«Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε και γιατί οι κάλπες τις 7ης Ιουλίου είναι άδειες και γιατί τώρα αποφασίζουμε για τη ζωή μας. Άλλωστε με τον “πολιτικό ρεαλισμό” που λέει ότι αυτή η χώρα έχει “νόμιμους ιδιοκτήτες” και ότι η θέση της Αριστεράς είναι στην αντιπολίτευση είναι γνωστό ότι είμαστε… μαλωμένοι», τονίζει η υποψήφια βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με τον ΣΥΡΙΖΑ Κατερίνα Νοτοπούλου, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τις επικείμενες εθνικές εκλογές.
Η κ. Νοτοπούλου σημειώνει ακόμα ότι αυτό που θα κριθεί στις κάλπες του Ιουλίου είναι «το αν θα συνεχίσουμε σε αυτή την πορεία, έτσι ώστε πέρα από τους αριθμούς που πράγματι ευημερούν, να ευημερήσουν και οι άνθρωποι ο κάθε ένας, ή αν η χώρα θα πάρει το δρόμο της επιστροφής όπως ακριβώς τον περιγράφει το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας. Αυτόν του ΔΝΤ. Αυτό δηλαδή που θέλουν ο κ. Μητσοτάκης, η κ. Ξαφά και ο κ. Στουρνάρας», διερωτώμενη αν αυτή η επιστροφή μπορεί να είναι επιλογή.
Για την απόφασή της να δώσει τη «μάχη» των βουλευτικών εκλογών, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, η κ. Νοτοπούλου τονίζει ότι «για την Αριστερά όταν τελειώνει μία πολιτική μάχη, αρχίζει η επόμενη» και πως αν η ίδια είχε στρατευτεί σε κάποιον άλλον πολιτικό χώρο ίσως να έβρισκε κάποια δικαιολογία για να μην δώσει το «παρών» στην πολύ κρίσιμη πολιτική μάχη των εθνικών εκλογών. Όπως χαρακτηριστικά λέει, το αποτέλεσμα στις κάλπες της 7ης Ιουλίου «θα κριθεί από τον αγώνα του κάθε ένα, της κάθε μίας, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και ο Αλέξης Τσίπρας να παραμείνουν στο “τιμόνι” της χώρας και να συνεχίσουν να υπηρετούν αυτό που συμφέρει τη χώρα, το κοινό καλό και την προοπτική για καλύτερες μέρες για τους πολλούς».
Σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών, η κα Νοτοπούλου επισημαίνει πως δεν ήταν απλώς μία διπλωματική επιτυχία της χώρας μας, αλλά μία γέφυρα φιλίας για τους δύο λαούς αλλά και τα Βαλκάνια συνολικά και κατηγορεί την αντιπολίτευση -με εξαίρεση το Ποτάμι- ότι χρησιμοποίησε τη συμφωνία ως «όχημα» για να ρίξει την κυβέρνηση, αλλά και για προπαγάνδα «που έφτασε στο σημείο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση “πούλησε τη Μακεδονία για να πάρει ανταλλάγματα” όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η ακύρωση του μέτρου της μείωσης της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, (γεγονός που) επηρέασε μία μερίδα ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές».
Η υποψήφια βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με τον ΣΥΡΙΖΑ, υπεραμύνεται ακόμα του ρόλου του Γραφείου του Πρωθυπουργού, του οποίου διετέλεσε επικεφαλής, υπογραμμίζοντας ότι δεν έμεινε μόνο στο συμβολικό αλλά απέκτησε και ουσία, γεγονός το οποίο, όπως τονίζει, αναγνώρισαν και οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της κ. Νοτοπούλου στη Σοφία Παπαδοπούλου για το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Για ποιο λόγο επιλέξατε, λίγες εβδομάδες μετά τη «μάχη» των δημοτικών εκλογών να μπείτε σε μια άλλη «μάχη», αυτή τη φορά για την κεντρική πολιτική σκηνή; Ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο σε αυτή την απόφασή σας;
Απ.: Όποια και όποιος έχει στρατευτεί στην Αριστερά ξέρει ότι διαστήματα «ανάπαυλας» ανάμεσα στις πολιτικές μάχες, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν.
Για την Αριστερά, όταν τελειώνει μία πολιτική μάχη, αρχίζει η επόμενη. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι για πάντα. Ίσως αν είχα στρατευτεί σε κάποιον άλλο πολιτικό χώρο να έβρισκα κάποια δικαιολογία για να μην δώσω το «παρών» στην πολύ κρίσιμη πολιτική μάχη των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου, που θα κριθεί από τον αγώνα του κάθε ένα, της κάθε μίας, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και ο Αλέξης Τσίπρας να παραμείνουν στο τιμόνι της χώρας και να συνεχίσουν να υπηρετούν αυτό που συμφέρει τη χώρα, το κοινό καλό και την προοπτική για καλύτερες μέρες για τους πολλούς.
