«Πριν απο 6 χρόνια σε ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες, προκειμένου να ενημερωθούμε οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας για τους σκοπούς του μνημονίου και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ένας γνωστός συνδικαλιστικός εκπρόσωπος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είχε τυπώσει ένα χάρτη των δρόμων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης όπου είχε σημειώσει με κόκκινες τελείες τα καταστήματα που είχαν κλείσει από το 2010 στους δρόμους αυτών των πόλεων. Ήταν πραγματικά διάστικτοι με κόκκινες κουκκίδες. Στόχος του ήταν να δείξει το χάρτη για να κατατροπώσει τους υποστηρικτές του μνημονίου στη δεξαμενή σκέψης που μας είχε καλέσει, ώστε να αντιληφθούν την καταστροφή που είχε φέρει στην Ελλάδα το μνημόνιο. Πράγματι, το έδειξε σε έναν πολύ καταρτισμένο οικονομολόγο ο οποίος με μεγάλη ψυχραιμία απάντησε: αυτό είναι υπέροχο. Φυσικά αντέδρασαν ορισμένοι εκ των παρόντων λέγοντας μα εμείς αγοράζουμε τα προϊόντα σας και σεις λέτε ότι είναι υπέροχο να κλείνουν τα καταστήματα; Και εκείνος πως απάντησε: μα εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Δανειζόσαστε χρήματα για να αγοράζετε τα δικά μας, ενώ ο σκοπός είναι να παράγεται εσείς τα δικά σας και να τα αγοράζουμε εμείς. Τα κλειστά καταστήματα εισήγαγαν προϊόντα μεγαλώνοντας αενάως το εμπορικό σας έλλειμμα. Επικράτησε τότε μια νεκρική σιγή γιατί διαπιστώσαμε το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, ότι δηλαδή είχε παύσει προ πολλού να είναι ανταγωνιστική», είπε ξεκινώντας την ομιλία του o αντιπρόεδρος τη κυβέρνησης και υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης στην χτεσινοβραδινή εκδήλωση του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και του (προσκείμενου στην Χριστιανοκοινωνική Ένωση / CSU, βραχίονα των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών στην Βαυαρία) Ιδρύματος Χάνς Ζάιντελ /Hanns Seidel με θέμα «Σταθερά βήματα σε ασταθές έδαφος: Η Ελλάδα απέναντι σε εθνικές και διεθνείς προκλήσεις».
«Η απάντηση ότι αυτό οφείλεται στην ένταξη μας στο ευρώ είναι πολύ εύκολη. Προφανώς συντέλεσε διότι χάσαμε τη δυνατότητα της υποτίμησης της δραχμής με την οποία κρύβαμε κάτω από το χαλί τα οικονομικά και δομικά προβλήματα που έκαναν την ελληνική οικονομία μη ανταγωνιστική. Είναι μεν χαμηλή αλλά αν δούμε τι έχει κάνει η Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια θα διαπιστώσουμε ότι έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο σε πολλούς τομείς. Δεν ξέρω αν την δημοσιονομική προσαρμογή που έκανε η χώρα μας θα την άντεχε άλλη ευρωπαϊκή κοινωνία . Και όμως άντεξε παρόλη την δημοσιονομική προσαρμογή που άγγιξε το 25% του ΑΕΠ. Ο κ. Παπαδημος μας είχε επισημάνει σε υπουργικό συμβούλιο ότι τέτοιου είδους δημοσιονομικά στοιχεία δεν έχει να παρουσιάσει μια χώρα παρά μόνο μετά από πόλεμο. Και παρόλα αυτά – και το λέω με υπερηφάνεια – η κοινωνία κρατήθηκε όρθια, δεν λέω αλώβητη, προφανώς με μεγάλες ζημιές και δράματα, αλλά σήμερα το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου είναι το ίδιο με αυτό της Ιταλίας, πολύ πιο κάτω από αυτό της Αμερικής. Προφανώς είναι μια στρέβλωση των αγορών, δεν αντιλέγω, αλλά δείχνει ότι η Ελλάδα έχει αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη των αγορών» τόνισε ο κ. Γεωργιάδης.
«Εμείς ως κυβέρνηση μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον, λ.χ. του Υπουργείο Ανάπτυξης μείωσε την γραφειοκρατία, την διαδικασία αδειοδοτήσεως ώστε να καταστεί η Ελλάδα περισσότερο ελκυστική για τους επενδυτές ή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών το οποίο μειώνει προοδευτικά τους φόρους. Και βέβαια προσπαθούμε να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις, ένα τομέας στον οποίο είμαστε πολύ χαμηλά. Ήταν όμως λογικό διότι είμασταν μια χώρα που κανείς δεν ήξερε προς τα που πηγαίνει. Τώρα που που θέματα όπως το Grexit απαντήθηκαν, η Ελλάδα παρουσιάζει μια δημοσιονομική εικόνα άριστη, και μόνο το γεγονός ότι ότι έχουμε υπερπλεονάσματα δείχνει ότι η μακροσκοπική μας εικόνα είναι «αριστούργημα». Βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις απουσιάζει η πραγματική οικονομία Πάντως, τα δημόσια οικονομικά είναι απολύτως θετικά και στέρεα», πρόσθεσε ο κ. Γεωργιάδης.
