today-is-a-good-day
13.1 C
Athens

Βαδίζοντας για την Ρωσία

*του ΓΙΑΝΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Ο δρόμος για τη Ρωσία είναι μια σειρά ντοκιμαντέρ που προβάλλονται αυτή την εποχή στην τηλεόραση με αφορμή την επικείμενη διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου το καλοκαίρι στην ευρασιατική υπερδύναμη. Μια διοργάνωση που, και λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών που διακρίνονται από ποικίλες αναταράξεις, αναμένεται να αποτελέσει μια άνευ προηγουμένου επίδειξη τής δύναμης του κράτους του Πούτιν στον υπόλοιπο κόσμο. Οι άσοι της μπάλας είναι έτοιμοι,. σε ρόλο μονομάχων, για τις συγκρούσεις εντός του αγωνιστικού χώρου και απομένει να δούμε ποιός τελικά θα επικρατήσει ( βεβαίως σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Λίνεκερ, οι Γερμανοί..)

Θέαμα εντυπωσιακό αναμένεται να δούμε στις οθόνες μας αλλά, και χωρίς ουδεμία διάθεση…προγονολατρείας, όταν παρακολουθείς τα παλιότερα παγκόσμια κύπελλα, η αίσθηση είναι τελείως διαφορετική, πολύ πιο αυθεντική και κοντά στην ανθρώπινη φύση. Τι εννοώ? Η…κλωτσιά, ειδικά από τους μετρ Ουρουγουανούς και Αργεντίνους “πάει σύννεφο”, αντίπαλοι σφαδάζουν και οι περισσότεροι διαιτητές τα αντιμετωπίζουν όλα αυτά με παροιμιώδη αταραξία. Βεβαίως αραιά και πού δείχνουν κάποια κάρτα στον…χασάπη της φάσης αλλά το γενικό κλίμα είναι “βαράτε κι όποιος αντέξει”. Κάπως έτσι, ο Πελέ έχασε λόγω τραυματισμού από Πορτογάλο τα κρίσιμα ματς του Π.Κ. του 1966, γεγονός που πιθανότατα συνετέλεσε στην απώλεια του τίτλου απο τη Βραζιλία ( είχε ήδη πάρει σερί αυτά του 1958 και του 1962 ενώ ακολούθησε εκείνο του 1970 ).
Ασφαλώς το ευνόητο ερώτημα είναι: και ήταν καλό αυτό που συνέβαινε τότε? Ισως όχι, αλλά είχε έναν χαρακτήρα πιο “αλανιάρη”, πιο “αγορίστικο”, πιο κοντά στα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης. Αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που το θύμα του σκληρού μαρκαρίσματος “τη φύλαγε” στον αντίπαλό του και τον κυνηγούσε σχεδόν φανερά στην επόμενη φάση να τον καρατομήσει. Κανονική μονομαχία στον Πράσινο Βάλτο…(ενίοτε με κωμικά παρεπόμενα)
Ετερο ενδιαφέρον -σουρεάλ- στοιχείο, οι διαιτητές. Οι οποίοι επειδή δεν είχαν ακριβώς την εξουσία που διαθέτουν σήμερα έπρεπε να επιβληθούν κάπως και με τη φυσική τους…ρώμη και παρουσία. Εσπρωχναν παίκτες που διαμαρτύρονταν όχι και τόσο κόσμια, έκαναν εξαιρετικά θεατρικές κινήσεις ( κάπως σαν τον Αρνιακό που λέει τον καιρό αλλά μοιάζει σα να ερμηνεύει την Τόσκα ), γενικότερα  συνέβαλαν με τον τρόπο τους στον όλον χαμό. Πάντοτε με έναν υποβόσκοντα φόβο μην “τις μαζέψουν”, αφού οι αστυνομικές δυνάμεις εμφανίζονταν πέριξ του γηπέδου κάπως “ατάκτως ερριμένες”. Συνεπώς η αυτοπροστασία τους ήταν ( και ) δικό τους θέμα.
