Στο μετρό της Θεσσαλονίκης ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγάλου τεχνικού έργου που πρέπει να σχεδιαστεί σε ένα περιβάλλον που εξ ορισμού είναι γεμάτο αρχαιότητες αναφέρθηκε ο υφυπουργός Υποδομών, Νίκος Ταχιάος.
«Ένας μητροπολιτικός σιδηρόδρομος σχεδιάζεται λαμβάνοντας υπόψη κατ’ αρχάς κυκλοφοριακές και πολεοδομικές παραμέτρους», σημείωσε, προσθέτοντας ότι η αγορά της Θεσσαλονίκης, ως χώρος όπου υπηρετούνται οι κεντρικές λειτουργίες της πόλης, υπήρξε το βασικό σημείο αναφοράς για οποιαδήποτε χάραξη του μετρό, σημειώνοντας ότι «η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη η οποία απλώνεται γραμμικά μπροστά στη θάλασσα και αυτό είναι πολύ πιο εμφανές στο κέντρο της πόλης, καθιστώντας απαγορευτική την επέκταση και μετατόπιση του κέντρου».
«Κατά συνέπεια ήταν νομοτελειακό ότι μια γραμμή μετρό θα περνούσε από το κέντρο της πόλης, δηλαδή από έναν χώρο ο οποίος ήταν βέβαιο ότι θα έφερνε στην επιφάνεια αρχαιότητες», ανέφερε ο κ. Ταχιάος και εξήγησε: «Η διέλευση του μετρό από τον άξονα της Εγνατίας -όσο κοντύτερα στην Εγνατία ήταν εφικτό- ουσιαστικά επαναφέρει τη λειτουργία της ως αγορά στο σύνολο της αρχικής της έκτασης, που στην πάροδο του χρόνου έχει δοκιμαστεί πάρα πολύ σοβαρά και όχι μόνο επειδή μεσολάβησαν οι λαμαρίνες του μετρό.
Το μετρό είναι ένας άλλος δρόμος, μια υπόγεια σιδηροδρομική Decumanus Maximus, στην οποία οδηγηθήκαμε αναγκαστικά από τους ίδιους λογικούς κανόνες που ακολουθούσαν διαχρονικά όλοι όσοι διαχρονικά επαναχάραξαν αυτή την πόλη στην ιστορία της», σημείωσε.
Σχετικά με τη διαμάχη για τον τρόπο ανάδειξης των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου ο κ. Ταχιάος παρατήρησε: «Στον σχεδιασμό του μετρό η συμπερίληψη της διάσωσης των αρχαιοτήτων ήταν αυτονόητη υποχρέωση και έπρεπε να γίνει κοινός τόπος ότι αυτές οι αρχαιότητες επιβάλλεται να αντιμετωπιστούν ως μια επένδυση και για το ίδιο το μετρό και για τη Θεσσαλονίκη».
Παγιδευτήκαμε πολλαπλώς ως πόλη στο δίλημμα ‘’ή μετρό ή αρχαία’’ για ένα μεγάλο διάστημα», είπε και πρόσθεσε πως όταν ετέθη το 2015 ζήτημα της παράλειψης του σταθμού της Βενιζέλου από τη γραμμή και της αντιμετώπισης του εργοταξίου αποκλειστικά ως αρχαιολογικού χώρου, ήταν ένα μεγάλο πισωγύρισμα και «αν είχε συμβεί αυτό, πολύ δύσκολα σήμερα θα υπήρχε ένας επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος και το μετρό θα ήταν ένα εντελώς διαφορετικό μετρό και με πολλά προβλήματα».
«Η συζήτηση περί Βενιζέλου εξελίχθηκε σε μια διαμάχη η οποία έχει τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου ταυτοτήτων. Ήταν το ‘’εμείς ή εσείς’’ ένας αδιέξοδος μανιχαϊσμός […] Σε αυτό το μεγάλο εγχείρημα στο οποίο συνυπήρξαμε με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, δεν υπάρχουν ούτε νικητές, ούτε νικημένοι.
