Παγκόσμιο σοκ έχουν προκαλέσει οι χθεσινές ανακοινώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ περί επιβολής δασμών. Προκειμένου να διερευνήσουμε τις επιπτώσεις που θα έχουν οι ανακοινώσεις του Αμερικανού Προέδρου, οφείλουμε να αναζητήσουμε τις επιπτώσεις που παρατηρήθηκαν σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους δασμούς του 1930 που είχαν επιβάλει πάλι οι ΗΠΑ στα αγροτικά προϊόντα, επιταχύνοντας έτσι την μεγάλη ύφεση και οδηγώντας τελικά στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ιστορική αναδρομή: Οι δασμοί του 1930 (Smoot–Hawley Act)
Η εμπειρία του παρελθόντος προσφέρει ένα χρήσιμο παράδειγμα για τις επιπτώσεις ενός εκτεταμένου εμπορικού πολέμου. Ο Νόμος Smoot–Hawley του 1930 στις ΗΠΑ επέβαλε δασμούς-ρεκόρ σε πάνω από 20.000 προϊόντα, σε μια προσπάθεια προστασίας της αμερικανικής γεωργίας και βιομηχανίας κατά τη Μεγάλη Ύφεση. Οι συνέπειες τότε ήταν δραματικές τόσο για την αμερικανική όσο και για την παγκόσμια οικονομία:
Κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου: Οι δασμοί Smoot–Hawley προκάλεσαν έναν σπιράλ εμπορικών αντιποίνων διεθνώς. Άλλες χώρες ανταπέδωσαν επιβάλλοντας δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα, με αποτέλεσμα το παγκόσμιο εμπόριο να συρρικνωθεί απότομα. Μεταξύ 1929 και 1932, οι αμερικανικές εισαγωγές από την Ευρώπη έπεσαν από $1,334 δισ. σε μόλις $390 εκατ., ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές προς την Ευρώπη κατέρρευσαν από $2,341 δισ. σε $784 εκατ.. Συνολικά, η αξία του παγκόσμιου εμπορίου μειώθηκε κατά 66% την περίοδο 1929–1934. Η πρωτοφανής αυτή κατάρρευση του εμπορίου διέκοψε την κυκλοφορία κεφαλαίων και προϊόντων διεθνώς, επιτείνοντας τη Μεγάλη Ύφεση. Αντί να προστατεύσει την απασχόληση, η εμπορική αυτή πολιτική συνέβαλε στην εκτίναξη της ανεργίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μείωση των εξαγωγών σήμαινε μείωση παραγωγής και θέσεων εργασίας σε πολλούς τομείς (ιδιαίτερα στη γεωργία και στη βιομηχανία). Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν περίπου 6,3% τον Ιούνιο 1930 και σκαρφάλωσε στο 11,6% μέχρι τον Νοέμβριο 1930, λίγους μήνες μετά την επιβολή των δασμών. Η τάση αυτή συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια – η ανεργία έφτασε περίπου 16% το 1931 και κορυφώθηκε στο 25% το 1932–33, ένα επίπεδο που σήμαινε πάνω από 12 εκατομμύρια ανέργους. Η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ μειώθηκε δραματικά και το ΑΕΠ συρρικνώθηκε (η συνολική πτώση του πραγματικού ΑΕΠ από το 1929 έως το 1933 πλησίασε το 30%). Πολλοί αγρότες, μη μπορώντας να πουλήσουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό, χρεοκόπησαν – και οι αθετήσεις δανείων τους προκάλεσαν κύμα τραπεζικών καταρρεύσεων στην ύπαιθρο των ΗΠΑ. Εν ολίγοις, οι δασμοί απέτυχαν να σώσουν τις αμερικανικές θέσεις εργασίας· αντίθετα, συνέβαλαν στην καταστροφή τους λόγω της κατάρρευσης της ζήτησης.
