Η σύγχρονη ελληνική αγορά αντιμετωπίζει προκλήσεις που δυσκολεύουν την επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν την ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας, παρέχοντας εργασία σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Παρ’ όλα αυτά, στην τελευταία τριετία, οι αυξήσεις των λειτουργικών εξόδων έχουν φτάσει το 50%, με αποτέλεσμα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να ανταγωνιστούν τις μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες, μεγάλες επιχειρήσεις, οργανωμένα πολυκαταστήματα, malls κλπ.
Ανανεώσεις μισθωτηρίων, αυξήσεις στην τιμή της ενέργειας, αυξήσεις του κατώτατου μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών είναι θέματα που οι μεγάλες επιχειρήσεις τα ξεπερνούν με ευκολία λόγω της αύξησης του τζίρου τους.
Του Θάνου Τσαγγάρη*
Η μεταφορά του τζίρου από τα φυσικά καταστήματα των ΜΜΕ προς τις πολυεθνικές και μεγάλες εταιρείες, καθώς και η κυριαρχία των πολυεθνικών e-shops είναι ενδεικτική της στροφής που έχει πάρει η αγορά. Η κατάσταση καθιστά δύσκολη την επιβίωση των ΜΜΕ. Η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι μία πολιτική που δημιουργεί ανισότητες.
Τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που προσφέρονται στις μεγάλες επιχειρήσεις είναι το χαμηλότερο ΦΠΑ στις χώρες έδρας τους, η δύναμη της επικοινωνίας και της διαφήμισης και η νομοθέτηση εκ μέρους της πολιτείας υπέρ τους (43 Κυριακές ανοιχτά τα καταστήματα, η απελευθέρωση των προσφορών, ο νέος κώδικας δεοντολογίας – κανένας έλεγχος από την πολιτεία). Αντιθέτως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μειωμένο τζίρο και αυξημένο κόστος λειτουργίας.
Έχει δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που ευνοεί τις πολυεθνικές και μεγάλες επιχειρήσεις.
Η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση αποτελεί ακόμα έναν σοβαρό παράγοντα που επιδεινώνει την κατάσταση. Οι τράπεζες, αντί να προσφέρουν στήριξη, φαίνεται να παίζουν έναν αρνητικό ρόλο, επιβαρύνοντας τις ΜΜΕ με υπερβολικές χρεώσεις για κάθε τους συναλλαγή. Συγκεκριμένα, πολλές μικρές επιχειρήσεις καλούνται να πληρώνουν από 250 έως 300 ευρώ μηνιαίως μόνο για τις τραπεζικές προμήθειες. Αυτό το επιπλέον κόστος δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις να παραμείνουν βιώσιμες, ενώ ενισχύει τις ανισότητες με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες απολαμβάνουν χαμηλότερες χρεώσεις αλλά και χρηματοδότηση λόγω του μεγέθους τους.
Η κυβέρνηση, αν και έχει αναγνωρίσει το πρόβλημα, δεν έχει λάβει ουσιαστικά μέτρα για να υποχρεώσει τις τράπεζες να μειώσουν τις προμήθειες ή να περιορίσουν τα υπερβολικά κέρδη τους. Παρά την ύπαρξη του αναβαλλόμενου φόρου και άλλων μηχανισμών, οι μικρές επιχειρήσεις δεν φαίνεται να έχουν τη στήριξη που χρειάζονται για να ανταπεξέλθουν. Η αδυναμία αυτή καθιστά τις μικρές επιχειρήσεις ιδιαίτερα ευάλωτες και αποτρέπει την ανάπτυξή τους.
Η πολιτική που ακολουθεί η πολιτεία εντείνει την ανισότητα στην αγορά, καθώς ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις εις βάρος των μικρών. Η συνεχής αδυναμία στήριξης των μικρομεσαίων και η απουσία πραγματικής παρέμβασης για τη μείωση των τραπεζικών προμηθειών ή των φόρων δημιουργεί ένα κλίμα όπου οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να επιβιώσουν. Η κυβέρνηση, αντί να λάβει ουσιαστικά μέτρα, φαίνεται να χαϊδεύει το πρόβλημα, χωρίς να το αντιμετωπίζει με την απαιτούμενη σοβαρότητα. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα περιβάλλον όπου η άνιση ανταγωνιστικότητα και οι υπερβολικές επιβαρύνσεις καθιστούν αδύνατη την επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων.
Η διεθνής αβεβαιότητα, όπως οι δασμοί που θα επιβληθούν από τρίτες χώρες και οι αλλαγές στην αγορά, προσθέτουν ακόμα περισσότερη αβεβαιότητα. Παρόλα αυτά, οι ΜΜΕ προσπαθούν να επιβιώσουν με πολλούς επιχειρηματίες να εξετάζουν το ενδεχόμενο να μειώσουν προσωρινά τις δραστηριότητες τους, αναμένοντας πιο ευνοϊκές συνθήκες.
Η πολιτεία πρέπει να παρέμβει, και να προσφέρει ουσιαστική στήριξη, όπως μία πιθανή διαγραφή προσαυξήσεων και μία γενναία ρύθμιση όλων των χρεών σε 120 δόσεις. Είναι η μόνη ρεαλιστική λύση για να μπορέσουν οι επιχειρηματίες που είναι χρεωμένοι να αποδεσμευτούν από τα βάρη και να κάνουν μία έξοδο με αξιοπρέπεια αντί να συνεχίζουν να επιβαρύνονται με χρέη ακόμα περισσότερο.
Η κατάσταση αυτή απαιτεί άμεση προσοχή και δράση από όλους τους φορείς. Αν η πολιτεία δε λάβει μέτρα για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το μέλλον τους θα είναι αβέβαιο. Η επιβίωση τους θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα τους να προσαρμοστούν, να μειώσουν τις δραστηριότητες τους και να περιμένουν καλύτερες συνθήκες για να επιστρέψουν πιο δυναμικά στην αγορά.
*Ο Θάνος Τσαγγάρης είναι Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας