19.3 C
Athens

Ε.Παπανικόλα: Τα συστήματα υγείας θα πρέπει να έχουν όραμα για το τι θέλουν να πετύχουν

Πριν από λίγες ημέρες μια είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου: οι Αμερικανοί, ακόμα και οι πιο πλούσιοι, ζουν λιγότερο από τους Ευρωπαίους. Πίσω από τη συγκεκριμένη μελέτη βρίσκεται η Ελληνίδα καθηγήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του αμερικανικού πανεπιστημίου Brown, Ειρήνη Παπανικόλα, το όνομα της οποίας είναι συνδεδεμένο με την έρευνα σε συστήματα υγείας σε όλο τον κόσμο, τη συγκριτική ανάλυσή τους και την αξιολόγηση των επιδόσεών τους. Σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Παπανικόλα περιγράφει ποιο είναι το συστατικό των επιτυχημένων συστημάτων υγείας, ποια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και ποια είναι η άποψή της για το ελληνικό σύστημα υγείας.

Μέσα από τη συγκριτική μελέτη των συστημάτων υγείας που κάνει η κ. Παπανικόλα προσπαθεί, όπως λέει, «να καταλάβω τι δουλεύει και τι μπορεί να μάθει το ένα σύστημα από το άλλο, ώστε όλοι μαζί να γίνουμε λίγο καλύτεροι στο πώς μπορούμε να προσφέρουμε αυτά που θέλουμε και να μειώσουμε το κόστος».

Το βιογραφικό της Ειρήνης Παπανικόλα είναι πλούσιο. Πριν αναλάβει τη θέση της καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο Brown, είχε συνεργαστεί ως καθηγήτρια με το London School of Economics και το Χάρβαρντ, ενώ έχει υπάρξει σύμβουλος μεταξύ άλλων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Ανώτατου Συμβουλίου Υγείας του Κατάρ, του βρετανικού υπουργείου Υγείας και του Καναδικού Ινστιτούτου Πληροφοριών Υγείας.

Γεννήθηκε στις ΗΠΑ από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Κύπριο. Μετακόμισαν στην Αθήνα όταν εκείνη ήταν εννέα ετών, όπου η Ειρήνη τελείωσε το σχολείο. Στη συνέχεια στράφηκε για τις προπτυχιακές σπουδές της στα Οικονομικά στο University College London, γιατί «τα Οικονομικά μού φαίνονταν ένα σημαντικό εργαλείο να χρησιμοποιήσει κανείς για να προσπαθήσει να καλυτερέψει τον κόσμο, να καταλάβει πώς λειτουργούν όχι μόνο η Οικονομία, αλλά και το Δημόσιο, και πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αγαθά που έχουμε για να ανακατευθύνουμε τους πόρους σωστά στην Οικονομία». Όπως προσθέτει, «όσο σπούδαζα Οικονομικά, ένα μάθημα που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν τα Public Economics (Δημόσια Οικονομικά), που είναι για την εκπαίδευση, την υγεία, ουσιαστικά για λειτουργίες που παρέχει το κράτος ή παίζει κάποιο ρόλο στη ρύθμισή τους για να λειτουργούν σωστά. Με ενδιέφερε αυτή η πτυχή της Οικονομίας και ήθελα να μάθω περισσότερα, ειδικά για την Υγεία».

Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Δημόσια Πολιτική και διδακτορικό στα Οικονομικά της Υγείας στο London School of Economics. Τα Οικονομικά της Υγείας είναι ένας κλάδος που τα τελευταία χρόνια, ειδικά από την πανδημία του Covid και έπειτα, είναι συχνά στην επικαιρότητα. Η κ. Παπανικόλα, ωστόσο επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι «ήταν και πριν και θα παραμείνει ένας σημαντικός κλάδος. Άμα κοιτάξουμε και μόνο πόσο ξοδεύουν οι περισσότερες κυβερνήσεις στην υγεία, είναι πολλές φορές το μεγαλύτερο κομμάτι της δημόσιας δαπάνης. Και όχι μόνο αυτό. Έχουμε έναν γηράσκοντα πληθυσμό, έχουμε καινούργια φάρμακα που βγαίνουν που είναι τρομερά αποτελεσματικά, αλλά επίσης πάρα πολύ ακριβά. Οπότε βλέπουμε τρομερές πιέσεις στα συστήματα υγείας, για να μπορούν να παρέχουν όλα αυτά τα αγαθά που θέλει ο κόσμος και χρειάζεται. Οπότε το πώς θα μπορούν οι κυβερνήσεις να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν και να προσφέρουν όλο αυτό, όχι μόνο την έρευνα, αλλά και τις υπηρεσίες που χρειάζεται ο πληθυσμός τους, νομίζω θα γίνει πιο δύσκολο».

Υπάρχουν πρότυπα συστήματα υγείας;

Τη ρωτάμε εάν υπάρχουν συστήματα υγείας – πρότυπο για τα υπόλοιπα. «Πολλές φορές μας ρωτάνε χώρες πώς να αλλάξουν το σύστημά τους, τί να κάνουν, τί έχει δουλέψει αλλού. Όμως, είναι πολύ δύσκολο να πάρουμε ένα μοντέλο που έχει δουλέψει, για παράδειγμα, στην Αγγλία και να πούμε ότι αυτό ταιριάζει σε μια άλλη χώρα, γιατί δεν είναι ίδιοι ούτε ο πληθυσμός, ούτε η κουλτούρα, ούτε η πολιτική τους. Οπότε πολλές φορές αυτό που μπορεί να δουλέψει σε ένα σύστημα, άμα δεν το αλλάξουμε για το σύστημα για το οποίο προορίζεται, μπορεί να μην έχει το ίδιο αποτέλεσμα», εξηγεί.

Το σημαντικότερο για την κ. Παπανικόλα σε ένα σύστημα υγείας είναι «να υπάρχει ένα όραμα για το τι είναι το σύστημα και τι θέλει να πετύχει. Βλέπω πολλές φορές ότι τα συστήματα που και επιτυγχάνουν τους στόχους τους και έχουν μεταρρυθμίσεις που δουλεύουν είναι συστήματα που έχουν μια καλή εικόνα του τι θέλουν και τι είναι τα πιο σημαντικά πράγματα για να πετύχουν. Γιατί σε ένα σύστημα υγείας είναι πολλά πράγματα που προσπαθούμε να καταφέρουμε. Προσπαθούμε να αυξήσουμε την υγεία του πληθυσμού, να έχουμε υψηλή ποιότητα, να μπορούν όλοι να έχουν πρόσβαση στο σύστημα. Το σημαντικό νομίζω είναι να ξέρουμε πολύ καλά ποιος είναι ο στόχος μας και τι είναι, πάνω από όλα, αυτό που θέλουμε να μπορεί να καταφέρει το σύστημα, ώστε να μπορούμε και οι πολιτικές που κάνουμε γύρω από αυτό να είναι ξεκάθαρες και να έχουν αποδοχή».

Φέρνει ως παράδειγμα το NHS, το εθνικό σύστημα υγείας της Αγγλίας, «που είναι πάρα πολύ αφοσιωμένο στο να έχει ισότιμη πρόσβαση για όλους τους ασθενείς. Όλοι στη χώρα πρέπει να εξυπηρετούνται ισότιμα, όχι με βάση το τι μπορούν να πληρώσουν ή το πόσο άρρωστοι είναι. Βλέπουμε ότι στην πράξη αυτό οδηγείται πάρα πολύ από την πολιτική τους, οπότε το ότι έχουν ένα όραμα για το σύστημα και έχουν κάποιους στόχους βοηθάει στο να προσεγγίσουν και τις μεταρρυθμίσεις και το τι θέλουν να πετύχουν. Δεν λέω ότι δεν έχει προβλήματα. Όλα τα συστήματα έχουν και τις δυσκολίες τους, έχουν και τα πράγματα που κάνουν καλύτερα. Αλλά νομίζω το να έχει κάποιος ένα ξεκάθαρο όραμα για το τι θέλει, βοηθάει στο να το πραγματοποιήσει».