Βαρύ πλήγμα και στην ευρωπαϊκή οικονομία: Οι προστατευτικές πολιτικές επεκτάθηκαν και πέρα από τις ΗΠΑ, καθώς πολλές χώρες προσπάθησαν να θωρακιστούν οικονομικά. Στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, εγκαταλείφθηκε η παραδοσιακή πολιτική ελεύθερου εμπορίου και επιβλήθηκαν δασμοί (Imperial Preference). Στην ηπειρωτική Ευρώπη, ήδη πληγωμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με εύθραυστα χρηματοπιστωτικά συστήματα, η κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου υπήρξε καταστροφική. Η κρίση επιδεινώθηκε με την πτώχευση της Creditanstalt στην Αυστρία το 1931, που προκάλεσε τραπεζικό πανικό. Η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με ρεκόρ ανεργίας, εκτεταμένους περιορισμούς στο εμπόριο (δασμούς, ποσοστώσεις) και ελέγχους στη διακίνηση κεφαλαίων. Για παράδειγμα, η ανεργία στη Γερμανία ξεπέρασε το 30% το 1932, στη Βρετανία έφτασε ~20%, ενώ η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε δραστικά σε όλες τις μεγάλες οικονομίες. Η αδυναμία διεθνούς συνεργασίας σε νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές –σε συνδυασμό με τον προστατευτισμό– έκανε τη Μεγάλη Ύφεση βαθύτερη και πιο παρατεταμένη για την Ευρώπη. Το παγκόσμιο εμπόριο δεν ανέκαμψε παρά μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1930, μετά από μερική εγκατάλειψη των προστατευτικών δασμών (με την υπογραφή διμερών εμπορικών συμφωνιών από το 1934 και μετά).
Διδάγματα από το 1930: Ο νόμος Smoot–Hawley έχει μείνει στην ιστορία ως παράδειγμα προς αποφυγή. Θεωρείται ότι επιδείνωσε τη Μεγάλη Ύφεση αντί να την μετριάσει, καθώς ο “πόλεμος δασμών” απέβη ζημιογόνος για όλους. Οι εξελίξεις του 1930-33 δίδαξαν στις μεταπολεμικές γενιές οικονομολόγων και πολιτικών ότι οι εμπορικοί πόλεμοι δεν έχουν νικητές – αντίθετα, οδηγούν σε ύφεση και ανεργία. Αυτό το ιστορικό προηγούμενο συχνά αναφέρεται ως προειδοποίηση και στη σημερινή συγκυρία: η επιστροφή σε λογικές «beggar-thy-neighbor» (οικονομικές πολιτικές σε βάρος του γείτονα) μπορεί να προκαλέσει παρόμοια προβλήματα με αυτά της δεκαετίας του ’30. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το 1930 οι ΗΠΑ άλλαξαν ρότα και προώθησαν σταδιακά το ελεύθερο εμπόριο (ξεκινώντας με τον Νόμο Trade Agreements Act του 1934), αναγνωρίζοντας την αποτυχία του ακραίου προστατευτισμού.
Συμπερασματικά, η ιστορία του Smoot–Hawley υπογραμμίζει τον κίνδυνο μιας κλιμάκωσης των σημερινών εμπορικών εντάσεων. Όπως το 1930, έτσι και σήμερα, οι δασμοί μπορεί βραχυπρόθεσμα να φανούν δελεαστικοί ως μέσο προστασίας, όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι μακροπρόθεσμα μπορούν να βυθίσουν την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση – πλήττοντας τόσο την αμερικανική όσο και την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ευημερία. Είναι ένα μάθημα γραμμένο με τα μελανότερα χρώματα στην οικονομική ιστορία, που αξίζει προσοχής καθώς εξελίσσεται η τρέχουσα εμπορική διαμάχη.
Οι προβλέψεις των δασμών του 2025 για τις επιπτώσεις τους στην αμερικανική οικονομία
Οι σαρωτικοί δασμοί που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την οικονομία των ΗΠΑ σε πολλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, οι βασικές συνέπειες περιλαμβάνουν:
Άνοδος τιμών καταναλωτή και πληθωρισμού: Οι νέοι δασμοί λειτουργούν ουσιαστικά ως φόρος στις εισαγωγές, αυξάνοντας το κόστος για καταναλωτές και επιχειρήσεις. Αναλυτές της JP Morgan εκτιμούν ότι οι δασμοί αυτοί ισοδυναμούν με πρόσθετο φορολογικό βάρος 660 δισ. δολαρίων ετησίως για τους Αμερικανούς – τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων στη σύγχρονη ιστορία – και θα οδηγήσουν σε απότομη άνοδο τιμών. Μάλιστα προβλέπεται πρόσθετη αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, ενισχύοντας τον πληθωρισμό. Οι οικονομολόγοι της UBS προειδοποιούν αντίστοιχα ότι η πλήρης εφαρμογή των δασμών μπορεί να ωθήσει τον πληθωρισμό κοντά στο 5% το 2025, επιδεινώνοντας σημαντικά το μακροοικονομικό περιβάλλον.
