Οι αγορές και οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο μετά το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Αμερική, προσπαθούν να διαγνώσουν το τι θα συμβεί στην εμπορική πολιτική της δεύτερης προεδρίας Τραμπ. Ήδη ο πρόεδρος Τραμπ, εκτόξευσε τον πρώτο πύραυλο, για επιβολή δασμών σε Καναδά, Μεξικό και Κίνα. Όλοι πλέον πιστεύουν, ότι πρέπει να προετοιμαστούν για επιβολή υψηλότερων δασμών. Δεν πρόκειται για κάτι απλό.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Οι προτάσεις είτε μιας οριζόντιας αύξησης των δασμών, είτε μιας αύξησης των υφιστάμενων τιμωρητικών δασμών στην ηπειρωτική Κίνα, είτε κάποιου μεγάλου νέου δασμού που επικεντρώνεται στην Κίνα και πιθανόν σε άλλους, αποτελούν πιθανότητες. Καθώς η επερχόμενη κυβέρνηση Τράμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο, προετοιμάζουν κρίσιμες φορολογικές περικοπές, υπάρχει μια βάσιμη πιθανότητα να ενσωματώσουν κάποια εμπορικά διορθωτικά μέτρα στο ίδιο νομοσχέδιο. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε ποια θα είναι η δασμολογική πτυχή του.
Εκείνο που είναι σημαντικό είναι να αναλύσουμε, το πρόβλημα που θα προσπαθήσουν να διορθώσουν και δεν είναι άλλο, από τη συνεχιζόμενη μετανάστευση της αμερικανικής παραγωγής σε ξένες χώρες, κυρίως στην Κίνα ή σε εταιρείες που ελέγχονται από αυτήν.
Η Αμερική εξακολουθεί να είναι ένα κατασκευαστικό μεγαθήριο. Κατασκευάζει τα πάντα, από μικρές συσκευές έως βιομηχανικό εξοπλισμό. Ταυτόχρονα εισάγει, πολύ περισσότερα τελικά προϊόντα από ποτέ, και ακόμη πιο σημαντικό, και απείρως πιο επικίνδυνο, όλα αυτά τα προϊόντα αμερικανικής κατασκευής εξαρτώνται, περισσότερο από ποτέ, από πολλά εισαγόμενα εξαρτήματα.
Τα περισσότερα αμερικανικά προϊόντα εξαρτώνται από κινεζικά εξαρτήματα, πράγμα που σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής παραγωγής θα κλείσει αμέσως εάν κλείσει η αλυσίδα εφοδιασμού από την Κίνα, είτε λόγω φυσικής καταστροφής είτε λόγω πολέμου. Είναι οικονομική αυτοκτονία για την Αμερική να εξαρτάται, τόσο πολύ από μια ξένη δύναμη για τα δομικά στοιχεία της οικονομίας της, ειδικά όταν αυτή η ξένη δύναμη είναι στρατηγικός αντίπαλός της.
Η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, προσπάθησε να πείσει την αμερικανική βιομηχανία να διαφοροποιήσει τη βάση εφοδιασμού της και έκανε κάποια πρόοδο σε αυτό το στόχο.
Ο συνδυασμός πρόσθετων δασμών 7,5% και 25% στα κινεζικά προϊόντα, επιπλέον των τυποποιημένων δασμών και τελών που ήδη υπήρχαν, τα οποία διέφεραν ανάλογα με το προϊόν, κατάφερε να κλονίσει πολλές εταιρείες. Η Αμερική εισάγει τώρα περισσότερα πράγματα από περισσότερες άλλες χώρες από ότι πριν από την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ.
Αλλά πολλές άλλες αμερικανικές εταιρείες αποφάσισαν να μην αλλάξουν τίποτα και απλά να ζήσουν με τους τιμωρητικούς δασμούς του 7,5% και του 25%, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν απλώς να απορροφήσουν το κόστος.
Σαν αποτέλεσμα, η Αμερική σήμερα βρίσκεται στα μισά του δρόμου της επίτευξης αυτού του στόχου.
Πολλές εταιρίες, αντιμετωπίζουν τώρα, το γεγονός ότι επίκεινται υψηλότεροι δασμοί και σπεύδουν απεγνωσμένα να λάβουν διορθωτικά μέτρα.
Δεν είναι ασυνήθιστο για έναν αγοραστή να προσπαθήσει να πείσει τον πωλητή του να απορροφήσει μια αύξηση κόστους προκειμένου να διατηρήσει την επιχείρηση. Ως εκ τούτου, ορισμένοι εισαγωγείς στην Αμερική, προσεγγίζουν τους κινέζους προμηθευτές τους για να τους πιέσουν να μειώσουν τις τιμές τους όταν γίνουν γνωστοί οι νέοι δασμοί, οπότε ο εισαγωγέας δεν χρειάζεται να αλλάξει καθόλου προμηθευτές.
