Το Κάστρο του Διδυμοτείχου, το πιο σημαντικό κάστρο στην Ελληνική Θράκη θα δεχτεί τις φροντίδες του υπουργείου Πολιτισμού. Το εξέχων όσο και ταλαιπωρημένο από τον χρόνο μνημείο, το οποίο στέκεται στην κορυφή του λόφου Καλέ που δεσπόζει στην πόλη του Διδυμοτείχου υπήρξε αντικείμενο σοβαρού ερευνητικού προγράμματος.
Το πρόγραμμα εκπονήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αφορούσε στην προτεραιοποίηση και τη μεθοδολογία των επεμβάσεων αποκατάστασης για την προστασία του και τη λειτουργική διασύνδεση του Κάστρου με το αστικό περιβάλλον. Στην πρώτη φάση του ερευνητικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε εφαρμοσμένη έρευνα για την ανάλυση, αποτύπωση, και την ιστορική, αρχιτεκτονική τεκμηρίωση του συνόλου του μνημείου και εξετάστηκε η παθολογία του σε επίπεδο συνόλου και των επιμέρους τμημάτων. Στη δεύτερη φάση, εντοπίστηκαν οι προτεραιότητες, βάσει κοστολογημένου στρατηγικού σχεδίου, για τον προγραμματισμό των απαιτούμενων επεμβάσεων ανάδειξης του μνημείου, με έμφαση στα τμήματα με τα κρισιμότερα δομικά προβλήματα, αλλά και της ανασυγκρότησης του χώρου με την αποκατάσταση των διαδρομών και του άμεσου περιβάλλοντος χώρου του.
Μετά την παρουσίαση του ερευνητικού προγράμματος στην σύσκεψη στο Υπουργείο Πολιτισμού, η Υπουργός Λίνα Μενδώνη, επεσήμανε: «Διαθέτουμε πλέον ένα στρατηγικό σχέδιο για την προστασία του μνημειακού συνόλου του Κάστρου Διδυμοτείχου και την ανάδειξη της διαχρονικής και συγχρονικής σχέσης του με τον αστικό ιστό που το περιβάλλει. Η αποκατάσταση και ανάδειξη του Κάστρου αποτελεί ένα εκτεταμένο έργο με ορίζοντα ολοκλήρωσης σε βάθος χρόνου. Όμως, τώρα πλέον, βάσει των αποτελεσμάτων και των συμπερασμάτων του έργου, δρομολογούμε το πρόγραμμα των επεμβάσεων που απαιτεί το μνημείο, δίνοντας προτεραιότητα στις εισόδους του Κάστρου, στις διαδρομές μέσα σε αυτό και στον περιβάλλοντα χώρο του. Στόχος μας είναι η προστασία, η μορφολογική αποκατάσταση και η λειτουργική ένταξη του μνημείου στον ιστό της πόλης. Η διάσωση και ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας του Διδυμοτείχου, στη μεγάλη διαχρονία του, αποτελεί προτεραιότητα για το Υπουργείο Πολιτισμού, στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής της Κυβέρνησης για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της ακριτικής περιφερειακής ενότητας του Έβρου. Το έργο της αποκατάστασης του Κάστρου του Διδυμοτείχου εντάσσεται στον σχεδιασμό των έργων πολιτισμού που προγραμματίζουμε στην περιοχή σε συνεργασία με την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, σύμφωνα με τις προτεραιότητες που έχουν από κοινού τεθεί. Αξιοποιώντας το ιστορικό υπόβαθρο του Κάστρου, πρόθεσή μας είναι να αναδείξουμε την άυλη πολιτιστική κληρονομιά του τόπου, την ιστορία και θρύλους που έχουν συνδεθεί με το Κάστρο, ώστε να αναδειχθεί η σημασία του, αλλά και να εμπλουτιστεί η εμπειρία του επισκέπτη. Μετά την αποκατάσταση του Ναού του Αγίου Αθανασίου στο Κάστρο, την έναρξη των εργασιών για την αποκατάσταση του Τεμένους Βαγιαζήτ, και των τριών μεταβυζαντινών εκκλησιών στην ευρύτερη περιοχή του Διδυμοτείχου, το Υπουργείο Πολιτισμού θέτει ως προτεραιότητα το Κάστρο των Δίδυμων Τειχών, που δεσπόζει στο χώρο από την εποχή του Ιουστινιανού. Μία πάγια απαίτηση της τοπικής κοινωνίας ικανοποιείται. Όπως έχουμε δεσμευθεί, στις αρχές του 2025 θα γίνει παρουσίαση των αποτελεσμάτων του προγράμματος στο Διδυμότειχο».
