Ανά την Ευρώπη, αλλά και στο εσωτερικό, η εκλογική επικράτηση της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη τον περασμένο Ιούλιο, ερμηνεύτηκε περίπου ως θρίαμβος του Ρεαλισμού σε βάρος του Λαϊκισμού.
του Βαγγέλη Μωυσή
Είναι όμως έτσι; Προσωπικά διαφωνώ…
Κατ` αρχάς, πρέπει να αντιληφθούμε και να συμφωνήσουμε ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, ούτε συνδέεται αποκλειστικά με έναν πολιτικό χώρο. Η ένταση του φαινομένου ποικίλει βάσει δύο –κυρίως- χαρακτηριστικών.
Αφενός της εθνικής ιδιοσυγκρασίας: του λεγόμενου «ταπεραμέντου» κάθε λαού που συνήθως συναρτάται και με τη γεωγραφία. Π.χ. στον θερμό ευρωπαϊκό νότο (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) οι συναισθηματικές προσεγγίσεις, η τάση προς την υπερβολή, άρα και τον φανατισμό, είναι εγγενείς ιδιότητες μπολιασμένες στη συλλογική νοοτροπία. Αντίθετα στον ψυχρότερο –κυριολεκτικώς και μεταφορικώς- βορρά της Ευρώπης, ο ορθολογισμός και η ψυχραιμία υπερτερούν ως στοιχεία της συλλογικής νοοτροπίας.
Αφετέρου, της εκλογικής εγγύτητας στην ευθύνη διακυβέρνησης: ο γενικός κανόνας είναι πως είναι εντονότερη και ευκολότερη η ροπή προς τον λαϊκισμό για τα πολιτικά κόμματα που έχουν μικρότερη εκλογική δύναμη, άρα και την βεβαιότητα πως δεν θα κληθούν να αναλάβουν την ευθύνη του κυβερνητικού πρωτείου (η συμμετοχή στην κυβέρνηση ως μικρός εταίρος δεν λογίζεται ως καθοριστικό κίνητρο υπευθυνότητας).
Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες, στις οποίες η ευάλωτη στο λαϊκισμό ιδιοσυγκρασία του λαού μας, αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον «άνθησης» πολιτικών που επενδύουν στον λαϊκισμό και σταδιακά μεταλλάσσονται όσο περισσότερο πλησιάζουν προς την εξουσία, διατηρώντας όμως πάντα το λαϊκιστικό θεμέλιο της προσωπικής τους απήχησης.
Και όταν ένας αρχηγός έχει μια επαρκή δόση.. χαρισματικότητας (στην δημαγωγία), ή όταν ένα κόμμα ευνοείται από τη συγκυρία (συνήθως κάποια έντονη και μακράς διαρκείας κρίση), τότε ο λαϊκισμός γίνεται το ιδανικό εργαλείο αναρρίχησης προς την εξουσία…
Στη δεκαετία του 1970, μετά τη κρίση της επταετούς δικτατορίας, και ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ήταν το ΠΑΣΟΚ του χαρισματικού Ανδρέα Παπανδρέου εκείνο που αναρριχήθηκε σταδιακά στην εξουσία αρχικά με τον εύπεπτο και ανέξοδο λαϊκισμό, άλλοτε λεηλατώντας τα συνθήματα της Αριστεράς (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο, έξω οι βάσεις του θανάτου, κλπ). Και στη συνέχεια, προσαρμόζοντας τα διεθνή σοσιαλιστικά ιδεώδη περί κοινωνικού κράτους, στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων και εισάγοντας τον λαϊκισμό στις μεθόδους διακυβέρνησης (Τσοβόλα δώστα όλα, κλπ).
Στη διάρκεια των επομένων ετών, ο λαϊκισμός του ζιβάγκο υποχώρησε και μεταλλάχθηκε, έγινε πιο έξυπνος, φόρεσε γραβάτα και έτσι έγινε προσιτός από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Υιοθετήθηκε κατά περίπτωση και από τη ΝΔ, αλλά σε γενικές γραμμές, διατηρήθηκε ως βοηθητικό και όχι ως βασικό εργαλείο της πολιτικής «φαρέτρας».
Ωστόσο, μέσα στο κλίμα της επίπλαστης –όπως αποδείχτηκε- ευμάρειας, ήδη εκπαιδευόταν η επόμενη γενιά πομπών και δεκτών του άκρατου Λαϊκισμού.
Και παράλληλα, ο λαϊκισμός γινόταν μια «καθετοποιημένη» βιομηχανία με βασική γραμμή παραγωγής το ενδιάμεσο στρώμα: των κατ` επάγγελμα «συνδικαλιστών», των συντεχνιακών κολαούζων του πολιτικού συστήματος, των δήθεν ουδέτερων και εν κρυπτώ «στρατευμένων» δημοσιογράφων που… βαφτίζουν την υποκειμενικότητά τους ως «αντικειμενικότητα», αλλά και των κομματικών μηχανισμών ρουσφετολογικής και πελατειακής δράσης. Με συνένοχη βέβαια μια κοινωνία που ανέπτυξε έντονα την νοοτροπία της κακώς εννοούμενης δημοσιοϋπαλληλικής «τακτοποίησης» και άλλα συνοδευτικά αυτής χαρακτηριστικά.
