Πρόκειται για 61 αργυρούς στατήρες (δίδραχμα), κοπές πόλεων της Παμφυλίας, Κιλικίας, Ιωνίας, Κύπρου, αλλά και της Αίγινας και της Μήλου, και 994 αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα, μεταξύ των οποίων ένα υπόχαλκο, με χρονολογίες κοπής που κυμαίνονται από τις αρχές έως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και η παράδοση τους στην Τουρκία, είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στη Διεθνή Σύμβαση της UNESCO, του 1970. Επίσης, είναι σύμφωνη με το «Πρωτόκολλο για την παρεμπόδιση και πρόληψη της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής, διακίνησης και μεταβίβασης κυριότητας πολιτιστικών αγαθών», που έχουν υπογράψει οι δύο χώρες, στις 4 Μαρτίου του 2013, στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως επεσήμανε, η Λίνα Μενδώνη, «για την Ελλάδα, ο επαναπατρισμός κάθε πολιτιστικού αγαθού, που παρανόμως έχει εξαχθεί από το έδαφος μας, αποτελεί αφορμή μεγάλης χαράς και ικανοποίησης. Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις χώρες- θύματα κλοπών, λεηλασίας και παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών θησαυρών τους. Γι΄ αυτό, οι Έλληνες έχουμε ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα των επαναπατρισμών. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι όλες οι παρανόμως εξαχθείσες αρχαιότητες, από οποιαδήποτε χώρα, πρέπει να επιστρέφουν στον τόπο προέλευσής τους και στους λαούς, στους οποίους ανήκουν, ως μέρος της συλλογικής τους ταυτότητας. Για το λόγο αυτό η Ελλάδα, βρίσκεται στην διεθνή πρωτοπορία της πάταξης της αρχαιοκαπηλίας, του οργανωμένου εγκλήματος εις βάρος της ιστορικής μνήμης κάθε λαού».
Η Λίνα Μενδώνη ευχαρίστησε τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας «για την στήριξη, που η χώρα σας παρέχει σταθερά στην πατρίδα μου, σχετικά με το εθνικό μας αίτημα, της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Η τοποθέτηση της Zeynep Bos, βάσει των οδηγιών σας, στην τελευταία Διακυβερνητική Επιτροπή της UNESCO, ήταν καταλυτική. Είναι ευτύχημα που η διεθνής κοινότητα συνειδητοποιεί, ολοένα και περισσότερο, ότι η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών δεν είναι απλώς μια μορφή εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά μια σύνθετη και καλά δικτυωμένη επιχείρηση του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος, με πολλαπλές συνέπειες και προεκτάσεις, που ακόμη κατορθώνει να αντιστέκεται στις συντονισμένες διεθνείς προσπάθειες καταπολέμησής της.
Θα συνεχίσουμε άοκνα να εργαζόμαστε και να συνεργαζόμαστε, σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, για την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας και της παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών αγαθών. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια και την αλληλοκατανόηση μεταξύ των λαών και των Κρατών. Ο σεβασμός και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστούν εθνική ευθύνη και παγκόσμια ηθική δέσμευση. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για την διάσωση του πολιτισμού μας και της ιστορικής μας μνήμης».
Τα νομίσματα είχαν εντοπιστεί και κατασχεθεί από τελωνειακούς υπαλλήλους του Τελωνείου Κήπων Έβρου τον Ιούλιο του 2019 εις χείρας Τούρκου υπηκόου, όταν επιχείρησε να τα εισάγει παράνομα στην Ελλάδα, κρυμμένα με επιμέλεια στις αποσκευές του. Μετά την κατάσχεση σχηματίσθηκε δικογραφία και η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Δικαιοσύνη. Παραδόθηκαν για φύλαξη στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Έβρου και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Νομισματικό Μουσείο για εκτίμηση της αρχαιολογικής και οικονομικής τους αξίας. Σύμφωνα με το πόρισμα της Μόνιμης Τριμελούς Εκτιμητικής Επιτροπής για τον καθορισμό της χρηματικής αξίας αρχαίων νομισμάτων το σύνολο των νομισμάτων αποτελεί μέρος νομισματικού «θησαυρού» που είχε αποκρυφθεί στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία.
Η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών απέστειλε φωτογραφικό υλικό των νομισμάτων στην τουρκική πλευρά μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών, ενώ αρχαιολόγοι του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας έστειλαν έκθεση αναφορικά με την τεκμηρίωση της προέλευσης των νομισμάτων. Η έκθεση των Τούρκων εμπειρογνωμόνων συμφωνεί απολύτως με την τεκμηρίωση της Τριμελούς Εκτιμητικής Επιτροπής και του Νομισματικού Μουσείου, ότι δηλαδή τα νομίσματα αποτελούν μέρος «θησαυρού» που αποκρύφθηκε στα τέλη του 5ου/αρχές 4ου αιώνα π.Χ. στη Μικρά Ασία και επομένως η παράνομη διακίνησή τους από την Τουρκία στην Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητη. Μετά την έκδοση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων από τα ελληνικά Δικαστήρια, τα δύο μέρη συνεργάστηκαν για να οριστικοποιηθεί η επιστροφή του «θησαυρού» στη χώρα προέλευσής του, με δεδομένη την απόπειρα παράνομης εισαγωγής του στη χώρα μας από Τούρκο υπήκοο.
Πριν από την τελετή, οι δύο Υπουργοί είχαν συνάντηση, στο επίκεντρο της οποίας τέθηκαν θέματα διμερούς ενδιαφέροντος όσον αφορά στην πολιτιστική συνεργασία των δύο χωρών.
