today-is-a-good-day
20.5 C
Athens

Η επικίνδυνη μπλόφα των δασμών και το παιχνίδι παγκόσμιας συγκυριαρχίας ΗΠΑ-Κίνας – Γράφει η δρ. Πελαγία Καρπαθιωτάκη

Η θριαμβευτική επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στο προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ, όχι και τόσο «απρόσμενη» για τους περισσότερο υποψιασμένους, προκαλεί ζωηρές αντιπαραθέσεις σε όλα τα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ατζέντας. Για την παγκόσμια οικονομία όμως η συζήτηση σχεδόν μονοπωλείται από το θέμα της επικείμενης επιβολής δασμών, της επιστροφής δηλαδή των ΗΠΑ σε ένα επιθετικό μοντέλο οικονομικού εθνικισμού, το οποίο απειλεί να αποσταθεροποιήσει το υφιστάμενο μοντέλο της παγκοσμιοποίησης που, παραδόξως, είχε σχεδιαστεί επίσης σε αμερικανικό έδαφος.

Της δρ. Πελαγίας Καρπαθιωτάκη*

Στη σημερινή κρίσιμη καμπή της παγκόσμιας ιστορίας, οι ΗΠΑ με πρωταγωνιστή τον Τραμπ επιχειρούν να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, όσο ακόμη διατηρούν το μερίδιο τους στο χρηματιστήριο της παγκόσμιας ισχύος. Και στο πλαίσιο αυτό, βασική παράμετρος του δόγματος Make America Great Again (MAGA), είναι η επαναφορά εκφάνσεων οικονομικού προστατευτισμού που οδηγούν στην αναβίωση των αντιλήψεων του μερκαντιλισμού.

Ο Τραμπ στην πραγματικότητα είναι ο επιταχυντής των εξελίξεων, όχι η αιτία τους. Οι διεργασίες προετοιμασίας ενός ιδιότυπου οικονομικού ανταγωνισμού σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς γιατί βασίζεται σε εύθραυστες ισορροπίες ξεκίνησαν πριν επιστρέψει ο σημερινός Αμερικανός πρόεδρος στην εξουσία. Οι βασικοί γεωπολιτικοί «παίκτες» που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία των επόμενων δεκαετιών και θα επιδιώξουν να επανασχεδιάσουν τον χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου και να διαμορφώσουν τους νέους παγκόσμιους εμπορικούς διαδρόμους είναι η Βόρεια Αμερική, η Κίνα, η ASEAN (Ενωση Κρατών Νοτιοανατολικής Ασίας), η Ινδία ο Παγκόσμιος Νότος (αναπτυσσόμενες χώρες  της Λατινικής Αμερικής, Αφρικής, ΝΑ Ασίας) και η ΕΕ.

