today-is-a-good-day
10.2 C
Athens

Η Μάριαν Φέιθφουλ, με τα «Σπασμένα αγγλικά» και τα «Δάκρυα που κυλούν», έφυγε από κοντά μας

Θα μπορούσαμε να την αποχαιρετίσουμε με το τραγούδι So long, Marianne, κι ας έχει γραφτεί για μια άλλη Μαριάννα, από τον Λέοναρντ Κοέν. Ή με το ποίημα της Σύλβια Πλαθ “Lady Lazarus”, που μιλά για θάνατο και καταστροφή, αν και ήταν εμπνευσμένο από το Ολοκαύτωμα. Θα την αποχαιρετίσουμε μάλλον με το «As Tears Go By», ένα κομμάτι που και η ίδια αγάπησε και ερμήνευε συχνά. Η Μάριαν Φέιθφουλ έφυγε για πάντα από τον κόσμο αυτόν στον οποίο τόσο ταλαιπωρήθηκε, σε ηλικία 78 ετών. Σαφώς, δεν ήταν μικρή. Αν κάποιος ωστόσο αναλογιστεί τις μεγάλες περιόδους της ζωής της όπου, χαμένη στα ναρκωτικά και τη θλίψη, δεν ζούσε, θα συμφωνούσε πως η ζωή τής χρώσταγε.

Γνωστή για επιτυχίες όπως το «As Tears Go By», που έφτασε στο top 10 των βρετανικών charts το 1964, αλλά και για ρόλους σε ταινίες όπως «The Girl On A Motorcycle» (1968), η Φέιθφουλ άφησε το δικό της στίγμα στη μουσική και τον κινηματογράφο.

Γεννημένη το 1946 στο Λονδίνο, είχε καταγωγή από αυστριακή αριστοκρατική οικογένεια από την πλευρά της μητέρας της – ο προ-προπάππους της, Λεοπόλδος φον Ζάχερ- Μάζοχ, έγραψε το ερωτικό μυθιστόρημα «Η Αφροδίτη με τη γούνα». Παρόλα αυτά, μεγάλωσε σε ένα ταπεινό σπίτι στο Reading. Στην εφηβεία της, μετακόμισε στο Λονδίνο όπου γνώρισε τον μάνατζερ των Rolling Stones, Άντριου Λουγκ Όλντχαμ. Εκείνος ζήτησε από τους Μικ Τζάγκερ και Κιθ Ρίτσαρντς να γράψουν το πρώτο της σινγκλ “As Tears Go By” το 1964, το οποίο ανέβηκε στο Top 10 του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 1965, είχε τρία ακόμη τραγούδια στο Top 10, τα οποία μπήκαν και στο Top 40 των ΗΠΑ.

Βέβαια, ο Ολντχαμ, όταν της ζήτησε να την εκπροσωπήσει, την περιέγραψε ως «έναν άγγελο με μεγάλα βυζιά». Οι δίσκοι που έκανε υποδήλωναν έντονα ότι η μουσική ήταν χαμηλά στη λίστα με τις προτεραιότητές του: την είδε ως μέσο για να ζήσει τη φαντασίωσή του να γίνει ο Βρετανός μάνατζερ που ανακαλύπτει καλλιτέχνιδες: ένα όμορφο, κομψό κορίτσι του οποίου η θέση θα ήταν για κοινό Σάββατο βράδυ βαριετέ.

Αλλά η Φέιθφουλ ήταν πολύ έξυπνη για να την καθυποτάξει. Είχε άλλες ιδέες για την ποπ μουσική και, όπως αποδείχθηκε, ήταν καλύτερες από τις δικές του. Το υλικό των δίσκων εκείνης της περιόδου ήταν ελαφρύ, αλλά με τις ερμηνείες της, έδινε μια  απόκοσμη νότα. Η φωνή της ήταν πιο λαχταριστή και μελαγχολική από ό,τι χρειάζονταν τα τραγούδια. Ήταν μια πλευρά της δουλειάς της που μπορεί να είχε αναπτυχθεί γόνιμα στην ψυχεδελική εποχή, αλλά μέχρι τότε η ερμηνεύτρια είχε χάσει το ενδιαφέρον της για το τραγούδι, προφανώς ικανοποιημένη να είναι η μούσα του Mick Jagger. Ήταν ένας ρόλος στον οποίο ήταν καλή – εκείνη τον έκανε να διαβάσει το Ο Μετρ και η Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ, που τού ενέπνευσε το Sympathy for the Devil – αλλά ήταν λιγότερο από όσα μπορούσε να κάνει. Επρόκειτο για την πρώτη από σειρά κακών αποφάσεων που θα έπαιρνε σχετικά με την καριέρα της.