«Το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι το δημόσιο χρέος το οποίο είναι τεράστιο, όμως η μακροσκοπική εικόνα για ένα διάστημα δέκα-δεκαπέντε ετών είναι πάρα πολύ καλή. Άρα αν καταβάλουμε προσπάθεια οι προοπτικές μας είναι αρκετά καλύτερες. Γι΄αυτό και είμαστε αισιόδοξοι ότι ο στόχος του προϋπολογισμού για το 2020, με ανάπτυξη 2,8% είναι ρεαλιστικός. Πολλά μεγάλα έργα είναι έτοιμα να ξεκινήσουν, το Ελληνικό είναι το πιο γνωστό, επενδύσεις αρχίζουν να έρχονται. Me την Blackstone αρχίζουμε να έχουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μακροπρόθεσμους επενδυτές, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκουμε ανθρώπους που πιστεύουν στις μακροπρόθεσμες προοπτικές μας. Ασφαλώς και έχουν και μεγάλα προβλήματα δύσκολα στην επίλυσή τους όπως λ.χ. το δημογραφικός το οποίο έχει επιπτώσεις στο ΑΕΠ. Ξεκινάμε αυτήν την κυβερνητική θητεία με πάρα πολύ μεγάλη όρεξη», όπως υπογράμμισε.
«Θέλω με την ευκαιρία αυτή να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους φίλους μας στην Γερμανία, κάτι που δεν συνηθίζεται στην Ελλάδα εύκολα. Η Γερμανία παραμένει αντιδημοφιλής γενικά, εγώ όμως έχω μάθει να λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Οι Γερμανοί πολιτικοί είχαν πάρει πολύ δύσκολες αποφάσεις για την Ελλάδα. Άρα τους χρωστάμε ένα μεγάλο ευχαριστώ γι αυτό. Μπορεί να μη έγιναν όλα σωστά, έγιναν από μέρους της κάποιες υπερβολές και κάποιες παρατηρήσεις -κυρίως υφολογικού τύπου- λίγο άκομψες, αλλά μεταξύ φίλων γίνονται και παρεξηγήσεις. Η ουσία όμως παραμένει: η ελληνική κρίση ήταν ένα μεγάλο στοίχημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τελικά η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε ένα καλό παράδειγμα, διότι το πρόβλημα το οποίο κλήθηκε να διαχειριστεί ήταν πολύ μεγάλο. Η Ελλάδα ήταν ένα μέρος του προβλήματος, αλλά ασφαλώς το δυσκολότερο. Σίγουρα χωρίς την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν θα ήταν όπως είναι σήμερα . Υπενθυμίζω ότι στο βιβλίο του προέδρου Ολάντ αναφέρεται πως ο Πούτιν ρώτησε τότε στους Έλληνες γιατί θέλουν να δανειστούν από την Ρωσία με επιτόκια τουλάχιστον 4 φορές υψηλότερα από εκείνα των δυτικών δανειστών. Φαντάζομαι πως τότε θα διαλύθηκε μια από τις αυταπάτες που είχε ο κ. Τσίπρας, που νόμιζε ότι θα πάρει δωρεάν χρήματα. Αλλά αυτά τα είχε η εποχή της αυταπάτης».
Ο κ. Γεωργιάδης αναφέρθηκε επίσης στην κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων και στο ξεκίνημα των προγραμμάτων προσέλκυσης ξένων φοιτητών με καταβολή δίδάκτρων, «τα οποία ο κ. Γαβρόγλου είχε απαγόρευσε δια νόμου. Tα προγράμματα αυτά ήταν ένα από θέματα τα οποία συζητήσαμε και με τον Πρόεδρο της Κίνας, ο οποίος έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον».
Ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κατέληξε λέγοντας «είμαστε πολύ αισιόδοξοι, η κυβέρνηση έκανε μια καινούρια αρχή, οι πρώτες 100 μέρες είναι πού καλές, ο κόσμος είναι πολύ ευχαριστημένος, το λένε οι δημοσκοπήσεις, δεν επαναπαυόμαστε όμως σε καμία περίπτωση. Έχουμε όρεξη να κάνουμε μεγάλα πράγματα, κυρίως να μην χάσουμε μια τεράστια ευκαιρία. Οι πολίτες μας έδωσαν την εντολή και δεν πρέπει να την αφήσουμε να πάει χαμένη».