Ανάμεσά σας υπάρχουν πολλοί οι οποίοι είχαν διαφορετική άποψη εξαρχής και καταρχήν για το ζήτημα της Βενιζέλου. Αυτοί οι άνθρωποι έδωσαν το είναι τους, έδωσαν ένα μεγάλο μέρος από τον εαυτό τους για να πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα, το οποίο είναι: και μετρό και αρχαία», κατέληξε ο κ.Ταχιάος.
Στο κεντρικό τμήμα του σταθμού Βενιζέλου επανήλθε το 92% των αποσπασμένων αρχαιοτήτων, και παραδόθηκαν επιπλέον χώροι προς ανάδειξη αρχαιοτήτων στις προσβάσεις του σταθμού, σημείωσε στην τοποθέτηση του ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικό Μετρό, Νίκος Κουρέτας και αναφέρθηκε στο ιστορικό της απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων.
«Τον Δεκέμβριο του 2019 και ενώ δύο μήνες προετοιμάζαμε όλες τις μελέτες, μπήκαμε στις 16 του μηνός, στις τρεις το μεσημέρι στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και βγήκαμε 9.30 το επόμενο πρωί. Η λύση της προσωρινής απόσπασης και επανατοποθέτησης και οι μέθοδοί της ήταν τεχνικά τεκμηριωμένες και κατά το παρελθόν δοκιμασμένα ασφαλείς. Τον Ιούλιο του 2020 εγκρίθηκε η μελέτη απόσπασης και επανατοποθέτησης από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Ξεκίνησαν δύο πορείες, μία η πορεία της υλοποίησης των μελετών, της απόσπασης και της μεταφοράς των αρχαιοτήτων στο Καλοχώρι σε ειδικά διαμορφωμένο και προστατευμένο χώρο για τις αρχαιότητες και η δεύτερη ήταν η πορεία από την Δικαιοσύνη», ανέφερε.
Ως ένα από τα πιο δύσκολα και απαιτητικά έργα στην ελληνική τεχνική ιστορία και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνεται σε ένα μεγάλο έργο υποδομής αλλά και ως case study για τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα χαρακτήρισε την κατασκευή του μετρό Θεσσαλονίκης το στέλεχος του Ομίλου Άκτρω Σπύρος Καλαϊτζής. «Όταν κράτος και επιχειρήσεις συνεργάζονται σε υγιή βάση τα αποτελέσματα μπορεί να είναι θεαματικά και εξαιρετικά για όλους. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε η νεα διοίκηση του ομίλου Άκτωρ έδωσε απόλυτη προτεραιότητα στο έργο. Επενδύσαμε σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους, δουλέψαμε διπλοβάρδια, τριπλοβάρδια τακτοποιήσαμε εκκρεμότητες παρελθόντος και επιταχ΄πυναμε τις εργασίες ώστε να πετύχουμε την έγκαιρη παράδοση του έργου», είπε.
Στο συνέδριο παρέστη ο υφυπουργός Εσωτερικών (τομέας Μακεδονίας- Θράκης) Κώστας Γκιουλέκας. Χαιρετισμούς απηύθυναν ο αντιπεριφερειάρχης Υποδομών και Δικτύων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Πάρις Μπίλλιας ο οποίος είπε ότι «αν τα μνημεία αναπόφευκτα ανάγονται στο παρελθόν, οι υποδομές είναι αυτές που επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας και στο πλαίσιο αυτό καθίσταται αναγκαίο να γίνονται σταθμίσεις και επιλογές κατά τους κανόνες της επιστήμης» και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Φιλόθεος, ο οποίος ανέφερε ότι «με τα εγκαίνια μετρό είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την ανάδειξη των αρχαιοτήτων και να χαρούμε τη δυνατότητα και τα αρχαία να προστατεύονται και τα έργα να γίνονται».