Και αν σε ένα δυτικό κράτος το οποίο είναι ενταγμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση φτάσουμε να υποβαθμίσουμε το ρόλο του φυσικού δικαστή, του ανακριτή και του Δικαστικού Συμβουλίου και να θέσουμε την ίδια τη λειτουργία της δικαιοσύνης εν αμφιβόλω στο βωμό του κομματικού συμφέροντος και της εύκολης αντιπολίτευσης πάνω σε ένα πολύνεκρο δυστύχημα, μετά από αυτό τι άλλο χειρότερο μπορεί να καραδοκεί τόσο για τη κοινωνία όσο και για τους ίδιους τους θεσμούς;
Θέλοντας να πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά δε μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από το πάγιο και απόλυτα δικαιολογημένο και ορθό αίτημα των συγγενών να χυθεί άπλετο φως σε ένα δυστύχημα το οποίο εκτός από 57 νεκρούς άφησε πίσω του και ψυχικά σακατεμένες οικογένειες για τις οποίες ο χρόνος σταμάτησε εκείνη τη μοιραία νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου του 2023. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως πονάει περισσότερο από εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι έχασαν μέλη της οικογενείας τους; ΟΧΙ. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί όσο και αν κάποιοι δυστυχώς προσποιητά (ουκ ολίγες φορές) χτυπούν τους ώμους των συγγενών πως βιώνει τη δική τους σκληρή πραγματικότητα; Τη πραγματικότητα ενός άδειου σπιτιού ή ενός λιγότερου σερβίτσιου στο τραπέζι ή ενός τηλεφώνου που δε χτυπάει όσο και αν περιμένουν; ΟΧΙ. Μπορεί κάποιος εχέφρων να συγκρίνει τη στεναχώρια και τη δικαιολογημένη αγανάκτηση αυτών των ανθρώπων με τους λαρυγγισμούς των εκπροσώπων των κομμάτων της αντιπολίτευσης; Πάλι ΟΧΙ. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ή να υποθέσει ότι κάποιοι αποβλέπουν στο να μετατρέψουν τα δάκρυα σε ψήφους χρησιμοποιώντας ως όχημα τους τη λαϊκή οργή; Δυστυχώς ΝΑΙ. Ναι μπορεί. Το έχουμε ξαναδεί. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς παλαιότερα ονειρευόντουσαν λαϊκά δικαστήρια και ξεσήκωναν κόσμο για γιαουρτώματα και κρεμάλες στους «προδότες». Λίγο μετά έγιναν κυβέρνηση και λίγο αργότερα αφού προσπάθησαν επιμελώς να μας βγάλουν από το ευρώ διασπάστηκαν και ξανά διασπάστηκαν και ξανά διασπάστηκαν. Άλλοι πάλι επιχείρησαν να μπούνε σε διαδικασία επανεκκίνησης μέσω εσωκομματικών εκλογών αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται στάσιμοι εκεί ακριβώς που τους είχαμε ξεχάσει. Τώρα οι παραπάνω κυκλοφορούν με κάλπες ευελπιστώντας να τις γεμίσουν με το ψυχικό πόνο και τα δάκρυα των συγγενών . Και ο πιο καλόπιστος ας εμβαθύνει τόσο στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις αλλά και στο τηλεοπτικό χρόνο που μέρα με τη μέρα καταλαμβάνουν σε συζητήσεις για το μοιραίο δυστύχημα πολιτικά κόμματα τα οποία δεν είχαν απλώς παραγκωνιστεί από την ελληνική κοινωνία μα για σειρά ετών βρίσκονταν και χωρίς κανένα πολιτικό αφήγημα, το οποίο δυστυχώς βρήκαν και ανέπτυξαν πάνω σε νεκρούς. Αν και αυτό το χάσουν τι θα τους έχει απομείνει; Και όλο αυτό διότι κακά τα ψέματα, πλείστοι των βουλευτών και σπίτι τους θα επιστρέψουν το βράδυ, και τα παιδιά τους θα αγκαλιάσουν (αυτοί που έχουν) και τη ζωή τους συνεχίζουν αυτά τα δυο χρόνια, κανονικότατα, βλέποντας μάλιστα να γεμίζουν και τα εκλογικά τους ντεπόζιτα . Ποιοι πονούν; Οι συγγενείς των θυμάτων. Ποιοι έχουν το πρώτο λόγο να επιδιώκουν να μάθουν τι πραγματικά συνέβη και ποιος είναι ο υπεύθυνος ή οι υπεύθυνοι τόσο για το τραγικό δυστύχημα όσο και για τους μετέπειτα χειρισμούς στο τόπο του συμβάντος και για τον αν υπήρξε ή όχι τελικά συγκάλυψη, μπάζωμα ή οποιαδήποτε διαδικασία που έστω και κατ’ ελάχιστο αλλοίωσε τα στοιχεία και τα δεδομένα; Πάλι οι συγγενείς, οι οποίοι αγκαλιάστηκαν από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας το οποίο ένωσε τη φωνή του μαζί τους επιδιώκοντας τα αυτονόητα, δηλαδή αφενός να υπάρχουν ασφαλείς και σύγχρονοι σιδηρόδρομοι και αφετέρου να βγούν όλα στο φως τόσο για τη τραγική εκείνη νύχτα όσο και για το τι επακολούθησε αυτής. Και κάπου εδώ ας βγάλουμε τα πολιτικά κόμματα εντελώς έξω από τη συζήτηση μιας και ο ρόλος τους θα έπρεπε είναι αυτός της αναμονής για την ολοκλήρωση του έργου της δικαιοσύνης αλλά και της διευκόλυνσης των διαδικασιών προς αυτή τη κατεύθυνση και τίποτα περισσότερο.
Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία υπήρξαν πρόσωπα τα οποία συγκέντρωσαν αρνητικά τα φώτα πάνω τους. Πρόσωπα που στοχοποιήθηκαν. Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και του Χρήστου Τριαντόπουλου υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ κατά τη μέρα του δυστυχήματος και στη συνέχεια υφυπουργού κλιματικής κρίσης και πολιτικής προστασίας.
Ποιο ήταν το μόνιμο αφήγημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης επί 2 χρόνια; Αυτό περί συγκάλυψης τόσο των πραγματικών περιστατικών και αιτίων του δυστυχήματος, απόκρυψης και αλλοίωσης των στοιχείων όσο και συγκάλυψης των υπευθύνων οι οποίοι κατά αυτούς έδωσαν την εντολή για τα ως άνω. Τι ισχυριζόντουσαν; Πως τόσο η ομολογουμένως όχι και τόσο επιτυχημένη εξεταστική επιτροπή συγκάλυψε, δεν εξέτασε προτεινόμενους μάρτυρες και πως λόγω αυτού αποφεύχθει να οδηγηθούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι στο φυσικό τους δικαστή.
Σε όλο αυτό η απάντηση του Χρήστου Τριαντόπουλου ο οποίος είχε συγκεντρώσει τα πυρά ήταν αφενός να παραιτηθεί από υφυπουργός και εν συνεχεία με τον ίδιο να τονίζει πως δεν έχει απολύτως καμία σχέση, πως δέχεται τόνους λάσπης και πως εσφαλμένα τον έχουν στοχοποιήσει και εμπλέξει στην υπόθεση να ζητά χωρίς τις βραδύτατες προανακριτικές επιτροπές να οδηγηθεί απευθείας ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης και αφενός να μάθει ποια είναι η παράβαση καθήκοντος για την οποία στοχοποιείται και εν συνεχεία να προσπαθήσει να αντικρούσει αυτή τη κατηγορία βάσει των δικών του αποδεικτικών στοιχείων.
Κάπου εδώ ας κατανοήσουμε πως αυτό αποτέλεσε μια κίνηση η οποία αφαιρεί πληθώρα επιχειρημάτων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως το επιχείρημα οτι η κυβέρνηση καλύπτει τους υπουργούς της και δε τους οδηγεί στη δικαιοσύνη. Ο Τριαντόπουλος ζήτησε οικειοθελώς να οδηγηθεί εκεί. Τι άλλο όμως στερεί αυτή του η κίνηση; Στερεί τηλεοπτικό και ουσιαστικό αντιπολιτευτικό χρόνο από εκείνους οι οποίοι αυτόν θα τον κέρδιζαν τόσο μέσω μιας επιτροπής όσο και μετέπειτα στα τηλεοπτικά κανάλια. Να θυμηθούμε πως κάποια χρόνια πρίν μέσα σε τέτοιες επιτροπές αλλά και σε συζητήσεις που ακολουθούσαν μετά στο τηλεοπτικό αέρα στήθηκαν πολιτικές και τηλεοπτικές καριέρες ακόμα και από κάποιους μάλιστα που σήμερα είναι φυλακισμένοι. Πως είναι λοιπόν δυνατό να ισχυρίζονται πως η πρόταση Τριαντόπουλου νοθεύει τη διαδικασία; Ας δούμε αυτή τη διαδικασία χρησιμοποιώντας κάποια πολύ απλά βήματα. Ο ρόλος της προανακριτικής επιτροπής είναι να συλλέξει το σύνολο του υλικού και των στοιχείων, να καλέσει μάρτυρες ακόμα και να διευρύνει το κατηγορητήριο τόσο προς το ίδιο το άτομο όσο και προς άλλους. Κατόπιν της εξέτασης των στοιχείων ελέγχει αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αδίκημα ή αδικήματα και ποια είναι αυτά. Στη συνέχεια αν προκύψουν αξιόποινες πράξεις εισηγείται στη Βουλή το πόρισμα της και προτείνει τη ποινική δίωξη ή την απαλλαγή του υπουργού. Ακολούθως η Ολομέλεια ψηφίζει και αποφασίζει επί της αποφάσεως της επιτροπής. Μετά την απόφαση της Ολομέλειας αν υπερψηφίστηκε η δίωξη, αναλαμβάνει το Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από