Με βάση τα αποτελέσματα του προγράμματος, δρομολογούνται οι άμεσες επεμβάσεις στις δύο πύλες: Πύλη Γέφυρας και Πύλη Αγοράς, και σε τέσσερις πύργους: Π1, Π2, Π3, Π4. Το λιθόστρωτο στις διαδρομές ανάμεσα στις δύο πύλες αποκαθίσταται με στόχο τη βελτίωση της κινητικότητας εντός του Κάστρου, οι σπηλαιώσεις διατηρούνται, γίνονται σημειακές αποκαταστάσεις στα τείχη με προτεραιότητα στα τμήματα όπου παρατηρούνται καταρρεύσεις της λιθοδομής, διαμορφώνεται χώρος στάσης και θέασης προς τον Πύργο 1, τον επονομαζόμενο και Πύργο της Βασιλοπούλας. Παράλληλα, αναγκαίες είναι κάποιες απαλλοτριώσεις και η διαχείριση των εγκαταλελειμμένων κατασκευών.
Το Κάστρο των «Διδύμων Τείχων», το πιο σημαντικό στην επικράτεια της Θράκης, βρίσκεται στην κορυφή του λόφου Καλέ, που δεσπόζει στην πόλη του Διδυμοτείχου και είναι κατασκευασμένο πάνω σε δεκάδες λαξευτά σπήλαια. Με τη σημερινή του μορφή, χρονολογείται από τον 6ο αι. μ.Χ. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το Διδυμότειχο ήταν σημαντικό κέντρο, εμπορικό, διοικητικό και στρατιωτικό. Η σπουδαία γεωστρατηγική του θέση είχε επισημανθεί ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Σε αυτό συνετέλεσε, επίσης, η ισχυρή του οχύρωση, με τείχη μεγάλου πάχους που διαμόρφωσαν τον περίβολο του.
Το Κάστρο σήμερα, διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του και σε ύψος που φτάνει τα 12 μέτρα. Στην περίμετρο των τειχών, μήκους 1.300 μέτρων, βρίσκονται συνολικά 24 πύργοι. Σε πολλούς από αυτούς τους πύργους παρατηρούμε ενδιαφέροντα μονογράμματα, όπως των Κομνηνών.
Μέσα στον περίβολο υπάρχουν διάσπαρτες λαξευμένες σπηλιές, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών. Τα δείγματα της οικοδόμησης των τειχών, μαρτυρούν ύπαρξη κάστρου πολύ πριν από τους Βυζαντινούς χρόνους. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, τα τείχη του Διδυμοτείχου ανακατασκευάστηκαν επί Ιουστινιανού και ενισχύθηκαν το 751 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου Ε’ και αργότερα το 1303. Το 1713-14, στο Κάστρο του Διδυμοτείχου διέμενε σε κατάσταση ημιαιχμαλωσίας ο Βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος ο ΙΒ’. Μέσα στον περίβολο υπάρχει ένα μικρό πέτρινο ναΐδριο και η σημερινή αρμενική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Σουρπ Κεβόρκ). Είναι κτισμένη στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου στις 26 Οκτωβρίου του 1341, στέφτηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός. Υπήρξε, άλλωστε, έδρα των αυτοκρατόρων Ιωάννη του Γ΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη του Στ΄ Καντακουζηνού κατά τη διάρκεια των δύο καταστροφικών εμφυλίων πολέμων του πρώτου μισού του 14ου αιώνα.
To Διδυμότειχο κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1361 και βαθμιαία έχασε τη γεωστρατηγική του σημασία. Το κάστρο, δεν συντηρήθηκε από τους Οθωμανούς κατακτητές και υπέστη μεγάλες καταστροφές από ποικίλους επιδρομείς κατά τα βυζαντινά κα μεταβυζαντινά χρόνια, αλλά και από τους Ρώσους, που κατέλαβαν το Διδυμότειχο στους δύο ρωσοτουρκικούς πολέμους το 1829 και το 1878.
Συνοδεύεται με πολλούς θρύλους, όπως αυτός με τις Σαράντα Κάμαρες, που βρίσκονται σε δαιδαλώδη διάταξη μέσα στον βράχο πάνω στον οποίο είναι κτισμένο. Στην πραγματικότητα, η αναφορά γίνεται στις δεκάδες των λαξευτών σπηλαίων, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες ή δεξαμενές νερού ή καταφύγια.