Η απουσία των λατινομαμερικανών σταρ από τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα επίσης συνέβαλε στην ατμόσφαιρα μυστηρίου και γοητείας του θεσμού. Περίμενες κάθε 4 χρόνια να δεις τον όποιον φημισμένο Βραζιλιάνο ή Αργεντίνο “μάγο της μπάλας”, για τον οποίον τόσα πολλά
είχες ακούσει ή διαβάσει στις εφημερίδες. Η φαντασία οργίαζε και η επαφή με την πραγματικότητα, παρ’οτι όχι πάντα ευτυχής, συνέβαλε στη διέγερση των αισθήσεων. Να δεις από κοντά τον Πελέ? Τον Ζαϊρζίνιο? Σχεδόν μεταφυσική εμπειρία.
Στους πανηγυρισμούς, περιττό να αναφέρουμε ότι γινόταν “το σώσε”. Ο σκόρερ απλώς μεταβαλλόταν σε σπρίντερ, διέσχιζε όλο το γήπεδο, έβγαινε εκτός αυτού, έφτανε στις κερκίδες και, καμιά φορά, σκαρφάλωνε σε αυτές σε μια εντυπωσιακή επίδειξη…ευλύγιστου ενθουσιασμού.Βεβαίως όλα αυτά, αν προηγουμένως η πορεία του δεν διακοπτόταν από σχετικούς και άσχετους που έπεφταν πανω του, τραβώντας τον από παντού είτε απλώς για να τον φιλήσουν και να τον αγκαλιάσουν είτε για να μοιραστούν κάποιο προσωπικό ιμάτιό του για ενθύμιο ( μια βρεγμένη κάλτσα, ένα βρώμικο παπούτσι, μια ταλαιπωρημένη επιγονατίδα κ.λπ.)Ενίοτε, κυρίως μετά το τέλος του ματς, οι χιλιάδες των φιλάθλων είχαν την μοναδική ευκαιρία να αντικρύσουν τους παίκτες με -σχεδόν- αδαμιαία περιβολή, αφού φανέλε ςκαι σορτσάκια είχαν αφαιρεθεί από τους τρελαμένους φανς. Συχνές ήταν οι σκηνές που οι παίκτες, παροτι απολάμβαναν την λατρεια των οπαδών, αγριεύονταν και μια ιδέα, γιατί ως γνωστόν love kills. Ο.Κ., δεν το είχε τραγουδήσει ο μεγάλος Φρέντο τότε, αλλά ούτως ή άλλως, πρόκεοιται για μια διαχρονική αλήθεια.
Επίσης εντυπωσιακό στοιχείο των περιορισμών ήταν ότι το ματς διακοπτόταν για κανένα πεντάλεπτο και ότι εντός αγωνιστικού χωρου έμπαινε -κυριολεκτικά- όποιος ήθελε. Φυσικά προηγούνταν οι φωτογράφοι αλλά από κει κι ύστερα, ο κακός χαμός. Συμπαίκτες, παράγοντες, βετεράνοι, φίλαθλοι, δημοσιογράφοι, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ομως να ομολογήσουμε ότι αυτές οι σκηνές, πέρα από την…αναρχια που τις διέκρινε, προκαλούσαν -και εμπνεονταν από- γνήσια αισθήματα χαράς καιανατριχίλες στους οπαδούς.και τους τηλεθεατές. Σήμερα, ο πάικτης έχει συγκεριμένο χώρο να κινηθεί για να πανηγυρίσει, αν βγάλει και περιφέρει τη φανέλα του “τρώει” κάρτα, ο πάγκος της ομάδας σφιχταγκαλιάζεται σε στενό κύκλο,.άσχετος -πέραν του Jimmy Jump- μέσα δεν μπαίνει και όλα -μετά την επίτευξη ενός τέρματος-έστω και εξαιρετικά κρισιμου- τελειώνουν μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Δεν προλαβαίνεις να το νιώσεις, να το χαρείς, να το ευχαριστηθείς.