Μείωση εμπορίου και εξαγωγών: Ως αντίποινα, πολλοί εμπορικοί εταίροι (ΕΕ, Κίνα κ.ά.) αναμένεται να επιβάλουν δικούς τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα, γεγονός που θα πλήξει τις αμερικανικές εξαγωγές. Ήδη το επιχειρηματικό κλίμα έχει επιδεινωθεί από τον φόβο ενός εμπορικού πολέμου. Οι μεγάλες τράπεζες της Wall Street προειδοποιούν ότι οι δασμοί μπορεί να εγκαινιάσουν περίοδο στασιμοπληθωρισμού – συνδυασμό οικονομικής στασιμότητας και υψηλού πληθωρισμού.
Ήδη, η αβεβαιότητα πιέζει τις αγορές: ο δείκτης S&P 500 σημείωσε πτώση 4,6% το πρώτο τρίμηνο του 2025, τη χειρότερη επίδοση από το 2022, εν μέρει λόγω φόβων για τις εμπορικές εντάσεις. Συνολικά, το διεθνές εμπόριο των ΗΠΑ αναμένεται να μειωθεί, περιορίζοντας τις αμερικανικές εξαγωγές και διευρύνοντας το εμπορικό έλλειμμα.
Επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση: Οι δασμοί προστατεύουν ορισμένες εγχώριες βιομηχανίες (π.χ. χαλυβουργία), αλλά πλήττουν κλάδους που βασίζονται σε φθηνές εισαγωγές ή αντιμετωπίζουν ξένες αγορές. Οφέλη όπως η διατήρηση θέσεων εργασίας σε προστατευμένες βιομηχανίες εκτιμάται ότι υπεραντισταθμίζονται από τις απώλειες αλλού. Μετά τους δασμούς χάλυβα/αλουμινίου το 2018, υπολογίζεται ότι χάθηκαν 75.000 θέσεις εργασίας στη μεταποίηση των ΗΠΑ, λόγω του υψηλότερου κόστους εισροών και των ξένων αντιποίνων. Οι νέοι, πολύ ευρύτεροι δασμοί αναμένεται να έχουν ακόμη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση. Η JP Morgan χαρακτηρίζει το πακέτο δασμών «μακροοικονομικό σοκ» που πιθανότατα θα οδηγήσει την οικονομία των ΗΠΑ σε ύφεση το 2025 αν διατηρηθεί. Αντίστοιχα, η UBS εκτιμά ότι οι δασμοί μπορεί να μειώσουν την ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 1,5–2 ποσοστιαίες μονάδες το 2025.
Με την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η ανεργία ενδέχεται να αυξηθεί, αντιστρέφοντας την έως τώρα ισχυρή αγορά εργασίας. Συνολικά, η οικονομία των ΗΠΑ αντιμετωπίζει τον κίνδυνο σαφούς επιβράδυνσης: χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερο κόστος ζωής για τους καταναλωτές και διαταραχή στην παραγωγή λόγω του αυξημένου κόστους εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών.
Επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία
Οι δασμοί πλήττουν άμεσα και τους βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, ιδίως την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών στις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας πάνω από 20% των αμερικανικών εισαγωγών το 2024. Οι συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία περιλαμβάνουν:
Πλήγμα στις ευρωπαϊκές εξαγωγές και βιομηχανίες: Οι εξαγωγείς της ΕΕ θα βρεθούν αντιμέτωποι με δασμό 20% στα προϊόντα τους (25% στον κλάδο αυτοκινήτου), γεγονός που μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους στην αμερικανική αγορά. Κλάδοι-κλειδιά όπως η αυτοκινητοβιομηχανία θα πληγούν ιδιαίτερα, καθώς τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα που εξάγονται στις ΗΠΑ (αξίας ~€40 δισ. ετησίως) θα γίνουν ακριβότερα για τον Αμερικανό αγοραστή. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ έως τώρα επέβαλαν δασμό μόλις 2,5% στα εισαγόμενα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, ενώ τώρα σχεδιάζεται 25% δασμός, αυξάνοντας κατακόρυφα την τελική τιμή τους. Αυτό απειλεί χιλιάδες θέσεις εργασίας στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες χώρες με ισχυρή βιομηχανική/εξαγωγική βάση. Εκτός από τα αυτοκίνητα, δασμοί 20% επιβαρύνουν όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά προϊόντα – από μηχανήματα και χημικά έως τρόφιμα και ποτά – μειώνοντας τη ζήτηση τους στις ΗΠΑ. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος ενιαίος προορισμός για ευρωπαϊκά αγαθά, οι απώλειες εσόδων για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα είναι σημαντικές.
Επιβράδυνση ανάπτυξης και επενδύσεων στην ΕΕ: Η μείωση των εξαγωγών αναμένεται να φρενάρει την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη. Αξιολόγηση της ΕΚΤ εκτιμά ότι οι δασμοί των ΗΠΑ μπορούν να μειώσουν τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά περίπου 0,3–0,4 ποσοστιαίες μονάδες τον πρώτο χρόνο εφαρμογής. Οι εξαγωγικές βιομηχανίες της Ευρώπης θα δουν τα έσοδά τους να συρρικνώνονται, πιθανόν οδηγώντας σε μείωση παραγωγής και απασχόλησης σε αυτούς τους τομείς. Χώρες με μεγάλη εξάρτηση από τις εξαγωγές, όπως η Γερμανία (όπου οι εξαγωγές αντιστοιχούν ~50% του ΑΕΠ), είναι ιδιαίτερα ευάλωτες. Ήδη υπάρχει κλίμα ανησυχίας: ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης έχει επιδεινωθεί, καθώς οι εταιρείες φοβούνται μείωση παραγγελιών και κερδών. Παράλληλα, ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ ίσως επανεξετάσουν ή αναβάλουν επενδύσεις λόγω του αβέβαιου περιβάλλοντος.
Πληθωρισμός και αντίμετρα: Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου οι δασμοί αυξάνουν τις τιμές καταναλωτή, στην Ευρώπη η άμεση επίπτωση στους καταναλωτές είναι μικρότερη (καθώς πρόκειται για δασμούς επί των εξαγωγών). Ωστόσο, αν η ΕΕ επιβάλει αντίποινα δασμών σε αμερικανικά προϊόντα, θα υπάρξει και εκεί άνοδος τιμών σε συγκεκριμένα είδη για τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προειδοποιήσει ότι είναι “έτοιμη να απαντήσει” στους αμερικανικούς δασμούς με δικά της μέτρα. Στο παρελθόν, η ΕΕ είχε καταρτίσει λίστα αμερικανικών προϊόντων για αντίμετρα (π.χ. ουίσκι bourbon, μοτοσυκλέτες, τζιν κ.ά.), και ένα ανάλογο πακέτο αντιποίνων αναμένεται και τώρα. Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν χαρακτήρισε τους δασμούς των ΗΠΑ «μεγάλο πλήγμα για την παγκόσμια οικονομία» με «τρομερές συνέπειες για εκατομμύρια ανθρώπους», σηματοδοτώντας τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η Ευρώπη την κατάσταση. Τα αντίμετρα της ΕΕ θα στοχεύσουν να ασκήσουν πίεση στις ΗΠΑ, αλλά ενέχουν τον κίνδυνο περαιτέρω κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου.
Συνολικά, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε έναν νέο εμπορικό κλυδωνισμό. Οι δασμοί Τραμπ απειλούν να μειώσουν αισθητά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές και να πλήξουν κλάδους-κλειδιά, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη. Αν δεν αποκλιμακωθεί η ένταση, ενδέχεται να δούμε αμφίπλευρη επιβολή δασμών που θα βαρύνουν περαιτέρω τόσο την ευρωπαϊκή όσο και την αμερικανική οικονομία.
