Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, όπως κάθε αλλαγή κυβερνητικής σκυτάλης, ιδιαίτερα ενός πολιτικού με τις ιδιαιτερότητες του νεοεκλεγέντα Προέδρου, δημιουργεί εύλογες απορίες σχετικά με την τυχόν αλλαγή κατεύθυνσης στον τρόπο με τον οποίο η παγκόσμια υπερδύναμη κινείται και παρεμβαίνει ανά την υφήλιο και δη σε όσα αφορούν την πατρίδα μας: ποια στάση θα τηρήσει στα ελληνοτουρκικά, τον ανταγωνισμό και τις διαφορές των δύο χωρών. Ελλάδα και Τουρκία, δύο κράτη γειτονικά, αμφότεροι σύμμαχοι των Αμερικανών, αλλά και μεταξύ τους, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για μια σχέση συνεχώς μεταβαλλόμενη, με περιόδους εντάσεων, άλλοτε ιδιαίτερα έντονων και περίπλοκων, άλλοτε μικρότερων και σπανιότερα συνθήκες συνεργασίας και αμοιβαίας προόδου, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται αυτό, με ζητήματα κατάφωρης παραβίασης, ή πρόθεσης παραβίασης του διεθνούς δικαίου. Τέτοια είναι, τόσο το κυπριακό και η στήριξη της Τουρκίας στο ψευδοκράτος «μαριονέτα» της, όσο και το περιβόητο casus belli, σε περίπτωση που η Ελλάδα «τολμήσει» να ασκήσει δεδομένα και αδιαπραγμάτευτα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Της Όλγας Συμεωνίδου*
Στις 6 Νοεμβρίου του 2024 συνέβη αυτό που από μερικούς είχε προβλεφθεί, ο Τραμπ επανέρχεται στον Λευκό Οίκο και 8.000 χιλιόμετρα μακριά η Αθήνα παρακολουθούσε προσηλωμένη τις εξελίξεις. Άλλωστε είναι κοινή παραδοχή πως η συνεργασία με τις ΗΠΑ είναι πάγια επιδίωξη της χώρας μας, ανεξαρτήτως Δημοκρατικής ή Ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης.
Η εκλογή Τραμπ χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως καταστροφική για την Ελλάδα, ένας φιλότουρκος πλανητάρχης πώς θα μπορούσε να φανεί ευεργετικός για εμάς; Στην πραγματικότητα, η αλήθεια απέχει από αυτήν τη δογματική και ουσιωδώς αστήρικτη θέση. Ο Τραμπ πορεύεται ταγμένος στο δόγμα του «America First», σκοπός του και κύρια βλέψη του είναι η ισχυροποίηση του ομοσπονδιακού κράτους που πρόκειται να ξανά κυβερνήσει – πάνω σε αυτό βασίστηκε μεγάλο μέρος τη προεκλογικής του εκστρατείας ας μην το ξεχνάμε – και όχι η προώθηση κάποιας φιλοτουρκικής, ή οποιαδήποτε άλλης, μη αμερικανικής, ατζέντας.
Και η Ελλάδα; Ποια θα πρέπει να είναι η θέση της και πώς επηρεάζεται πραγματικά από αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα; Η εξωτερική πολιτική που θα χαράξει η χώρα μας σίγουρα θα πρέπει να είναι πολυδιάστατη, πιο ευέλικτη και πιο προσαρμοστική με στόχο την ισχυροποίηση των σχέσεων της με τις ΗΠΑ, εφόσον έχει απέναντί της έναν ηγέτη που ουκ ολίγες φορές εμφανίστηκε επιφυλακτικός ως προς τις διεθνείς συμμαχίες και τασσόταν υπέρ των διμερών συμφωνιών. Προκειμένου δηλαδή να εξασφαλίσει τη σταθερότητά της και να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα, η Ελλάδα καλείται να διατηρήσει και να ενισχύσει τη στρατηγική συνεργασία της με τις ΗΠΑ, εστιάζοντας σε κοινά συμφέροντα, όπως η ασφάλεια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η ενεργειακή συνεργασία. Είναι αληθές, πως στα ζητήματα αυτά, αν και κατά κράτος μικρότερη, εδαφικά και πληθυσμιακά, η χώρα μας προβάλλει ως η ξεκάθαρη επιλογή εταίρου για μια υπερδύναμη που επιζητά καλές σχέσεις με έναν πυλώνα σταθερότητας στην περίπλοκη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και όχι εφήμερη συνεργασία με μία δύναμη θεωρητικά μεγαλύτερη, της οποίας ο ηγέτης, ωστόσο, επιχειρεί διαρκώς, αποτυχημένα, να ισορροπεί μεταξύ Δύσης- ΗΠΑ και άλλων μεγάλων, μη δυτικών δυνάμεων. Πρέπει, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση να είμαστε προετοιμασμένοι και για τις προκλήσεις που προκύπτουν από την αμερικανική πολιτική απομονωτισμού, διασφαλίζοντας παράλληλα στενότερες σχέσεις και επιρροή εντός ΕΕ και ιδιαίτερα με ηγέτιδες δυνάμεις της Ένωσης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, για να ενισχυθεί η πολιτική θέση της χώρας και συγχρόνως να εδραιωθεί η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις.