Πιο συγκεκριμένα, η Βόρεια Αμερική εδραιώνεται ως ένα εμπορικό μπλοκ που θα συνεχίσει να μειώνει την εξάρτησή της από την Ασία και ιδιαίτερα την Κίνα. Από την άλλη η Κίνα, καθώς το εμπόριο της με τη Δύση θα συνεχίσει να επιβραδύνεται, θα αναδειχθεί ως ο ισχυρότερος εμπορικός εταίρος για τους υπόλοιπους όπως η ASEAN, η Αφρική, η Ρωσία, οι χώρες της Mercosur (Κοινή Αγορά Χωρών Νότιας Αμερικής), αλλά και η Ινδία.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η επιβολή δασμών θα αποτελέσει βασικό εργαλείο της εμπορικής πολιτικής του Τραμπ. Όμως ταυτόχρονα η διαρκής δημόσια συζήτηση για το ύψος των δασμών που θα επιβάλει λειτουργεί ως μέσο πολιτικής πίεσης ενσπείροντας φόβο και ανησυχία στην παγκόσμια κοινότητα. Σε αυτή την συγκυρία, τα διεθνή ΜΜΕ, ίσως άθελα τους, ή στην προσπάθεια  να εξυπηρετήσουν άλλους στόχους, γίνονται υποστηρικτές της τακτικής του Τραμπ καθώς η «δαιμονοποίηση» του ενισχύει το προφίλ του απρόβλεπτου και αποφασιστικού ηγέτη που είναι ικανός για το χειρότερο.  Η υπογραφή μιας σειράς εκτελεστικών διαταγμάτων λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία του νέου προέδρου στόχο έχει να πείσει ότι εννοεί όσα λέει και δεν μπλοφάρει. Όμως ο Τραμπ, είναι ρεαλιστής και γνωρίζει ότι άλλο είναι οι «τακτικισμοί» κι άλλο η πολιτική. Για παράδειγμα, αν ο Τραμπ αποφάσιζε να εφαρμόσει το ακραίο σενάριο για επιβολή  δασμών 60% στην Κίνα, 25% στον Καναδά και το Μεξικό και 20% στον υπόλοιπο κόσμο είναι βέβαιο ότι θα πυροδοτούσε ανάλογη απάντηση από τους μεγάλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ (ΕΕ, Κίνα, Μεξικό, Καναδάς κ.α.) όπως συνέβη από το 2018 έως το 2020. Σε αυτή την περίπτωση εκτιμάται ότι οι δασμοί θα πρόσθεταν 640 δισεκατομμύρια δολάρια στο κόστος προμήθειας αγαθών από τις δέκα κορυφαίες χώρες εισαγωγής των ΗΠΑ, με βάση τα επίπεδα του 2023, εκτός εάν μπορούσαν να βρεθούν άμεσα εναλλακτικές πηγές. Πιο συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι η επιβολή δασμών ύψους 60% θα πρόσθετε 61 δισεκατομμύρια δολάρια στο κόστος εισαγωγής καταναλωτικών ηλεκτρονικών προϊόντων από την Κίνα στις ΗΠΑ. Επομένως, αυτό το σενάριο είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη και δεν φαίνεται αληθοφανές. Παρόλα αυτά, είναι πολύ πιθανό ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα επιβάλλει δασμούς από 10%-25% σε διάφορες χώρες ανάλογα με τις επιδιώξεις του, χωρίς να αποτελεί έκπληξη αν τελικά δεν επιβάλλει δασμούς στην Κίνα ή αν περιοριστεί σε επιλεκτική επιβάρυνση συγκεκριμένων εμπορευμάτων και αγαθών, όπως π.χ. τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Σε κάθε περίπτωση η επιβολή δασμών θα έχει άμεσες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα στον ανεπτυγμένο κόσμο, τη Δύση, και ταυτόχρονα θα επιταχύνει τις εξελίξεις διαμόρφωσης νέων περιφερειακών οικονομικών μπλοκ με σημαντικότερο ίσως αυτού που δημιουργείται με πυρήνα την Κίνα. Αυτή η επιλογή ευθυγραμμίζεται με τη γεωπολιτική ατζέντα της Κίνας για μείωση της οικονομικής της εξάρτησης από τη Δύση. Υπολογίζεται ότι το ετήσιο αμφίδρομο εμπόριο με τη Δύση θα συρρικνωθεί κατά 221 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2033 — που αντιπροσωπεύει μια μέση ετήσια μείωση 1,2%. Καθώς το εμπόριο της Κίνας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ επιβραδύνεται, θα αυξηθεί έντονα με μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου.