Ταυτόχρονα έκανε καριέρα στο θέατρο, συμμετέχοντας σε παραστάσεις όπως οι “Τρεις Αδελφές” του Τσέχωφ, δίπλα στην Γκλέντα Τζάκσον, και στον “Άμλετ”, υποδυόμενη την Οφηλία, με την Αντζέλικα Χιούστον ως αναπληρώτρια της. Έχει αποκαλύψει πως έπαιζε τις σκηνές “τρέλας” υπό την επήρεια ηρωίνης.

Στον κινηματογράφο, έπαιξε δίπλα σε θρύλους όπως οι Orson Welles, Oliver Reed, Alain Delon και Anna Karina, ενώ υποδύθηκε τον εαυτό της στην ταινία του Jean-Luc Godard “Made in the USA” το 1966. Παρά τη φήμη της ως ειδώλου της “swinging London” εποχής, η σχέση της με τους Rolling Stones την έκανε ακόμη πιο γνωστή. Το 1965, παντρεύτηκε τον καλλιτέχνη Τζον Ντάνμπαρ και απέκτησε έναν γιο, τον Νίκολας, όμως σύντομα χώρισε και συνδέθηκε με τον Μικ Τζάγκερ για τέσσερα χρόνια.

Η εξάρτησή της από την κοκαΐνη και την ηρωίνη επιδεινώθηκε, ενώ η φήμη της καταστράφηκε το 1967, όταν βρέθηκε γυμνή και τυλιγμένη σε γούνινη κουβέρτα κατά τη διάρκεια αστυνομικής έρευνας στο σπίτι του Κιθ Ρίτσαρντς, μαζί με τον Ρίτσαρντς, τον Τζάγκερ και έξι ακόμη άνδρες. «Με κατέστρεψε» ανέφερε αργότερα. «Ένας άντρας σε αυτήν την κατάσταση θεωρείται γοητευτικός. Μια γυναίκα όμως εμφανίζεται ως “κακή μητέρα”».

Ακόμα και για να την αναγνωρίσουν οι στενοί της συνεργάτες και φίλοι, οι Rolling stones, έπρεπε να αγωνιστεί και να φτάσει μέχρι τα δικαστήρια για τα δικαιώματα κάποιων τραγουδιών που εκείνη είχε συνθέσει. Κι ύστερα, τα χρόνια που έζησε στο Λονδίνο ως άστεγη τοξικομανής, κατέστρεψαν τη φωνή της. Τέλη της δεκαετίας του ’70, κανείς δεν αναγνώριζε τη γυναίκα που είχε ερμηνεύσει τόσο σημαντικά τραγούδια. Ωστόσο, με πείσμα, αφοσίωση και πολλή δουλειά, ανέκαμψε. Εδωσε μια συναυλία στο Music Machine και κυκλοφόρησε τον δίσκο “Broken English” που έκανε πάταγο, όχι χωρίς σκληρή κριτική  (π.χ. τι έκανε η κόρη μιας βαρόνης τραγουδώντας το Working Class Hero του John Lennon;)

Το άλμπουμ Strange Weather του 1987 ήταν ένας άλλος θρίαμβος, με επιλογές που κυμαίνονται από τους Leadbelly, Tom Waits και Bob Dylan μέχρι το Great American Songbook.

Κατόπιν, είπε  σε συναυλία τα τραγούδια του Μπρεχτ και του Βάιλ  και τα κυκλοφόρησε στο  άλμπουμ 20th Century Blues (1996), το οποίο αργότερα ηχογράφησε κανονικά σε στούντιο, με τον τίτλο  The Seven Deadly Sins (1998). Άρχισε επίσης να προσελκύει μια αισθητά υψηλότερη τάξη συνεργατών από οποιονδήποτε από τους πιο επιτυχημένους εμπορικά συνομηλίκους της της δεκαετίας του ’60. Μόνο το υπέροχο άλμπουμ Kissin’ Time του 2002 περιλάμβανε συνεισφορές από τους Beck, Pulp, Billy Corgan και Blur. Το άλμπουμ Before the Poison του 2005 ήταν ουσιαστικά χωρισμένο μεταξύ συνεργασιών με την PJ Harvey και τον Nick Cave.