υψηλόβαθμους και αρκετά έμπειρους δικαστικούς λειτουργούς (οι οποίοι προκύπτουν από κλήρωση) και το οποίο συνεχίζει τη προδικασία με ταυτόχρονη την ύπαρξη του ανακριτικού έργου, έπειτα ο φάκελος με τα πλήρη στοιχεία και τις καταθέσεις διαβιβάζεται σε εισαγγελέα ο οποίος προτείνει τη κατηγορία ή την απαλλαγή, ενώ το τελικό λόγο τον έχει το δικαστικό συμβούλιο το οποίο είτε εκδίδει βούλευμα με το οποίο ζητά τη συγκρότηση ειδικού δικαστηρίου αν μιλάμε για παραπομπή ή τη μη άσκηση δίωξης. Σε όλη αυτή τη διαδικασία το μόνο σημείο το οποίο είναι απότοκο του αρ.86 του Συντάγματος και το οποίο έχει ξεπεραστεί λόγω των πραγματικών συνθηκών από την ίδια την ιστορία είναι αυτό της προανακριτικής, δηλαδή του σημείου εκείνου στο οποίο μη δικαστικοί και πιθανότατα μη νομικοί , και σχεδόν σίγουρα ιδιοτελείς στα πλαίσια της ψηφοθηρίας, της κομματικής πειθαρχίας αλλά και του χρόνου που θα κέρδιζαν μέσω της διαδικασίας θα είχαν την ευκαιρία περισσότερο να προχωρήσουν σε μια αμιγώς στείρα πολιτική αντιπαράθεση και λιγότερο να εντρυφήσουν στα στοιχεία, την υπόθεση, την εξέταση των μαρτύρων και το αποδεικτικό υλικό. Το σύνολο των λειτουργιών της προανακριτικής επιτροπής δηλαδή της εξέτασης, μαρτύρων ,στοιχείων ακόμα και διεύρυνσης του κατηγορητηρίου δύναται να μετέλθει κατά τη προδικασία το ίδιο το Δικαστικό Συμβούλιο. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να πιστέψει πως βουλευτές έχουν τη δυνατότητα να διαλευκάνουν καλύτερα μια τέτοια κατάσταση από έμπειρους δικαστικούς λειτουργούς; Σε όλο αυτό δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως σε κάθε προανακριτική επιτροπή το νομικό πλαίσιο είναι απόλυτα σαφές και ορίζει πως τόσο το προεδρείο όσο και η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής αποτελούνται από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος. Γεγονός το οποίο είναι βέβαιο πως θα συνέχιζε να τροφοδοτεί όσους επιλέγουν να τρέφονται με την αμφισβήτηση και να γκριζάρουν τους θεσμούς και τις λειτουργίες του πολιτεύματος.
Είναι σαφές πως η κίνηση Τριαντόπουλου αφαιρεί πολλά εκ των επιχειρημάτων της αντιπολίτευσης, βυθίζοντας τη για ακόμα μια φορά σε μια κατάσταση βαθιάς εσωστρέφειας και απόλυτης σύγχυσης. Απόδειξη αυτού και οι αλληλοκατηγορίες οι οποίες ξεκίνησαν πριν καν λάβει χώρα η κίνηση Τριαντόπουλου ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για «αδύναμο κατηγορητήριο» και θα συνεχιστούν με εσωκομματικούς τριγμούς στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ας ελπίσουμε πως αυτή η κίνηση θα αποτελέσει δρόμο προκειμένου και άλλοι υπουργοί στο μέλλον να διευκολύνουν τις αντίστοιχες διαδικασίες αλλά και το έργο της εκάστοτε κυβέρνησης με πρωτοβουλίες οι οποίες θα έρθουν, θα γεφυρώσουν και θα δώσουν μια ξεκάθαρη απάντηση στο κύμα που χτίστηκε από τις πλατείες των αγανακτισμένων περί μη κρίσης και ατιμωρησίας των υπουργών. Η απάντηση του κάθε υπουργού στην οποιαδήποτε κατηγορία θα πρέπει να είναι η εξής μια, «είμαι εδώ, δε κρύβομαι πίσω από ευνοϊκές διατάξεις και καλώ άμεσα τη κυριάρχη δικαιοσύνη να με κρίνει με ότι στοιχεία έχει για δικά μου αδικήματα ή παραλείψεις».
* Ο Σίμος Χριστοφάκης-Σαρρής είναι Δικηγόρος