Η Κίνα θα επιδιώξει να αυξήσει ακόμα περισσότερο το εμπόριο της με τον Παγκόσμιο Νότο, που αποτελείται από 133 αναπτυσσόμενες χώρες αντιπροσωπεύει περίπου το 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 62% του παγκόσμιου πληθυσμού και περίπου το 30% του παγκόσμιου εμπορίου. Τα κράτη του Παγκόσμιου Νότου, αναδεικνύονται σε κρίσιμο παράγοντα του παγκόσμιου εμπορίου καθώς σχηματίζουν νέες εμπορικές συμμαχίες και συνεργασίες που παρακάμπτουν τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Εκτιμάται ότι η Κίνα θα μπορούσε να αυξήσει το εμπόριο με τον Παγκόσμιο Νότο κατά 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2033, αντιπροσωπεύοντας περίπου CAGR (Σύνθετο Ετήσιο Ρυθμό Ανάπτυξης) 5,9% και σε αυτό θα συμβάλλουν τα σχέδια εμβάθυνσης των δεσμών με τις μεγάλες αναδυόμενες αγορές που βρίσκονται σε εξέλιξη όπως και τα σημαντικά έργα του Belt and Road Initiative που υλοποιούνται και συνδυάζονται με τη μεταφορά παραγωγής προϊόντων εντάσεως εργασίας από την Κίνα σε άλλες χώρες χαμηλού κόστους τονώνοντας έτσι τις τοπικές οικονομίες και το παγκόσμιο εμπόριο του Νότου.

Ένας άλλος δείκτης της στροφής της Κίνας προς τον Παγκόσμιο Νότο είναι η σχέση της με τα κράτη μέλη και τους στενούς εταίρους του BRICS+, που έχει ενισχυθεί και με τέσσερα νέα μέλη από τον Παγκόσμιο Νότο. Το εμπόριο της Κίνας εντός του BRICS+ προβλέπεται να αντιπροσωπεύει το 44% της συνολικής προβλεπόμενης ανάπτυξης του εμπορίου της Κίνας την επόμενη δεκαετία.

Στην συνολική αύξηση του εμπορίου της Κίνας με τον Παγκόσμιο Νότο θα συμβάλλει σημαντικά και η προνομιακή σχέση που έχει διαμορφώσει με την ASEAN (10 κράτη). Η ASEAN αναδεικνύεται ως σημαντικός παίκτης καθώς ωφελήθηκε από τις αλλαγές στην παραγωγή που υποκινήθηκαν από γεωπολιτικές παραμέτρους, όπως οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Για τον μετριασμό των κινδύνων, πολλές δυτικές εταιρείες υιοθετούν στρατηγικές «China+X» που στοχεύουν στη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού επενδύοντας στην ASEAN παράλληλα με την Κίνα. Ορισμένες χώρες της ASEAN συμβάλλουν επίσης στη σύνδεση των οικονομιών της Κίνας και των ΗΠΑ, λειτουργώντας ως οικοδεσπότες ξένων επενδύσεων και από τις δύο χώρες. Η εμπορική σχέση της ASEAN με την Κίνα προβλέπεται να συνεχίσει να αυξάνεται 5,6% ετησίως και να ανέλθει στα 558 δισεκατομμύρια δολάρια το 2033.

Επιπλέον, η εμπορική σχέση της Κίνας με τη Ρωσία θα συνεχίσει να διευρύνεται καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει βαθύ ρήγμα μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας. Προβλέπεται ότι το εμπόριο θα αυξηθεί περίπου 270 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2033 (6,3% CAGR). Οι αγωγοί Power Siberia και Power Siberia-2, θα αυξήσουν την πρόσβαση της Κίνας στο ρωσικό φυσικό αέριο και θα μπορούσαν να αναδιαμορφώσουν τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας και εμπορευμάτων. Θα προσφέρουν επίσης στην Κίνα μια πρόσθετη αγορά για αυτοκίνητα, συσκευές, ενδύματα και άλλα καταναλωτικά αγαθά που η Ρωσία εισήγαγε στο παρελθόν από την ΕΕ.