Έκθεση της ελληνικής οικονομίας στους δασμούς
Αν και η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις δεκάδες χώρες που επηρεάζονται από τους δασμούς, η άμεση μακροοικονομική επίπτωση εκτιμάται σχετικά μικρή, δεδομένης της περιορισμένης έκθεσης της χώρας στην αγορά των ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα:
Μικρή συνολική έκθεση των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ: Οι Ηνωμένες Πολιτείες απορροφούν περίπου το 4% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών. Σε αξία, οι ελληνικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ήταν τάξης μεγέθους €2,2–2,5 δισ. το 2024, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 1% του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι, σε μακροεπίπεδο, οι δασμοί δεν αποτελούν συστημικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία, σε αντίθεση με χώρες όπως η Γερμανία ή η Ιρλανδία που βασίζονται πολύ περισσότερο στην αμερικανική αγορά. Όπως σημειώνει και ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, οι επιπτώσεις στην Ελλάδα αναμένεται να είναι ηπιότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ακριβώς επειδή το ποσοστό εξαγωγών μας προς τις ΗΠΑ είναι μικρό. Επιπλέον, η σχετικά περιορισμένη ένταξη της ελληνικής παραγωγής σε διεθνείς αλυσίδες αξίας (global value chains) λειτουργεί ως “ασπίδα” – η ελληνική οικονομία είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε έμμεσες επιπτώσεις μέσω τρίτων χωρών.
Κλάδοι και προϊόντα που επηρεάζονται περισσότερο: Παρά τη μικρή συνολική έκθεση, ο αντίκτυπος συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένους εξαγωγικούς κλάδους. Οι αγροδιατροφικές εξαγωγές αποτελούν περίπου το 30% των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ, τα πετρελαιοειδή (κυρίως καύσιμα από διυλιστήρια) το 23%, και τα βιομηχανικά προϊόντα περίπου το 41%. Σε αυτούς τους τομείς θα γίνει αισθητό το βάρος των δασμών:
Τρόφιμα και γεωργικά προϊόντα: Οι ΗΠΑ είναι σημαντική αγορά για ελληνικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, οι επιτραπέζιες ελιές, η φέτα και το κρασί. Αυτά τα προϊόντα θα επιβαρυνθούν με δασμό 20%, γεγονός που πιθανότατα θα μειώσει την ανταγωνιστικότητά τους και τις πωλήσεις τους. Για παράδειγμα, οι Έλληνες παραγωγοί φέτας ανησυχούν ότι οι εξαγωγές φέτας στις ΗΠΑ μπορεί να μειωθούν στο μισό λόγω των δασμών. Οι ΗΠΑ είχαν εξελιχθεί σε δυναμική αγορά για τη φέτα (απορροφώντας ~8% των εξαγωγών φέτας, με τον όγκο να έχει διπλασιαστεί την τελευταία τετραετία), αλλά η επιβολή δασμών απειλεί να ανακόψει αυτήν την τάση. Παρομοίως, στο ελαιόλαδο και στις ελιές – παραδοσιακά εξαγώγιμα προϊόντα μας – οι ελληνικές επιχειρήσεις φοβούνται απώλεια μεριδίου αγοράς, καθώς ένα +20% στην τιμή λιανικής είναι ικανό να στρέψει τους Αμερικανούς καταναλωτές σε φθηνότερες εναλλακτικές (π.χ. ελαιόλαδο από χώρες της Λατινικής Αμερικής που δεν πλήττονται από δασμούς). Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων σημείωσε ότι προϊόντα όπως «οι ελιές, το λάδι, τα κρασιά θα πληγούν» ιδιαίτερα από τους δασμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε προηγούμενους δασμούς (το 2019, επί κυβέρνησης Τραμπ) η Ελλάδα είχε πετύχει την εξαίρεση της φέτας από τις αμερικανικές κυρώσεις, όμως στο νέο κύμα δασμών δεν φαίνεται να υπάρχουν τέτοιες εξαιρέσεις.
