Αεροδρόμια, πλέον και λεωφορεία και εργοστάσια: οι θερμικές κάμερες έχουν κατακλύσει κάθε πέρασμα και διαδρομή, στην προσπάθεια να ανασχεθεί ο κοροναϊός σε όλον τον κόσμο και με τους κατασκευαστές τους να δέχονται ασταμάτητα παραγγελίες.
«Είναι ένα παγκόσμιο γεγονός που αλλάζει τα δεδομένα»: όπως όλες οι εταιρείες που κατασκευάζουν τις κάμερες αυτές, έτσι κι ο Εράν Μπλούσταϊν, εμπορικός διευθυντής της ισραηλινής Opgal, έχει πνιγεί στις παραγγελίες από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου.
«Το πρώτο απόθεμα που είχαμε στις αρχές της κρίσης εξαντλήθηκε μέσα σε 24 ώρες κι έκτοτε ο ρυθμός παραγωγής είναι αμείωτος», τονίζει.
Το ίδιο διαπιστώνει κι η ιρλανδική εταιρεία Satir Europe: «έχουμε εκατοντάδες παραλαβές σε αναμονή, οι παραγγελίες έχουν πολλαπλασιαστεί σε χιλιάδες. Μεταξύ των ‘τουλάχιστον’ 30 πελατών που έχουμε καθημερινά, ιδίως από την Κίνα, ορισμένοι ζητούν ‘χίλια τεμάχια’», τονίζει ο Ντέιβιντ Φαν, ένας υπεύθυνος της εταιρείας.
Γι’αυτές τις δύο εταιρείες, οι παραγγελίες βρίσκονται στα ύψη έως τον Απρίλιο, ενώ οι ημερομηνίες μπορεί να επεκταθούν σε περίπτωση που επεκταθεί η διάδοση του κοροναϊού.
Εξαιτίας της προηγούμενης επιδημίας του SARS το 2003, το αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης ήταν από τα πρώτα στον κόσμο που εγκατέστησαν θερμικές κάμερες για τον εντοπισμό των κρουσμάτων. Κατόπιν, η τακτική αυτή επεκτάθηκε σε ορισμένες περιοχές λόγω άλλων κρίσεων, όπως κατά την επιδημία του αιμορραγικού πυρετού Έμπολα στην υποσαχάρια Αφρική το 2014-2016 και κατόπιν το 2018 στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Από το 2003 οι τιμές στις θερμικές κάμερες έχουν «μειωθεί σημαντικά», τονίζει ο Μπλουστάιν και πλέον δεν είναι ακριβό να τις προμηθευθεί κανείς: «τα επαγγελματικά συστήματα είναι ακριβότερα, ιδίως εάν τα αεροδρόμια έχουν ανάγκη κι από άλλα μηχανήματα», προσθέτει ο ίδιος, δηλώνοντας πως οι τιμές κυμαίνονται «από 1.500 έως 15.000 ευρώ».
Τα τεχνικά χαρακτηριστικά είναι πολύ εκλεπτυσμένα και ακριβή, «εντοπίζοντας έως και τον 0,5 βαθμό θερμοκρασίας», όπως τονίζει ο Νταβίντ Μπιλόν-Λαμφρέ της γαλλικής Lynred, που κατασκευάζει τέτοιους δέκτες.
Πολλές υπηρεσίες ενδιαφέρονται για την τοποθέτηση στις εγκαταστάσεις τους μηχανισμών θερμοεντοπισμού, αρχής γενομένης από τους χώρους μαζικής συγκέντρωσης και κυκλοφορίας, όπως οι συγκοινωνίες, τα νοσοκομεία, τα ξενοδοχεία. «Αυτά επιτρέπουν την αντικατάσταση των ανθρώπινων ελέγχων, αποτρέποντας φερ’ ειπείν σε ένα ξενοδοχείο να τεθεί σε καραντίνα ένας εργαζόμενος που ασθενεί και να χάσει 14 ημέρες εργασίας—κάτι που είναι μεγάλο διάστημα», τονίζει ο Μπλούσταϊν.
Ακόμη κι οι κυβερνήσεις κατέφυγαν στις θερμικές κάμερες: στις αρχές Φεβρουαρίου το Κρεμλίνο ανακοίνωσε πως ελέγχει συστηματικά τη θερμοκρασία όσων συναντώνται με τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά και στις εκδηλώσεις που αυτός συμμετέχει, λόγω της ανησυχίας για τον κοροναϊό.
Αλλά δεν είναι όλοι που στρέφονται προς αυτόν τον τρόπο προστασίας. Μάλιστα κάποιοι είναι αντίθετοι, όπως ο η Ανιές Μπουζέν, στα τέλη Ιανουαρίου όταν ήταν ακόμη υπουργός Υγείας «Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως αποτελεί μία ψευδο-ασφάλεια. Είναι ένα σύμβολο που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, πέρα από το γεγονός ότι αρέσει στον κόσμο», είχε δηλώσει.
Αλλά και ο ΠΟΥ δεν έχει αναγάγει το μέτρο αυτό ως ένα από τα πρώτιστα και κεφαλαιώδη μέτρα προστασίας, υπογραμμίζει η ίδια επικαλούμενη τους περιορισμούς των συστημάτων του.
«Τα θερμικά μέσα δεν μπορούν να εντοπίσουν τα πρόσωπα που έχουν προσβληθεί, αλλά δεν έχουν πυρετό. Αυτά μπορεί να παρουσιάσουν πυρετό μετά 2 έως 10 ημέρες». Επιπλέον, και όσοι λαμβάνουν φάρμακα για να μειώσουν την θερμοκρασία τους είναι δυνατόν να περάσουν τον έλεγχο των συστημάτων αυτών δίχως να εντοπισθούν. Αλλά και αυτό καθαυτό το γεγονός ότι κάποιος είναι εμπύρετος δε σημαίνει αναγκαστικά πως είναι και φορέας του κοροναϊού.
Ο ίδιος ο Μπλούσταϊν επικυρώνει πως «δεν είναι η θαυματουργή λύση», αλλά «ο πρωταρχικός στόχος των προϊόντων μας είναι να ελέγξουν γρήγορα ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Εάν ένας είναι ύποπτος, μπορούμε να τον απομονώσουμε και να τον υποβάλουμε σε πιο λεπτομερείς εξετάσεις».