Το αποκορύφωμα ήταν η οδυνηρή οικονομική κρίση που έριξε βίαια την κουρτίνα της ευμάρειας, αποκαλύπτοντας το σκληρό πρόσωπο της συλλογικής χρεοκοπίας και καθιστώντας τον διχαστικό λόγο και την άκρατη υποσχεσιολογία, μια λαϊκίστικη συνταγή εύπεπτη και γοητευτική για πολλές κοινωνικές ομάδες, που είδαν το επίπεδο ζωής που είχαν συνηθίσει να υποβαθμίζεται ραγδαία και οδυνηρά.
Δόξα τω Θεώ να λέμε, που ο «χαρισματικός δημαγωγός» αυτή την περίοδο, ήταν ο Αλέξης Τσίπρας της Αριστεράς και όχι ο Νίκος Μιχαλολιάκος της Χρυσής Αυγής. Διότι στην αντίθετη περίπτωση, πιθανότατα θα ήταν ακόμα χειρότερες οι πληγές, από αυτές που άφησε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία…
Έτσι, η κρίση ως παράγοντας αποτέλεσε το λίπασμα της ευρείας απήχησης του ριζοσπαστικού αριστερού ταξικού λαϊκισμού και του ακροδεξιού εθνικιστικού λαϊκισμού. Όσο ισοπεδωτικό κι αν μοιάζει αυτό που ισχυρίζομαι (προφανώς υπήρξαν κι άλλοι παράγοντες), σε γενικές γραμμές, η χαρισματικότητα του ηγέτη ήταν εκείνη που έγειρε την πλάστιγγα και ώθησε τον ΣΥΡΙΖΑ να εξελιχθεί σε ισχυρό κόμμα εξουσίας, από μικρό κόμμα διαμαρτυρίας που ήταν στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν.
Και βέβαια, τηρουμένων των αναλογιών, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε μια αντίστοιχη διαδρομή μετάλλαξης με το ΠΑΣΟΚ του 1980, αλλάζοντας ρότα σε θέματα που αποτελούσαν δομικά συστατικά θεμελίωσης της πολιτικής του ρητορικής, αποτινάσσοντας από τις τάξεις του εκείνους τους ακραίους εκφραστές του ακραίου λαϊκισμού (Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου, κλπ), αλλά όχι και τον ίδιο τον ακραίο λαϊκισμό, τον οποίο μεταμφίεσε, φορώντας του τελικά «γραβάτα»…
Το θετικό για την Ελλάδα και η ευκαιρία της Νέας Δημοκρατίας (και της χώρας αν θέλετε) είναι πως σε τέτοιες περιπτώσεις, η ενίσχυση ενός πόλου (εν προκειμένω πόλου λαϊκισμού), δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον ανάπτυξης και του αντίπαλου δέοντος. Εν προκειμένου του Αντιλαϊκισμού.
Η Νέα Δημοκρατία είχε ήδη αρχίσει εντός της κρίσης να μεταλλάσσεται αποτινάσσοντας στον μεγαλύτερο βαθμό τον λαϊκίστικο λόγο από την πολιτική της έκφραση και πρακτική, με τις εξαιρέσεις να επιβεβαιώνουν επί το πλείστον τον κανόνα. Φυσικά, δεν έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από τον λαϊκισμό. Φυσικά και υπάρχουν εντός της, θύλακες λαϊκισμού. Έχει φτάσει όμως στο σημείο, να έχει έναν αρχηγό και ένα εκτελεστικό πολιτικό και τεχνοκρατικό επιτελείο, που κινείται κατά κανόνα με αντιλαϊκιστικά πρότυπα.
Μια καθετοποιημένη βιομηχανία λαϊκισμου όμως, όπως αυτή που ενδημεί στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, δεν αποδομείται έτσι εύκολα.
Θα συνεχίσει να παράγει Λεβέντηδες, Βελόπουλους, Σωρράδες, Κασιδιάρηδες, όσο το ίδιο το πολιτικό σύστημα στον βασικό και σταθερό κορμό έκφρασής του, δεν θα μπορεί να βρει ένα πεδίο επαρκούς συνεννόησης και σύμπλευσης σε καλύτερες πολιτικές πρακτικές, που θα μπολιάσουν τον αντιλαϊκισμό στην ελληνική κοινωνία, την οποία θα «εκπαιδεύσουν» στην κατανόηση και αναγνώριση των μηχανισμών λειτουργίας του λαϊκισμού, αλλά και στην κατανόηση και υιοθέτηση των αντίθετων μηχανισμών καταπολέμησής του.
Ακόμα και το υψηλό ποσοστό που διατήρησε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις τελευταίες εκλογές, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μια απόδειξη πως ο Λαϊκισμός δεν πήγε στον κάδο. Αντίθετα, παραμένει στο ψυγείο. Κι ο λαός μας – ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας- είναι πιο κοντά ως σύνολο σ` εκείνους τους τύπους που κάνουν νυχτερινές επιδρομές στο ψυγείο, όποτε αρχίζουν οι επίμονες λιγούρες…
Το στοίχημα της Ν.Δ. λοιπόν, είναι να παραμείνει προσηλωμένη (κατά κανόνα) στον Αντιλαϊκισμό, αλλά και να αναλάβει πρωτοβουλίες ουσιαστικής ενημέρωσης και «εκπαίδευσης» του κοινωνικού συνόλου, για την αναγνώριση των συστατικών του λαϊκισμού.
Θα ωφεληθεί έτσι και ο λαός και το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε όλοι, πως αυτή θα είναι μια προσπάθεια μακράς διαρκείας και το δεύτερο, να πάρουμε την απόφαση να την αναλάβουμε…