Πετρελαιοειδή: Ένα σημαντικό μέρος των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ είναι προϊόντα πετρελαίου (βενζίνες, καύσιμα ναυτιλίας κ.λπ.) από τα ελληνικά διυλιστήρια. Τα προϊόντα αυτά μέχρι τώρα ανταγωνίζονταν επάξια στη διεθνή αγορά, αλλά με δασμό 20% θα καταστούν ακριβότερα για τους Αμερικανούς εισαγωγείς. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης για ελληνικά καύσιμα στην αγορά των ΗΠΑ και σε πιθανή ανακατεύθυνση των ροών προς άλλες αγορές (Ευρώπη, Ασία), όπου όμως ενδέχεται να πουληθούν με χαμηλότερα περιθώρια κέρδους. Οι μεγάλοι ελληνικοί όμιλοι διύλισης (ΕΛΠΕ, Motor Oil) παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, καθώς οι ΗΠΑ ήταν μια από τις αγορές στόχους για εξαγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ. πετρελαιοειδή χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο).
Βιομηχανικά και άλλα προϊόντα: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται διάφορα προϊόντα: πρώτες ύλες, μέταλλα, χημικά, φαρμακευτικά, βιομηχανικός εξοπλισμός κ.ά. Για παράδειγμα, η Ελλάδα παράγει αλουμίνιο (μέσω της Αλουμίνιον της Ελλάδος) και άλλα μεταλλικά προϊόντα που εξάγονται σε μικρό βαθμό στις ΗΠΑ – αυτά τώρα επιβαρύνονται επιπλέον (σημειώνεται ότι οι δασμοί 25% σε χάλυβα και 10% σε αλουμίνιο είχαν ήδη επιβληθεί από το 2018 και παραμένουν σε ισχύ). Επίσης, ελληνικά φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα που έχουν παρουσία στην αμερικανική αγορά θα δουν το μεικτό περιθώριο κέρδους τους να μειώνεται ή/και θα πρέπει να αυξήσουν τις τιμές, με κίνδυνο απώλειας πελατών. Αν και κανένα μεμονωμένο βιομηχανικό προϊόν (εκτός πετρελαιοειδών) δεν έχει τεράστιο όγκο προς ΗΠΑ, συνολικά ο τομέας αντιπροσωπεύει πάνω από €1 δισ. εξαγωγών, που πλέον τίθενται υπό πίεση.
Έμμεσες επιπτώσεις και προσαρμογή: Ένα πιθανό δευτερογενές αποτέλεσμα είναι ότι η γενική επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου μπορεί να πλήξει την Ελλάδα έμμεσα μέσω Ευρώπης. Όπως επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας, αν η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μειώσει τη ζήτηση σε βασικές ευρωπαϊκές αγορές, θα μειωθεί και η ζήτηση για ελληνικά προϊόντα εκεί, επηρεάζοντας αρνητικά τις εξαγωγές μας. Επίσης, η γενικότερη αβεβαιότητα μπορεί να αποθαρρύνει ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα, επιδρώντας στη μελλοντική ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και η αισιόδοξη οπτική: οι Έλληνες εξαγωγείς μπορούν να αναζητήσουν εναλλακτικές αγορές εκτός ΗΠΑ («οι τρίτες χώρες είναι αυτές που θα σώσουν το παιχνίδι των ελληνικών εξαγωγών», σύμφωνα με τον ΠΣΕ), αξιοποιώντας εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ ή τη ζήτηση σε αναδυόμενες οικονομίες. Για προϊόντα υψηλής ποιότητας όπως τα ελληνικά τρόφιμα, αγορές της Ασίας ή της Μέσης Ανατολής μπορεί να απορροφήσουν μέρος της ποσότητας που θα έχανε η αμερικανική αγορά. Επιπλέον, αν οι δασμοί αποδειχθούν πρόσκαιροι και υπάρξει κάποια συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, το πλήγμα θα είναι περιορισμένης διάρκειας.
Εν κατακλείδι, η ελληνική οικονομία δεν αντιμετωπίζει συστημικό κίνδυνο από τους δασμούς Τραμπ λόγω της χαμηλής έκθεσης, όμως σε επίπεδο συγκεκριμένων επιχειρήσεων και κλάδων το αντίκτυπο θα είναι αισθητός. Η διαφοροποίηση των αγορών και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας θα είναι κλειδιά για τον περιορισμό των απωλειών.