Αρκετές φορές στα 78 χρόνια της ζωής της, είχε φτάσει στο χείλος του θανάτου. Το καλοκαίρι του 1969,  πήρε υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών Tuinal στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Σίδνεϊ που μοιραζόταν με τον τότε φίλο της, Μικ Τζάγκερ. Καθώς ήταν λιπόθυμη, είχε μια μακρά «συνομιλία» με τον πρόσφατα αποθανόντα φίλο του, Μπράιαν Τζόουνς, ο οποίος είχε πνιγεί σε μια πισίνα περίπου μια εβδομάδα πριν. Στο τέλος της έντονης συνομιλίας τους, ο Τζόουνς τής έγνεψε να πηδήξει από έναν γκρεμό. Εκείνη αρνήθηκε και ξύπνησε από ένα κώμα έξι ημερών.

Αυτό ήταν πριν εθιστεί στην ηρωίνη στις αρχές της δεκαετίας του 1970: «Σε εκείνο το σημείο μπήκα σε ένα από τα εξωτερικά επίπεδα της κόλασης», γράφει στην αυτοβιογραφία της το 1994. Χρειάστηκε περισσότερο από μια δεκαετία για να απεξαρτηθεί. Έκτοτε επέζησε από καρκίνο του μαστού, ηπατίτιδα C και λοίμωξη που προέκυψε από σπασμένο ισχίο. Τέλος, μια μάχη με τον Covid-19 και οι παρατεταμένες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, ήταν, όπως έλεγε, η πιο σκληρή μάχη που έδωσε σε ολόκληρη τη ζωή της.

Ακριβώς πριν κολλήσει τον ιό τον Μάρτιο του 2020, η Faithfull δούλευε πάνω σε ένα άλμπουμ που ονειρευόταν να φτιάξει για περισσότερο από μισό αιώνα: «She Walks in Beauty». Κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά, και ήταν ένας φόρος τιμής στους ρομαντικούς ποιητές. που είχαν πυροδοτήσει για πρώτη φορά τη φαντασία της όταν ήταν έφηβη. Τότε, που, όπως έλεγε στους New York Times,  «ήθελα να πάω στην Οξφόρδη και να διαβάσω αγγλική λογοτεχνία, φιλοσοφία και συγκριτική θρησκεία. Αυτό ήταν το σχέδιό μου. Τέλος πάντων, δεν συνέβη. Πήγα σε ένα πάρτι και με ανακάλυψε αυτός ο παλιόγερος, ο Ολντχαμ».

Η Μάριαν είχε ηχογραφήσει απαγγελίες ρομαντικών ποιημάτων, από τον Byron («She Walks in Beauty»), τον Shelley («Ozymandias») και τον Keats («Ode to a Nightingale»). Αφού νοσηλεύτηκε με Covid-19 και έπεσε σε κώμα, ο μάνατζέρ της έστειλε τις ηχογραφήσεις στον φίλο και  συνεργάτη της Γουόρεν Έλις, για να δει αν θα συνέθετε μουσική. Κανείς δεν ήταν σίγουρος ότι εκείνη θα ζούσε για να ακούσει το τελικό προϊόν.

Αλλά, σαν Lady Lazarus (Λαίδη Λάζαρος) τα κατάφερε.

«Εστιάζω στο να γίνομαι καλύτερη, πραγματικά καλύτερη — και αρχίζω να το κάνω», έλεγε μετά την ανάρρωσή της. «Σίγουρα δεν θα μπορέσω ποτέ να δουλέψω τόσο σκληρά όσο πριν, και οι μεγάλες περιοδείες δεν θα είναι δυναμικές. Αλλά ελπίζω να κάνω ίσως πέντε παραστάσεις. Όχι πολύ – 40 λεπτά ίσως».

Και όπως έλεγαν οι στενοί της συνεργάτες, «Αν κάποιος μπορεί να το κάνει, είναι η Marianne, γιατί απλά δεν τα παρατάει. Σε εκπλήσσει συνεχώς».

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