Οι προκλήσεις των συστημάτων υγείας

Από την έρευνα η κ. Παπανικόλα έχει διαπιστώσει ότι τα συστήματα υγείας έχουν κοινά προβλήματα. Όπως περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «όλα τα συστήματα στον κόσμο βλέπουν ότι αλλάζει καταρχάς πολύ ο πληθυσμός στον οποίο πρέπει να παρέχουν υπηρεσίες. Παλιά τα συστήματα υγείας είχαν περισσότερο ασθένειες οξείας περίθαλψης. Τώρα, βλέπουμε ότι ο πληθυσμός είναι μεγαλύτερος και έχει περισσότερες χρόνιες ασθένειες. Για να ανταποκριθεί το σύστημα σε αυτό χρειάζεται περισσότερος συντονισμός. Πρέπει οι γιατροί να μπορούν να μιλάνε ο ένας στον άλλον, να καταλαβαίνουν τι έχει κάνει ο παθολόγος, τι ο καρδιολόγος και να αποφασίζουν τι είναι το καλύτερο για τον ασθενή. Τα συστήματα δεν είναι φτιαγμένα για να μιλάνε πολύ εύκολα οι διαφορετικοί γιατροί μεταξύ τους. Οπότε όλοι νομίζω προσπαθούν τώρα να βρουν πώς μπορούν πιο αποτελεσματικά να αλλάξουν και να μπορούν καλύτερα να εξυπηρετούν τις ανάγκες του ασθενή».

Μια επιπλέον δυσκολία, τονίζει η κ. Παπανικόλα, είναι το πώς θα καταφέρουν τα συστήματα να χρηματοδοτήσουν όλη την έρευνα που γίνεται. «Ζούμε σε μια εποχή που τα φάρμακα και οι διαγνωστικές εξετάσεις, όλα αυτά που προκύπτουν από την έρευνα, είναι εντυπωσιακά. Βλέπουμε ότι μπορούμε ξαφνικά να έχουμε θεραπείες για ασθένειες που παλιά δεν είχαμε. Αλλά αυτά κοστίζουν πολύ. Οπότε πώς μπορούν τα συστήματα υγείας να τα χρηματοδοτήσουν αυτά και να μπορούν να προσφέρουν σε όλο το πληθυσμό τους αυτή την έρευνα;». Την ίδια ώρα, «βλέπουμε ότι ξαφνικά έχουμε να αντιμετωπίσουμε καινούριες κρίσεις που δεν είχαμε παλιά, όπως τις πανδημίες, την κλιματική αλλαγή, οικονομικοπολιτικές κρίσεις. Όλα αυτά όχι μόνο δημιουργούν αστάθεια, αλλά πρέπει να αλλάξουν τα συστήματα ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν και σε αυτές τις κρίσεις».

Το μυστικό για την επίλυση των προβλημάτων αυτών είναι για την Ελληνίδα ερευνήτρια «όχι μόνο να μάθουν το ένα σύστημα από το άλλο, αλλά να αρχίσουμε περισσότερο να δουλεύουμε μαζί ως συστήματα γιατί δεν μπορεί ένα σύστημα μόνο του να ανταπεξέλθει σε μία κρίση. Για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή βλέπουμε ότι θα επηρεάσει ολόκληρες περιοχές. Οπότε γιατί δεν δουλεύουμε πιο πολύ μαζί για να μπορούμε όταν έχει ένα καύσωνα στην Αθήνα, να χρησιμοποιήσουμε άμα χρειάζεται και υλικά από άλλα συστήματα γειτονικά και να προσφέρουμε κι εμείς το ίδιο; Νομίζω ότι πρέπει να αλλάξουμε λίγο τον τρόπο που σκεφτόμαστε ως συστήματα για να μπορούμε καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε τα υλικά που έχουμε για όλους».