Σημειωτέων πως και η ίδια η ΕΕ, αλλά και τα επιμέρους κράτη μέλη της οφείλουν να μην λησμονούν πως σύμμαχός τους και επίσης μέλος της Ένωσης είναι η Ελλάδα και όχι η Τουρκία. Αυτό είναι ακόμα σημαντικότερο να επισημανθεί και για επίδοξα μελλοντικά και υποψήφια μέλη της ΕΕ, που κατά καιρούς προβληματίζουν με τη στάση τους. Άλλωστε υποψήφιο κράτος μέλος της ΕΕ θέλει να θεωρείται και η γειτονική χώρα.
Από την άλλη έχουμε την υποτιθέμενα ισχυροποιημένη από την εκλογή Τραμπ, σύμφωνα με ορισμένες φωνές, Τουρκία. Πράγματι ο Τραμπ στην προηγούμενη θητεία του διατηρούσε μια κατά περιόδους παραγωγική σχέση με τον Ερντογάν, ωστόσο η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στους γείτονες είχε και έχει αρκετές αγκυλώσεις. Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία έχουν περάσει από σοβαρές κρίσεις, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η υπόθεση του πάστορα Άντριου Μπράνσον, η αντίθεση στην αγορά των S-400 και η συριακή πολιτική.
Ακόμα και τωρινές φημολογούμενες ή και ήδη ειλημμένες αποφάσεις του νεοεκλεγέντα Αμερικανού Προέδρου αναφορικά με πρόσωπα που θα στελεχώσουν τη νέα του Κυβέρνηση και θα κληθούν να υπηρετήσουν τη νέα τετραετία του «Make America Great Again», έχουν προκαλέσει έντονη και έκδηλη ενόχληση των Τούρκων.
Στη θεωρία των συμμαχιών η φύση της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας, παρά τη συμμετοχή αμφοτέρων στο ΝΑΤΟ, αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Η τριγωνική σχέση και η στάση που θα υιοθετήσει η Ουάσιγκτον στην προκειμένη φάση διακρίνονται από μια μεταβατικότητα, καθώς αναμένουμε να διαπιστώσουμε τις στρατηγικές επιλογές της νέας θητείας Τραμπ, όχι μόνο στα ελληνοτουρκικά, αλλά και σε πολύ πιο επείγουσες καταστάσεις, όπως τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, αλλά και την ολοένα και πιο κλιμακούμενη και πολύπλοκη νέα κρίση στη Μέση Ανατολή. Η πολιτική στα ζητήματα αυτά θα δείξει και το δρόμο για τις αμερικανικές στρατηγικές επιλογές στα ελληνοτουρκικά. Το πόσο παρεμβατικές ή εσωστρεφείς, σκληρές ή διαλλακτικές απέναντι σε παραδοσιακούς αντιπάλους της Δύσης θα είναι οι ΗΠΑ, μπορεί να καθορίσει και τη διαχείριση των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα, που έχει επιδείξει συνειδητά, ξεκάθαρα τα δυτικά της … εχέγγυα και την Τουρκία που σε βάθος των τελευταίων μόνο δυο δεκαετιών, έχει περισσότερο απομακρυνθεί, παρά προσεγγίσει τη Δύση, με λίγες θετικές παρενθέσεις, κατά κανόνα υπό τη μορφή παροδικής «συμμόρφωσής» της προς τις επιταγές της Δύσης, ώστε να λάβει συνήθως τα εξοπλιστικά προγράμματα που επιθυμούσε, όταν δεν μπορούσε να τα προμηθευτεί από αλλού. Σίγουρα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για πολιτικές περίπλοκες και ετεροβαρείς, εδώ επανέρχεται και το «America First». Ο Τραμπ είναι ικανός να ανατρέψει κάποια παραδοσιακή πολιτική εάν θεωρήσει ότι μπορεί να κερδίσει κάτι για αυτόν και τη χώρα του.
Ρεαλισμός και ευελιξία είναι λέξεις – κλειδιά που θα πρέπει να χαρακτηρίσουν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Φαίνεται πως Ελλάδα και Τουρκία παρά την πλειάδα των διαφορών τους, παρουσιάζουν δύο σημαντικές ομοιότητες: είναι βαθιά εξαρτώμενες στρατιωτικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αμφότερες κατέχουν σπουδαία γεωπολιτική αξία ελέω της θέσης τους. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως η Αμερική παραμένει κοινός παρονομαστής στην πολιτική διπλής συγκράτησης των δύο χωρών και στην εξίσωση αυτή η Ελλάδα καλείται να παίξει το δικό της παιχνίδι μέσα στις μεταβαλλόμενες διεθνείς ισορροπίες, αναζητώντας μια διαρκώς ισχυρότερη θέση μέσα σε αυτές.
* Η Όλγα Συμεωνίδου είναι φοιτήτρια Νομικής ΑΠΘ, Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών Νομικής ΑΠΘ