Κατά άλλο τοπικό θρύλο, από τον πύργο που ονομάζεται ο Κουλάς της Βασιλοπούλας, ρίχτηκε στο κενό και αυτοκτόνησε καβάλα στο άλογό της, η κόρη του βασιλιά, όταν οι εχθροί κατέλαβαν το κάστρο. Κι αυτό, επειδή την είχε ξεγελάσει ο επικεφαλής της πολιορκίας ότι είναι ένα καλογεράκι και πρέπει να του ανοίξει με κλειδί την πύλη, κάτι που σύμφωνα με τον μύθο, έκανε.
Αμέσως μετά, είναι ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου, κτίσμα του 1843, στη θέση βυζαντινής εκκλησίας, που τα ίχνη της διατηρούνται στη βορινή πλευρά του. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, περιλαμβάνει εικόνες αφιερώματα των σιντεχνιών. Από εδώ ξεκινά στενός δρόμος, ανάμεσα σε παλιά νοικοκυρόσπιτα και οδηγεί στο εσωτερικό του κάστρου, σαν ένας περίπατος ανά τους αιώνες.
Κοντά, βρίσκεται μικρό ναΐδριο, πέτρινο οικοδόμημα, που θυμίζει αρχαίο βωμό με διαστάσεις 2,5 μ. μήκος και 1,5 μ. πλάτος και ύψος. Στην ανατολική του πλευρά, έχει ανάγλυφο σε μάρμαρο εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που θυμίζει τα ανάγλυφα του Θράκα ιππέα. Στη νότια πλευρά του, είναι χαραγμένοι τέσσερις κύκλοι με σταυρούς, με επιγραφή που δείχνει το όνομα του Βυζαντινού πρίγκιπα Ραούλ Ασάνη Παλαιολόγου. Εδώ οι κάτοικοι του Διδυμότειχου, θυσίαζαν κοκόρια κάθε χρόνο τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου κατάλοιπο προχριστιανικό, που γίνονταν προς τιμήν του Ασκληπιού.
Όπως γράφει ο Ιωάννης Α. Σαρσάκης, (Καστροπολίτης) «το Διδυμότειχο, ένα ακατέργαστο μνημειακό διαμάντι στο βορειοανατολικό άκρο της πατρίδας μας, είναι μία πόλη με πλούσιο ιστορικό βάθος και με πολλά μνημεία. Η ιστορία του διαδραματίζεται εδώ και χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε δύο λόφους (της Αγίας Πέτρας/Πλωτινόπολης και του Κάστρου), και σε δύο ποταμούς (Έβρος και Ερυθροπόταμος), όπου απλώνεται και ο εύφορος κάμπος του Διδυμοτείχου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής χρονολογούνται από το 5.000 π.Χ. και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πέραν της υψηλής τους αισθητικής τέχνης καταδεικνύουν μία συνεχή κατοίκηση στην περιοχή για 7.000 χρόνια.
Ο Διδυμοτειχίτης φιλόλογος και λογοτέχνης Βασίλειος Σιναπίδης στο κείμενό του «Το Πελασγικό Διδυμότειχο», αναφέρει ότι τα υπόσκαφα σπήλαια του κάστρου εντυπωσίασαν και τον αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο: «Κείνο που εντυπωσίασε τον καθηγητή Μαρινάτο είναι οι περίφημες σπηλιές, που είναι σκαλισμένες βαθιά στο μαλακό βράχο του φρουρίου με πρωτόγονα νεολιθικά εργαλεία, όπως ήταν σφυριά και κοπίδια από πυρίτη λίθο. Οι σπηλιές αυτές είναι πρωτόγονες κατοικίες, με κολόνες πέτρινες στο εσωτερικό τους, που είναι κι΄ αυτές λαξευτές και πρόσθετες, με σκαλιστές εσοχές και βαθουλώματα σαν ράφια, όπου τοποθετούσαν οι Πελασγοί τους λύχνους κι΄ άλλα σκεύη, βρέθηκαν όστρακα αγγείων στις ανασκαφές. Οι σπηλιές αυτές, που είναι πολυάριθμες κι΄ όλες στη μεσημβρινή πλαγιά του λόφου, για να μη μπαίνει μέσα το Θρακιώτικο ξεροβόρι που θερίζει και πιρουνιάζει τα κορμιά».
Αγγελική Κώττη