Εδώ πρέπει να θυμόμαστε ότι δύο από τις κύριες ανησυχίες της κυβέρνησης της Αμερικής με την Κίνα, είναι οι περίφημες τάσεις της Κίνας να επιδοτεί τις εξαγωγές και να χειραγωγεί το νόμισμά της. Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου της Αμερικής, βρίσκεται σε επιφυλακή και για τα δύο, και τα συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα για αυτά, όπως οι δασμοί αντιντάμπινγκ και οι αντισταθμιστικοί δασμοί, είναι πολύ πιο δαπανηρά για τον εισαγωγέα από ότι αυτοί οι τιμωρητικοί δασμοί.
Εάν μια αμερικανική εταιρεία δεν αισθάνεται άνετα με την εξεύρεση εναλλακτικών προμηθευτών επειδή συνεργάζεται με τον ίδιο Κινέζο πωλητή για πολλά χρόνια, η ευκολότερη λύση μπορεί να είναι, απλώς να πείσει τον υπάρχοντα προμηθευτή της να ανοίξει μια άλλη εγκατάσταση σε διαφορετική χώρα.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί, ότι όλες οι κινεζικές εταιρείες είναι ουσιαστικά κοινοπραξίες με τον κινεζικό στρατό. Αυτό είναι ένα άλλο από τα προβλήματά της Αμερικής, με την Κίνα.
Η λύση είναι η προμήθεια από εταιρείες, που δεν έχουν καμία σχέση με την Κίνα, είτε στην Αμερική είτε στο εξωτερικό. Η πρόκληση είναι, η διασφάλιση ότι αυτός ο νέος πωλητής κατασκευάζει πραγματικά τα αγαθά ο ίδιος, όπου λέει ότι το κάνει.
Υπήρχε πάντα μια αρκετά μεγάλη μαύρη αγορά, γνωστή ως «παράνομη μεταφόρτωση», ουσιαστικά η πρακτική της αποστολής αγαθών σε άλλη χώρα, μόνο με σκοπό την επανασυσκευασία και την επανασήμανση τους με τη δήλωση καταγωγής άλλης χώρας, για να αποφευχθούν ποσοστώσεις εισαγωγής ή τιμωρητικοί δασμοί στον προορισμό. Κάτι τέτοιο είναι απάτη, φυσικά, και η αμερικανική κυβέρνηση, τιμωρεί αυστηρά τους ένοχους εισαγωγείς και για αυτό.
Οι εισαγωγείς πρέπει να επιμείνουν στην επιθεώρηση της εγκατάστασης του νέου προμηθευτή, στον έλεγχο της αλυσίδας εφοδιασμού του και στην επιβεβαίωση της διαδικασίας.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ, η πολιτική στο κρίσιμο αυτό θέμα, βασίστηκε σε δύο ελάχιστα χρησιμοποιούμενα εκτελεστικά εργαλεία, τους δασμούς του άρθρου 301 και του άρθρου 232. Αυτή τη φορά, υπάρχει βάσιμη πιθανότητα, ότι το Κογκρέσο θα συμμετάσχει στην προσπάθεια, δεδομένου ότι η επικίνδυνη εξάρτηση της Αμερικής από την κινεζική παραγωγή και ως εκ τούτου η ανάγκη απελευθέρωσης από αυτήν, έχει γίνει απείρως πιο εμφανής στα χρόνια που μεσολάβησαν. Αυτό σημαίνει ότι οι φετινές αυξήσεις δασμών, μπορεί να μην μοιάζουν καθόλου με τις τελευταίες.
Η νέα κυβέρνηση Τραμπ, πρέπει να εξετάσει όλα τα σχετικά ζητήματα.
Δεν είναι μόνο οι ανάγκες της διαφοροποίησης της προσφοράς και της αυτάρκειας. Πρόκειται επίσης για την προστασία της αμερικανικής πνευματικής ιδιοκτησίας από την Κίνα, την προστασία του δολαρίου ΗΠΑ, την καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας που εξακολουθεί να εφαρμόζει η Κίνα, την πρόληψη της κανονιστικής αποφυγής των ελάχιστων αποστολών, τον έλεγχο του όγκου εισαγωγών για λαθρεμπόριο ναρκωτικών και την προστασία στοχευμένων αμερικανικών βιομηχανιών από το ληστρικό ντάμπινγκ.
Εκτός από όλα αυτά, η νέα κυβέρνηση Τραμπ, πρέπει να σφυρηλατήσει μια επιτυχημένη, συνεργατική σχέση με το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο, κάτι που δεν συνέβη στην πρώτη θητεία. Η εμπορική πολιτική πρέπει να αποτελεί μέρος της λύσης και όχι καταλύτη για ρήξη.
Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει η αμερικανική επιχειρηματική κοινότητα, είναι να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος χωρίς να περιμένει την Ουάσιγκτον.
Όσο περισσότερο η επιχειρηματική κοινότητα καταφέρνει να ανεξαρτητοποιηθεί από μόνη της από την Κίνα, τόσο λιγότερα θα πρέπει να κάνει η Ουάσιγκτον.
Και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, δημιουργείται ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας για την Ευρώπη, η οποία εάν αφυπνιστεί θα μπορούσε να καλύψει το κενό της Κίνας, ως στενός σύμμαχος της Αμερικής στον εμπορικό ανταγωνισμό της με το Πεκίνο.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.