Το ελληνικό σύστημα υγείας

Μπορεί η Ειρήνη Παπανικόλα να έχει κάνει μελέτες για τα συστήματα υγείας σε ανεπτυγμένες χώρες σε όλο τον κόσμο, ωστόσο, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν έχει ερευνήσει εκτεταμένα το σύστημα υγείας στην Ελλάδα και αυτό γιατί «στην Ελλάδα δεν είναι πάντα εύκολο να βρούμε τα δεδομένα που χρησιμοποιούμε και στις άλλες χώρες που είναι κυρίως δεδομένα για τον κάθε ασθενή. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ έχουμε στοιχεία για τους ασθενείς και το πώς έχουν κινηθεί μέσα από το σύστημα, δηλαδή τι διαγνώσεις έχουν, τι υπηρεσίες καταναλώνουν, τι φάρμακα παίρνουν. Αυτά τα στοιχεία δεν τα έχω στην Ελλάδα ώστε να μπορώ να συγκρίνω. Αλλά προσπαθώ να κοιτάξω και την Ελλάδα γιατί με ενδιαφέρει πολύ προφανώς, εφόσον είναι η χώρα μου».

Πώς αξιολογεί η ίδια το ελληνικό σύστημα υγείας; «Βλέπουμε ότι η Ελλάδα έχει πολλές από αυτές τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και τα άλλα συστήματα υγείας και μάλιστα έχει ήδη χρειαστεί να αντιμετωπίσει κάποιες κρίσεις, όπως την κλιματική αλλαγή, την πανδημία που προφανώς την περάσαμε όλοι, αλλά και την οικονομική κρίση». Ένα δυνατό στοιχείο της Ελλάδας για την κ. Παπανικόλα είναι «ότι έχουμε πολλούς γιατρούς, οπότε πολλή γνώση, την οποία θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε». Επίσης, «ιστορικά έχουμε ένα πληθυσμό που είναι πολύ υγιής στη Μεσόγειο γενικά, με καλή διατροφή. Ωστόσο, βλέπουμε ότι αυτό αρχίζει και αλλοιώνεται, έχουμε πολλή παχυσαρκία, ειδικά στα παιδιά, έχουμε έναν πολύ γηράσκοντα πληθυσμό και ίσως το σύστημα υγείας δεν έχει ανταποκριθεί όσο γρήγορα θα μπορούσε σε αυτές τις προκλήσεις».

Η κ. Παπανικόλα εντοπίζει ότι το ελληνικό σύστημα υγείας είναι αρκετά κατακερματισμένο και έχει ένα μεγάλο ιδιωτικό σύστημα. Εκτιμά πάντως ότι «η ίδρυση του ΕΟΠΥΥ που έφερε μαζί όλα τα ταμεία ήταν ένα βήμα στο να φτιάξει αυτός ο κατακερματισμός. Κάτι άλλο που βλέπουμε από διαφορετικές κυβερνήσεις είναι η εστίαση στην πρωτοβάθμια υγεία. Πολλά άλλα συστήματα, επίσης, προσπαθούν να το κάνουν αυτό για να βοηθήσουν με τον συντονισμό της περίθαλψης».

Όλα τα παραπάνω είναι παραδείγματα του ότι «πολλές από τις πολιτικές της υγείας στην Ελλάδα προσπαθούν να φτιάξουν το σύστημα, ώστε να κάνουν αυτό που μας λέει η έρευνα ότι δουλεύει για τα προβλήματα που έχουμε. Νομίζω όμως, πολλές φορές ότι ξεκινάμε κάτι και δεν το παρακολουθούμε, ίσως επειδή αλλάζουν οι κυβερνήσεις και χρειάζεται χρόνος να γίνει. Δεν έχουμε μακροχρόνια διάρκεια στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Οπότε ενώ νομίζω είναι διάφορες μεταρρυθμίσεις σωστές, δεν τις βλέπουμε να έχουν μια συνέχεια», συμπληρώνει.

Υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας στην Αμερική σε σχέση με την Ευρώπη

Η Ειρήνη Παπανικόλα είναι διευθύντρια του Κέντρου Βιωσιμότητας Συστημάτων Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Brown και επικεφαλής της Διεθνούς Συνεργασίας για το Κόστος, τα Αποτελέσματα και τις Ανάγκες στην Περίθαλψη (ICCONIC), μια πρωτοβουλία που αποτελείται από 16 εταίρους στη βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και σε χώρες του Ειρηνικού Ωκεανού, οι οποίοι συνεργάζονται για να κατανοήσουν τις υπηρεσίες υγείας, το κόστος και τα αποτελέσματα με επίκεντρο μια ομάδα ασθενών με υψηλές ανάγκες και υψηλό κόστος περίθαλψης.

Ένας από τους στόχους της πρωτοβουλίας είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων ασθενών, μέσα από την οποία θα γίνονται διακρατικές αναλύσεις σχετικά με το πώς διαφορετικές στρατηγικές περίθαλψης μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα, το κόστος και τα αποτελέσματα της περίθαλψης.

Με τη συγκεκριμένη βάση θα συνδεθούν και τα δεδομένα της πρόσφατης πολυσυζητημένης μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «New England Journal of Medicine». Στη μελέτη οι ερευνητές συνέκριναν δεδομένα από περισσότερους από 73.000 ενήλικες στις ΗΠΑ και σε 16 χώρες της βόρειας και κεντρικής, της ανατολικής και της νότιας Ευρώπης, που το 2010 ήταν ηλικίας 50 έως 85 ετών, και διαπίστωσαν ότι σε κάθε επίπεδο πλούτου στις ΗΠΑ, τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν υψηλότερα από τα αντίστοιχα στην Ευρώπη. Ακόμα και οι πλουσιότεροι Αμερικανοί έχουν κατά μέσο όρο μικρότερη διάρκεια ζωής σε σχέση με τους πλουσιότερους Ευρωπαίους και σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πλουσιότεροι Αμερικανοί έχουν ποσοστά επιβίωσης παρόμοια με τους φτωχότερους Ευρωπαίους σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; «Δεν κοιτάξαμε σε αυτό το άρθρο τόσο το γιατί. Πιστεύουμε ότι έχει να κάνει και με το σύστημα υγείας και με το σύστημα πρόνοιας, ότι και τα δύο είναι σημαντικά. Επίσης, σίγουρα έχει να κάνει με πιο συστηματικούς παράγοντες. Μπορεί, ας πούμε, η διατροφή που επηρεάζει όλη τη χώρα να είναι ένας παράγοντας. Και προφανώς η δημόσια υγεία είναι κάτι που επηρεάζει τους πάντες. Δεν είναι κάτι που μπορείς, άμα είσαι πλούσιος, να πεις ότι άμα δεν είναι ασφαλείς οι δρόμοι ότι εγώ δεν θα πάθω ατύχημα. Ή αν οι άλλοι δεν εμβολιαστούν γύρω μου, εγώ είμαι ασφαλής. Τέλος, σκεφτήκαμε ότι ίσως η ανισότητα στη χώρα να αποτελεί αρνητικό παράγοντα και να δημιουργεί καταστάσεις με περισσότερη αβεβαιότητα, για παράδειγμα στην Αμερική η δουλειά σου είναι πάρα πολύ συνδεδεμένη με την πρόσβασή σου στην υγεία, οπότε αυτό μπορεί να δημιουργεί περισσότερο στρες από ό,τι υπάρχει στην Ευρώπη».

Πρόθεση των ερευνητών είναι να συνεχίσουν την έρευνα διερευνώντας τα αίτια του παραπάνω ευρήματος από διαφορετικές πτυχές, όπως τις επιπτώσεις των καρδιολογικών παθήσεων ή της άνοιας, και της θεραπείας για τις παθήσεις αυτές, καθώς και την επίδραση της φορολογίας και των συντάξεων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