Βεβαίως θα αναρωτηθείτε – και πάλι:  ήταν καλύτερα τότε? Δεν εντάσσεται μια παρόμοια οπτική στην κλασσική προσέγγιση της…προγοναλατρείας, “΄΄όσο παλιότερα, τόσο καλύτερα”? Χμ, όχι απαραίτητα. Ουδείς αντιλέγει ότι η ΦΙΦΑ και οι οργανωτικές αρχές του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, με τη δημιουργία του Champions League, καθιέρωσαν ένα εξαιρετικό μοντέλο ποδοσφαιρικού προιόντος που σαγηνεύει τα πλήθη. Ταυτόχρονα όμως εξαντλεί τους παίκτες οι οποίοι εμφανίζονται στα Π.Κ. “καμμένοι”, χωρίς δυνάμεις, συχνά και χωρίς κίνητρο αφού το να διακριθούν ή όχι στη διοργάνωση, ρεαλιστικά δεν σημαίνει πολλά ούτε για το όνομά τους ούτε για την αμοιβή τους. Ετσι, ο ενθουσιασμός εκλείπει, όλοι παίζουν κάπως μηχανικά και βαριεστημένα ενώ και η μείωση του εθνικιστικού στοιχείου -παρότι απαραίτητη- αφαιρεί το drive της εθνικής υπερηφάνειας που -όσο να’ναι- κάπως υφίσταται. Το να παίζει στα μεγάφωνα ένας εθνικός υμνος και από κάτω να τον μισοτραγουδούν άσπροι, μαύροι, Αγγλοι, Πορτογάλοι, όλοι μέλη της ίδιας ομάδας, είναι μια τραγελαφική εικόνα.
“Παικτικά” που θα έλεγε κι ο ΑΛέφαντος, τα συστήματα των προπονητών κυριαρχούν, πολύς χώρος  για επίδειξη ατομικού ταλέντου δεν υπάρχει, ας πούμε Κρόιφ να πάρει την μπάλα από την μια μεριά και να φτάσει μέχρι την άλλη ντριμπλάροντας δύσκολο να δεις, μόνο γρήγορες πάσες, δυνατά μαρκαρίσματα και σουτ. Ούτε ροκ τερματοφύλακες που να αφήνουν την εστία τους και να το διασκεδάζουν κάπως πιο έξω από την περιοχή.
Τέλος, νσ κλείσουμε αυτό το όχι ακριβώς νοσταλγικό κομμάτι αλλά περισσότερο υπενθύμιση μιας πιο ροκ ν ρολ εποχής, με μια σημείωση. Από όλα τα παραπάνω, εξαιρέστε τους Γερμανούς. Επαιζαν, παίζουν και θα παίζουν πάντοτε με ό,τι διαθέτουν. Αγαπούν την χώρα τους, τραγουδούν τον εθνικό της ύμνο, κατεβαίνουν πάντοτε ως αφεντικά του αγώνα, δεν είναι τα ψυχρά ρομπότ που όλοι διατείνονται ( δείτε πανηγυρισμούς Κλίνσμαν τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής ), δεν παραδίδονται ποτέ και, χάρη σε αυτούς, έχουμε βιώσει μερικές από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές των Παγκοσμίων Κυπέλλων με ισοφαρίσεις στη λήξη του κανονικού αγώνα, με απίστευτες παρατάσεις και με πέναλτι,καθώς και με τους  καλύτερους τερματοφύλακες της ποδοσφαιρικής ιστορίας ( Νόιερ, Καν, Ιλγκνερ, Στάιν, Μάγερ κ.α.) Οσο κι άλλαξαν προς το πιο…τεχνοκρατικό τα Παγκόσμια Κύπελλα, οι Γερμανοί, όπως θα έλεγε κι ο μεγάλος Αλεξανδρινός, « είναι πάντα μια κάποια λύσις». Είναι δυνατόν, άλλωστε, ο εξίσου μέγιστος Λίνεκερ να κάνει λάθος?

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