Η Υπουργός Πολιτισμού απηύθυνε το πρωί χαιρετισμό στη Διεθνή Ημερίδα, που οργάνωσε το Υπουργείο Πολιτισμού -δια της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς- με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τη Σύμβαση για την Προστασία των Πολιτιστικών Αγαθών σε Περίπτωση Ένοπλης Σύρραξης (Χάγη, 1954) και 25 χρόνων από το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Σύμβασης (Παρίσι, 1999): «Παλιές και νέες απειλές για την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά. Ο ρόλος της πρόληψης». Η ημερίδα φιλοξενήθηκε στο Αμφιθέατρο Ι. Καποδίστριας, στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας.
Η Λίνα Μενδώνη σημείωσε στον χαιρετισμό της ότι η ημερίδα «έρχεται, όχι μόνο να μας επισημάνει τις πολυπλόκαμες απειλές και τη διαφοροποίησή τους, αλλά και να καταδείξει ότι το πλέον πρόσφορο μέτρο για την ανάσχεσή τους είναι η διεθνής συνεργασία και συνεννόηση. Οι διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης και του Δεύτερου Πρωτοκόλλου ασφαλώς και διατηρούν ακέραια τη νομική τους δεσμευτικότητα. Σκοπός, όμως, είναι να επαναβεβαιωθεί εμφατικά και το πνεύμα τους, ιδίως στον τομέα της πρόληψης, δεδομένου ότι οι νέες απειλές είναι εξαιρετικά σύνθετες. Δεν σταματούν σε σύνορα και, κυρίως, εκδηλώνονται πλέον και υπό συνθήκες ειρήνης».
Όπως επεσήμανε η Υπουργός Πολιτισμού, «μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες του Υπουργείου Πολιτισμού και των υπηρεσιών του είναι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενσώματης και άυλης, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής της θέσης, της μορφής και του χρονικού της βάθους. Ας μην λησμονούμε, ότι πολλά από τα αριστουργήματα που επιστρέφουν οριστικά στην κοιτίδα τους, έφυγαν παράνομα από την Ελλάδα, αν όχι σε περιόδους ένοπλης σύγκρουσης, σε εποχές, ας το πούμε έτσι, αναστάτωσης και αστάθειας».
Υπογράμμισε, παράλληλα, ότι το Υπουργείο Πολιτισμού «εργάζεται συστηματικά για τη θωράκιση του μνημειακού μας αποθέματος από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Εκπονούμε Διαχειριστικά Σχέδια για την πλειονότητα των εγγεγραμμένων μνημείων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, αλλά και για άλλα μνημεία μείζονος σημασίας, όπως π.χ. οι αρχαιολογικοί χώροι του Κεραμεικού ή της Νικόπολης. Στα σχέδια προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η πρόληψη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων διαφύλαξης και διάσωσης των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Επιπλέον, βρίσκεται σε εξέλιξη πιλοτικό πρόγραμμα για την κατάρτιση εξειδικευμένων Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων για τους αρχαιολογικούς χώρους της Ακρόπολης των Αθηνών, των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Μονής Δαφνίου, αλλά και του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιου για την πρόληψη των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης επί του πολιτιστικού αποθέματος».
Η Σύμβαση της Χάγης αποτελεί την πρώτη χρονικά από μια σειρά Συμβάσεων, που αναφέρονται στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε διεθνές επίπεδο, ως κοινού αγαθού της ανθρωπότητας και ήρθε να υπογραμμίσει την οικουμενικότητα της πολιτιστικής κληρονομιάς, τον χαρακτήρα της ως πανανθρώπινου αγαθού, αλλά και την ανάγκη της διεθνούς συνεργασίας για την προστασία της. Καταρτίστηκε, πριν από 70 χρόνια στον απόηχο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με νωπές ακόμη τις μνήμες και χαίνοντα τα τραύματα της αιματηρότερης σύρραξης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90, οι πράξεις βαρβαρότητας, οι οποίες διεπράχθησαν σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια των πολλών συρράξεων, που ξέσπασαν εκείνη την περίοδο, έφεραν τη διεθνή κοινότητα αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Έτσι, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις σε διεθνές επίπεδο που οδήγησαν στην υιοθέτηση του Δευτέρου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, 25 χρόνια πριν, το Μάρτιο του 1999, στη Χάγη, το οποίο ήρθε να επαυξήσει και να αποσαφηνίσει το διεθνές θεσμικό πλαίσιο, αλλά και να τονίσει ότι οι απειλές εξακολουθούσαν να υφίστανται σε ποικίλες μορφές και ένταση.
Στην ημερίδα συμμετείχαν ως εκπρόσωπος της UNESCO η Anna Sidorenko, στελέχη του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, του Υπουργείου Εξωτερικών, του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, του Υφυπουργείου Πολιτισμού της Κύπρου, του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Αυστραλίας και οι Aparna Tardon και Jui Ambani ως εκπρόσωποι της ICCROM. Εκ μέρους του ΥΠΠΟ συμμετείχαν η Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Δρ Ολυμπία Βικάτου, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Έλενα Κουντούρη, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, Βασιλική Παπαγεωργίου, η Αν. Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Ιουλία Παπαγεωργίου η Προϊσταμένη του Τμήματος Ελληνικών και Αλλοδαπών Επιστημονικών Ιδρυμάτων και Συντονισμού Θεμάτων Διεθνών Συνεργασιών και Οργανισμών, Κωνσταντίνα Μπενίση, κ.ά.