Σε ό,τι αφορά στον χώρο της πολιτικής μάχης, πρέπει να σας πω ότι δεν βλέπω μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην τοπική και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το να μπορέσει ένας νέος άνθρωπος που έφυγε στο εξωτερικό να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη γιατί θα μπορεί να βρει μία δουλειά με συλλογική σύμβαση εργασίας και μισθό αξιοπρεπή που θα έχει βιοποριστική διάσταση τι θέμα είναι; Τοπικό ή κεντρικό; Το να κρατήσουμε την ΕΥΑΘ δημόσια και το νερό κοινωνικό αγαθό ή το να υλοποιηθεί το σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη «πουλάμε τη χώρα» τι θέμα είναι; Τοπικό ή κεντρικό;
Ερ.: Κυρία Νοτοπούλου, εκτιμάτε ότι μπορεί να γυρίσει το «ματς» δεδομένης της μεγάλης διαφοράς των ευρωεκλογών από τη Νέα Δημοκρατία; Ή η συρρίκνωση της διαφοράς αυτής, με στόχο να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένας ισχυρός πόλος στην πολιτική σκηνή, θα πρέπει να θεωρείτε μια πιο ρεαλιστική προοπτική σε σχέση με τις εθνικές κάλπες;
Απ.: Το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ, που από τις κάλπες του 2009 είχε βγει με ένα ποσοστό του 4,5%, κατεβήκαμε στις εκλογές με το σύνθημα «κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, κυβέρνηση της Αριστεράς».
Δεν το πετύχαμε άμεσα αλλά τελικά το καταφέραμε, έχοντας απέναντι μας ένα πανίσχυρο σύστημα πολιτικής και επιχειρηματικής διαπλοκής, που είχε μαζί του και το σύνολο των συντηρητικών δυνάμεων της Ευρώπης, φυσικά και το ΔΝΤ.
Και δεν το καταφέραμε για να ικανοποιήσουμε κάποιο πολιτικό καπρίτσιο, αλλά γιατί πιστέψαμε στην ανάγκη της μεγάλης πολιτικής αλλαγής, ώστε η χώρα μας να απαλλαγεί, αρχικά, από το πολιτικό σύστημα που την οδήγησε σε αυτή την τεράστια κοινωνική και οικονομική κρίση και, στη συνέχεια, από την επιτροπεία των δανειστών και τους, χωρίς λογική, δημοσιονομικούς καταναγκασμούς που, μεταξύ άλλων, ανέβασαν την ανεργία στο 28%, οδήγησαν το ένα τρίτο του πληθυσμού στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό και προκάλεσαν μία πρωτόγνωρη ανθρωπιστική κρίση.
Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε και τώρα και γιατί οι κάλπες τις 7ης Ιουλίου είναι άδειες και γιατί τώρα αποφασίζουμε για τη ζωή μας. Άλλωστε με τον «πολιτικό ρεαλισμό» που λέει ότι αυτή η χώρα έχει «νόμιμους ιδιοκτήτες» και ότι η θέση της Αριστεράς είναι στην αντιπολίτευση είναι γνωστό ότι είμαστε… μαλωμένοι.
Ερ.: Το Μακεδονικό τι ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος στις ευρωεκλογές και πώς μπορεί να επηρεάσει την ψήφο στις επικείμενες εθνικές κάλπες; Θεωρείτε ότι επικοινωνήσατε (ως κυβέρνηση) επαρκώς και με σαφήνεια το διακύβευμα της συμφωνίας;
Απ: Για εμάς η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι μόνο μία διπλωματική επιτυχία της χώρας μας, είναι μία γέφυρα φιλίας για τους δύο λαούς αλλά και για τα Βαλκάνια συνολικά.
Προφανώς κάθε συμφωνία έχει και συμβιβασμούς και οι συμβιβασμοί ενοχλούν την κοινή γνώμη, ιδιαίτερα για ένα θέμα όπως αυτό που πέρα από την συναισθηματική φόρτιση αποτελεί και πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και πλειοδοσίας πολιτικής υποκρισίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Για την αντιπολίτευση, με εξαίρεση το Ποτάμι, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσε ένα «όχημα» για να ρίξουν την κυβέρνηση, μάλιστα με τη βοήθεια σχεδόν του συνόλου των ιδιωτικών ΜΜΕ που έπεσαν τη μάχη με όπλα την παραπληροφόρηση και τα fake news.
Θυμάστε… έλεγαν ότι εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών θα αλλάξει όνομα η Θεσσαλονίκη και η Έδεσσα, θα χάσουμε την Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη «Μακεδονία» για τα προϊόντα μας, θα μας πάρουν τα λιμάνια, τον Λευκό Πύργο και πολλά – πολλά άλλα.
Προφανώς αυτή η προπαγάνδα, που έφτασε στο σημείο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση «πούλησε τη Μακεδονία για να πάρει ανταλλάγματα» όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η ακύρωση του μέτρου της μείωσης της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, επηρέασε μία μερίδα ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές.
Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Σήμερα η γραμμή της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι αν γίνει πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτό που θα κάνει η κυβέρνηση του, είναι το να ελέγχει, αν η Βόρεια Μακεδονία θα τηρεί όλα όσα προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών!
Αφού η Συμφωνία είναι «προδοτική» όπως υποστηρίζουν, τι θα ελέγχουν;
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα στο πεδίο της ενημέρωσης των πολιτών για το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Και αυτό δεν αφορά μόνο τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά συνολικά το κυβερνητικό έργο και την προβολή του, το να δείξουμε δηλαδή στους πολίτες το τι καταφέραμε αυτά τα χρόνια μέσα σε συνθήκες που καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να πετύχει.
Ερ.: Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα, μετά τις κάλπες; Ποιοι είναι εκείνοι οι τομείς, στους οποίους -κατά την εκτίμησή σας- θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση;
Απ.: Βρισκόμαστε ήδη στην επόμενη μέρα και από τον Αύγουστο του 2018 μπορούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον που θέλουμε για τη χώρα μας.
Το προηγούμενο διάστημα, από τον Σεπτέμβριο του 2015, μπορούσαμε να μιλάμε για τη δίκαιη ανάπτυξη, τώρα όμως μπορούμε να δείξουμε, υπάρχουν αποτελέσματα, υπάρχουν για πρώτη φορά, μετά το 2009, θετικά μέτρα που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού.
Έχουμε ήδη προχωρήσει και αυτό που θα κριθεί στις κάλπες του Ιουλίου είναι το αν θα συνεχίσουμε σε αυτή την πορεία, έτσι ώστε πέρα από τους αριθμούς που πράγματι ευημερούν να ευημερήσουν και οι άνθρωποι, ο κάθε ένας, ή αν η χώρα θα πάρει το δρόμο της επιστροφής όπως ακριβώς τον περιγράφει το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας. Αυτόν του ΔΝΤ.
Αυτό δηλαδή που θέλουν ο κ. Μητσοτάκης, η κα Ξαφά και ο κ. Στουρνάρας.
Μπορεί αυτή η επιστροφή να είναι επιλογή; Καταλαβαίνω ότι η κυβέρνηση μας διέψευσε προσδοκίες για την άμεση επίλυση όλων των προβλημάτων. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορέσαμε να εξηγήσουμε, ή και ότι αποφύγαμε να το κάνουμε, στους πολίτες το πόσο δύσκολο ήταν να αλλάξουν τα πράγματα μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια. Αλλά, επαναλαμβάνω, είναι η επιστροφή επιλογή;
Ερ.: Έχετε διατελέσει επικεφαλής του Γραφείου του Πρωθυπουργού στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και υφυπουργός Εσωτερικών, με αρμοδιότητα τη Μακεδονία και τη Θράκη. Θεωρείτε ότι η Θεσσαλονίκη «καλύπτεται» θεσμικά με τις υπάρχουσες δομές και ρόλους ή χρειάζεται η επιστροφή σε έναν θεσμό όπως αυτός του υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης;
Απ.: Επιμένω. Ας αφήσουμε τα σενάρια επιστροφής, ας δούμε τι έφερε αποτελέσματα και πως μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτή την εμπειρία για να προχωρήσουμε, για να προχωρήσει η Θεσσαλονίκη και φυσικά όλη η Βόρεια Ελλάδα.
Ποιο ήταν το πρόβλημα το προηγούμενο διάστημα; Οι θεσμοί, οι δομές, ή η απουσία πολιτικής βούλησης, η μειωμένη προσπάθεια και η πολιτική δουλειά που φρόντιζε να περνούν καλά κάποια συστήματα και αδιαφορούσε για το κοινό καλό και το δημόσιο συμφέρον;
Τι άλλαξε τα τελευταία χρόνια και λύθηκαν ζητήματα που παρέμειναν άλυτα για δεκαετίες; Πως προχωρήσαμε στην απόδοση των πρώην στρατοπέδων στην Δυτική και την Ανατολική Θεσσαλονίκη; Πώς προχωρήσαμε στη χωροθέτηση του Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Βόρειας Ελλάδας και εξασφαλίσαμε τα χρήματα για να υλοποιηθεί αυτό το σπουδαίο σχέδιο;
Προφανώς η ίδρυση του γραφείου του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη ήταν μία απόφαση που δεν έμεινε μόνο στο συμβολικό, απέκτησε ουσία και όλοι, ακόμα και οι πολιτικοί αντίπαλοι αυτής της κυβέρνησης, τελικά αναγνώρισαν. Αυτό λοιπόν που χρειάζεται η Θεσσαλονίκη είναι η ουσία, χωρίς αυτήν όλα τα άλλα μπορούν να ικανοποιούν προσωπικές φιλοδοξίες αλλά πέρα από την αναφορά σε κάποιο βιογραφικό δεν αφήνουν ένα θετικό αποτύπωμα στην πόλη.