης. Όπως πληροφόρησε ο κ. Παντερμαλής, το παλιό προπολεμικό εκμαγείο αποσυνδέθηκε από το άγαλμα, κατασκευάστηκε ένα καινούργιο με όλες τις σύγχρονους μεθόδους, ενώ απομακρύνθηκαν τα γεμίσματα που είχαν φτιάξει οι τεχνίτες για να δώσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, «καταστρέφοντας» όμως την αυθεντικότητά του. «Τώρα που είναι το σωστό εκμαγείο, αντιλαμβάνεται κανείς την υψηλή ποιότητα του αναθήματος», πρόσθεσε ο καθηγητής.
Μια πολύ σημαντική είδηση είναι επίσης ότι η εκθεσιακή ενότητα για την καταστροφή της Ακρόπολης από τους Πέρσες -η οποία συνδέεται με την επέτειο των 2.500 ετών από τη Σαλαμίνα και τις Θερμοπύλες- θα έχει στηθεί ως τον Σεπτέμβριο, αποτελώντας μέρος της μόνιμης έκθεσης του μουσείου. Στο πλαίσιο αυτής, το περίφημο γλυπτό κεφάλι με τον πόλο, για το οποίο λίγοι γνώριζαν ότι υπάρχουν κι άλλα μεγάλα κομμάτια, στήθηκε ολοκληρωμένο μαζί με τα συνανήκοντα. Έτσι, μπορεί κανείς να απολαύσει ένα άγαλμα, που έχει μεν κενά, αλλά δίνει μια πλήρη εικόνα για το σημαντικό αυτό έργο του 500 π.Χ. Τέλος, ο κ. Παντερμαλής αναφέρθηκε στο θέμα του φωτισμού. Με τους νέους λαμπτήρες τύπου LED υψηλής απόδοσης που χρησιμοποιήθηκαν, οι οποίες είναι πάρα πολύ κοντά στο φυσικό φως, οι Καρυάτιδες κι άλλα γλυπτά είναι πλέον λουσμένα σε φως περίπου σαν το φυσικό, γεγονός που αναδεικνύει όλη τη μεγαλοπρέπεια αλλά και τις μικρές, πολύτιμες λεπτομέρειές τους.