Από τα παραπάνω, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η κινεζική οικονομία δεν θα υποστεί συνέπειες λόγω των δασμών. Το εμπόριο που χάνεται λόγω των υψηλότερων δασμών των ΗΠΑ, του Καναδά και της ΕΕ και οι άμεσες απαγορεύσεις σε ορισμένα κινεζικά προϊόντα έντασης τεχνολογίας – σε συνδυασμό με κινεζικά αντίποινα – δεν θα υποκατασταθούν πλήρως. Προβλέπεται ότι η συνολική ανάπτυξη του εμπορίου της Κίνας θα περιοριστεί στο 2,7% ετησίως την επόμενη δεκαετία, πολύ κάτω από την τρέχουσα μέση εκτίμηση ετήσιας αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 3,8% την ίδια περίοδο. Αυτό αποτελεί πιο αργό ρυθμό από την ετήσια αύξηση του εμπορίου 4% που απολάμβανε η Κίνα από το 2017 έως το 2022.

Από την παραπάνω ανάλυση, αν επιβεβαιωθούν οι τάσεις που περιγράφονται ως αποτέλεσμα των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, θα μπορούσε κανείς ευλόγως να αναρωτηθεί: Δηλαδή ο Τραμπ εφαρμόζει μια πολιτική που τελικά θα διευκολύνει την Κίνα να ηγηθεί του παγκόσμιου εμπορίου; Η απάντηση δεν εξαντλείται σε ένα «ναι» ή «όχι». Στην πραγματικότητα, η πολιτική Τραμπ μοιάζει να αναγνωρίζει την απώλεια της παντοκρατορίας των ΗΠΑ των προηγούμενων δεκαετιών και επιδιώκει να δημιουργήσει το δικό της προνομιακό περιφερειακό χώρο που θα διασφαλίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν την πρωτοβουλία στη συνδιαμόρφωση της νέας παγκόσμιας τάξης κυρίως με την Κίνα.

Ο Τραμπ το 2025, δεν είναι ο Τραμπ του 2016, όχι μόνο γιατί είναι πιο έμπειρος στη δεύτερη θητεία του, αλλά κυρίως γιατί τόσο οι ΗΠΑ όσο και ολόκληρος ο πλανήτης το 2025 έχουν αλλάξει σημαντικά. Το 2016, η πολιτική Τραμπ είχε εστιάσει στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα με περιορισμένα οφέλη τελικά για τις ΗΠΑ. ‘Όμως η πολιτική που εφαρμόζει ο Τραμπ το 2025, που προς έκπληξη πολλών «απειλεί» κυρίως τους παραδοσιακούς συμμάχους τους κι εκείνες τις χώρες που βρίσκονται στη ζώνη επιρροή της όπως π.χ. τον Καναδά και την ΕΕ επιδιώκει ουσιαστικά να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιας εξάρτησης με τους συμμάχους που να διασφαλίζει την στάση τους στο μέλλον. Πιέζει δηλαδή για να αποσπάσει εύσημα νομιμοφροσύνης στους ατλαντικούς δεσμούς καθιστώντας αδύναμες τις χώρες αυτές να επιδείξουν ουδετερότητα ή αλλάξουν πλευρά με αποτέλεσμα να αποδυναμώσουν περαιτέρω τις ΗΠΑ. Η επιθετική τακτική του ωστόσο υπάρχει περίπτωση να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς Ευρωπαίοι ηγέτες που στέκονται κοντύτερα στις αξίες της Παγκοσμιοποίησης, συνασπίζονται για να βρουν τρόπο αναχαίτισης του «φαινομένου Τράμπ». Ισως λοιπόν οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, εις πείσμα των προβλέψεων, εξελιχθούν στο προσεχές μέλλον πιο ομαλά από αυτές με τους παραδοσιακούς εταίρους της αμερικανικής υπερδύναμης…

*Η δρ. Πελαγία Καρπαθιωτάκη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Διεθνούς Επιχειρηματικότητας και Οικονομίας του Πεκίνου (UIBE), επικεφαλής ερευνητικών προγραμμάτων και υπεύθυνη διεθνών σχέσεων του ερευνητικού κέντρου Academy of China Open Economy Studies. Επίσης ως επισκέπτρια καθηγήτρια διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με έδρα την Hangzhou και είναι σύμβουλος σε κινεζικές κρατικές εταιρείες για θέματα που αφορούν την Ευρώπη 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