Βάζοντας στην άκρη τις ανόητες αναφορές και δήθεν αναλύσεις, ότι για την αντιδημοκρατική και ξεκάθαρα απολυταρχική, για πολλοστή φορά, δράση του Ερντογάν με τα γεγονότα Ιμάμογλου, φταίει και πάλι ο Πρόεδρος Τραμπ, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχει, προ πολλού, έρθει η στιγμή να υπάρξει μια ρεαλιστική σκληρή αντιμετώπιση, απέναντι στον υποστηρικτή της τρομοκρατίας, πειρατή του διεθνούς δικαίου και απολυταρχικό ηγέτη της Τουρκίας. Η Αμερική και η Ευρώπη πρέπει επιτέλους να δουν με ειλικρίνεια τον εξελισσόμενο επικίνδυνα ρόλο του καθεστώτος Ερντογάν. Και σίγουρα, αυτό πρέπει πάνω από όλα να το κάνει η Ελλάδα, αλλάζοντας άμεσα πολιτική και πορεία στην αντιμετώπιση της αναθεωρητικής Τουρκίας.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Στον απόηχο των τελευταίων γεγονότων στο εσωτερικό της Τουρκίας με τη σύλληψη Ιμάμογλου και τη στάση του Ερντογάν σε εξαιρετικά κρίσιμα θέματα για τη Δύση, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κρίση στη Μέση Ανατολή με εχθρική αντιμετώπιση απέναντι στο Ισραήλ, αλλά και η στήριξη των Ισλαμιστών Τζιχαντιστών στη Συρία, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ξεκάθαρα, ότι οι ενέργειες του Ερντογάν και του καθεστώτος του, δεν είναι προς το συμφέρον του ΝΑΤΟ, του οποίου είναι μέλος, και της Δύσης ευρύτερα.
Με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προέκυψε η νεοσύστατη Τουρκική Δημοκρατία. Ο Κεμάλ Ατατούρκ έγινε ο ιδρυτής της Δημοκρατίας το 1923, ο οποίος, ως πρώτος πρόεδρός της, εφάρμοσε πολλές πολιτικές και πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις σταδιακά που χρησίμευαν για να υπονομεύσουν τις παλιές ημέρες της αυτοκρατορίας. Ενώ η κατευθυντήρια πυξίδα των Οθωμανών είχε από καιρό αγκαλιάσει το Ισλάμ, μέχρι το 1935 ο Ατατούρκ αφαίρεσε οποιαδήποτε αναφορά στη θρησκεία από το σύνταγμα. Ίδρυσε μια και καλά κοσμική δημοκρατία.
Ο Ατατούρκ ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο να διατηρηθεί αυτό μετά το θάνατό του. Ως εκ τούτου, ανέθεσε στον στρατό την ευθύνη να διασφαλίσει ότι η χώρα παρέμεινε στη συγκεκριμένη πορεία. Υπήρχαν φορές που ο στρατός επενέβη για να το πετύχει.
Μέχρι το 1952, στην Τουρκία είχε εδραιωθεί σταθερά το κεμαλικό καθεστώς, και είχε αποβληθεί η ισλαμική πίστη που καλλιεργήθηκε υπό την οθωμανική κυριαρχία. Εγκαταλείποντας αυτή τη νοοτροπία, η Τουρκία έγινε δεκτή στην οικογένεια της Δύσης.
Αλλά ακριβώς όπως μια δημοκρατική Ρωσία φάνηκε για λίγο να δίνει εξουσία στον λαό της μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης μόνο και μόνο για να αντιστρέψει ο Βλαντιμίρ Πούτιν τη διαδικασία που ξεκίνησε το 2000, η ίδια αντιστροφή πίσω σε μια οθωμανική νοοτροπία συνέβη με την ανάδειξη του Ερντογάν ως προέδρου της Τουρκίας το 2014.
Καθώς ο Ερντογάν άρχισε μια σταδιακή μετατόπιση της εξουσίας από τον λαό στον εαυτό του, ο στρατός επιχείρησε «πραξικόπημα» το 2016. Απέτυχε και ο Ερντογάν το αποκάλεσε «δώρο από τον Θεό», αρπάζοντας την ευκαιρία να καθαρίσει τις ένοπλες δυνάμεις και το κεμαλικό σύστημα. Δυστυχώς, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε το «πραξικόπημα» για να διαλύσει και άλλους θεσμούς, όπως η δικαιοσύνη και ο ακαδημαϊκός χώρος. Μέχρι να τελειώσει, είχε απολύσει, θέσει σε διαθεσιμότητα ή φυλακίσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Από τότε, πολλά έχουν γραφτεί για την επιθυμία του Ερντογάν να αναστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του Σουλτάνο. Έχει σημειωθεί ότι ο θαυμασμός του για την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα πρέπει να ανησυχεί τον κόσμο. Η κινήσεις του και η στρατηγική σε πολλαπλά μέτωπα επιβεβαιώνουν αυτή την ανησυχία.
Τον Φεβρουάριο του 2025, ο Ερντογάν διαβεβαίωνε, ότι δεν είχε καμία πρόθεση να δημιουργήσει στρατιωτικές βάσεις στη Συρία. Ένας ανώτερος Τούρκος αξιωματούχος ανέφερε ότι η Άγκυρα δημιουργεί έναν οδικό χάρτη για να βοηθήσει το νέο συριακό καθεστώς του Ahmad al-Shara στους τομείς της ασφάλειας και άμυνας. Ο Al-Shara είναι πρώην μέλος της Αλ Κάιντα που ηγήθηκε της αντιπολίτευσης που ανέτρεψε την κυβέρνηση Άσαντ. Τώρα, ωστόσο, η Τουρκία δημιουργεί μια στρατιωτική βάση στο Χαλέπι της Συρίας στην αεροπορική βάση Menagh, η οποία είχε προηγουμένως καταληφθεί από τους Ρώσους πριν αποσύρουν τις δυνάμεις τους πέρυσι.
Δύο ζητήματα που αφορούν την παρουσία της Τουρκίας στη Συρία προκαλούν ανησυχία.
Πρώτον, καθώς χιλιάδες Σύριοι Χριστιανοί και Δρούζοι έχουν σφαγιαστεί, η Τουρκία δεν έχει καταβάλει καμία προσπάθεια να σταματήσει τις σφαγές. Ωστόσο, η αδράνεια της Τουρκίας δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, δεδομένης της αγάπης του Ερντογάν για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε ως στόχο την εξάλειψη όλων των μη μουσουλμάνων.
Δεύτερον, ως επίδοξος Σουλτάνος, ο Ερντογάν, σε αντίθεση με την αγάπη του για τους Οθωμανούς, μισεί θανάσιμα το Ισραήλ. Και, βοηθώντας την al-Shara, ενισχύει μια απειλή στα σύνορα του Ισραήλ.
Ταυτόχρονα, παίζει ένα ύπουλο ρόλο στον πόλεμο της Ουκρανίας, απειλεί την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας χώρας μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και κατέχει το 40% της Κύπρου, χώρας μέλους της ΕΕ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Αμερική, η Ευρώπη και κυρίως η Ελλάδα, πρέπει να αντιληφθούν, ότι ο Ερντογάν και το απολυταρχικό καθεστώς του, υπονομεύουν τα συμφέροντα της Δύσης και ότι η σημερινή Τουρκία, αποτελεί έναν εχθρό που τελικά θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.